«Πρώτα, πρέπει να απεμπολήσεις τον αστό από μέσα σου», είπε ο Παύλος, δεινός κατασκηνωτής, αφού μας καλωσόρισε στο Νησί, σα να ‘ταν από πάντα εδώ. Καλοκουρδισμένο ρολόι, ο μηχανισμός υποδοχής σου στο Νησί του Αιγαίου με τα πιο γαλανά νερά είναι δοκιμασμένος στα χρόνια και τις φουρτούνες κι έτσι, με το που ανοίγουν οι μπουκαπόρτες, σε περιμένει ο καπετάνιος με τη βάρκα του για να σε περάσει απέναντι, στο μέρος που μέλλεται να αποτελέσει το καλοκαιρινό σου «σπίτι», αυτό που θα έχει απωλέσει κάθε ίχνος πολιτισμού και από το οποίο δεν θα θες να αποχωρήσεις.
Η πρώτη μπύρα που σου σερβίρει ο Γιάννης, πριν στήσεις τη σκηνή σου, κυλάει δροσερά και σου δίνει τις απαραίτητες δυνάμεις για να εντοπίσεις το κατάλληλο μέρος που θα φιλοξενήσει εσένα και την παρέα σου υποτυπωδώς, αλλά τόσο ουσιωδώς. Εκεί που τα βράδια θα σκεπάζει το σώμα σου ένα αδιάβροχο κι αδιάβρωτο πέπλο, αυτό της σκηνής που γκρεμίζει τους τέσσερις τοίχους και αφήνει ένα άνοιγμα προς τον ξάστερο ουρανό. Αφού στήσεις τη σκηνή, παίρνεις την υφασμάτινη τσάντα για τη θάλασσα, γεμάτη με σταφύλια, νερά και παρεό, κατηφορίζεις προς την Παραλία και βουτάς στο δροσερό, γαλήνιο νερό, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, λιγό μετά αφού ο ουρανός έχει βαφτεί μωβ.
Αργότερα, στην Ταβέρνα θα γνωριστείς με τους υπόλοιπους θαμώνες, ο Γεράσιμος θα σου προτείνει τι να παραγγείλεις από τα μαγειρευτά, ο Ηλίας θα σου δώσει τις πρώτες συμβουλές για τα κατατόπια και τα δρομολόγια του καπετάνιου, για να γίνει η διαμονή σου ακόμη πιο ευχάριστη και η Στέλλα θα φτιάξει τα πιο νόστιμα γεμιστά, ώρες πριν πάρει την ντουντούκα για να ειδοποιήσει ότι τα φώτα της ταβέρνας θα κλείσουν. Θα μείνουν μόνο κόκκινα, πράσινα και μπλε λαμπάκια, να κρέμονται πάνω απ’ τα τραπέζια, δημιουργώντας μονομιάς την ατμόσφαιρα που υποχρεούνται να έχουν τα καλοκαιρινά βράδια στο Νησί.
Ο Αντώνης θα σου διαβάσει το «Οδοιπορικό» του Πάμπλο Νερούδα και, στη συνέχεια, θα πιάσει ένα μπουζούκι και θα παίξει μεταξύ άλλων και το αγαπημένο σου του Τσιτσάνη. «Το δρόμο τον κακό που πήρες θα στον κόψω και την καρδιά σου την σκληρή, θα την κάνω ν’ αλλάξει το χρώμα κι από μαύρη να γίνει χρυσή», οι λέξεις αιωρούνται μελωδικά και σφόδρα ρεαλιστικά ίσως να σχολιάζουν και την πορεία του Ανθρώπου από την άγρια, γκρίζα, μολυσμένη Πόλη, στο αστρόφεγγο, στο καλοσυνάτο Νησί των Κυκλάδων που μπορεί με ανταύγειες να βάψει τις καρδιές όλων χρυσές και τα μάτια να κοιτάζουν μόνο προς το φως.
Βλέποντας το σκηνικό κανείς από μακριά, θα έλεγε ότι μεταλαμβάνεις σε ένα διονυσιακό τελετουργικό, όπου τα ποτήρια γεμίζουν και τσουγκρίζουν, οι φωνές γίνονται ένα, σαν και τις παρέες που ενώνονται, σαν να γνωρίζονται χρόνια. Μέρα με τη μέρα, τα όργανα πολλαπλασιάζονται, τα κορμιά σχηματίζουν ολόκληρη κοινότητα πλέον και τα τραγούδια μέχρι αργά συνοδεύουν τα βήματά σου προς τη σκηνή.
Μια μυσταγωγία που σε φέρνει τόσο κοντά στη φύση και, εν τέλει, στον φυσικό εαυτό σου, δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη. Κανένα μπαρ δεν θα φτάσει ποτέ κοντά αυτήν την αίσθηση. Κανένα δωμάτιο δεν μπορεί να εκπληρώσει το βαθύ άγγιγμα της ψυχής με τον υπόλοιπο κόσμο. Κανένα φίλτρο πίσω από τζαμάκι δεν θα πλησιάσει το ηλιοβασίλεμα που εκτείνεται μπροστά στον ορίζοντά σου. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να ενισχύσει τόσο τη θωράκισή σου απέναντι στο σκληρό, αποτρόπαιο πρόσωπο της καθημερινότητας από τις αγνές, κοινοτικές μέρες στο Νησί, όπου δεν θα έχεις σήμα, δεν θα έχεις ρεύμα, παρα μόνο συγκεκριμένες ώρες, και θα έχεις, ευτυχώς, χαθεί στη Χώρα των Λωτοφάγων.
«Μαζί, είμαστε περισσότεροι», διαβάζεις σε ένα κοντομάνικο φανελάκι κι εύχεσαι αυτό το συλλογικό πνεύμα που εμπνέει το Νησί να το έβαζες σε ένα γυάλινο μπουκάλι, να το σφράγιζες και να το έφερνες στην μεγαλούπολη, να βαφτίζονταν όλοι με δαύτο, να το έκανες, με κάποιο τρόπο, να διαρκεί για πάντα. Σαν ένα ελιξίριο που ενεργοποιεί πάντα τους κατάλληλους νευρώνες και τα απαραίτητα ένστικτα.
Ερωτήματα πετάνε στο μυαλό σου. Επανέρχονται κάθε καλοκαίρι και φεύγουν κάθε χειμώνα -φεύγουν ή τα διώχνεις, για να αντέξεις μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Πως ζει ο Άνθρωπος σήμερα; Περπατά ανάμεσα σε ψηλά, άχαρα κτίρια που κρύβουν τον ουρανό. Ζει τις περισσότερες ώρες της ημέρας σε ένα γραφείο με ψυχρά χρώματα. Στην καλύτερη, κάποιο Σαββατοκύριακο θα αποδράσει από την μποτιλιαρισμένη Πόλη και θα πάρει μια γεύση από καλοκαίρι.
Κάποτε, κάποιος είχε πει ότι το καλοκαίρι δεν τελειώνει, εμείς τελειώνουμε. Γιατί να περιμένουμε όμως το καλοκαίρι;