Ο Χέρμαν Μέλβιλ, που πέθανε σαν χτες 28 Σεπτεμβρίου 1891, είχε περάσει από την Αθήνα (Journal of a Visit to Europe and the Levant, October 11, 1856 – May 6, 1857) καθώς ο πεθερός του του έκανε δώρο ένα μεγάλο ταξίδι στα τριάντα εφτά του χρόνια για να τον βοηθήσει ψυχολογικά.
Ο φίλος μου Γιώργος Μπρουνιάς, που έχει τη μανία του καλού σε τρία-τέσσερα πράγματα (μουσική, ζωγραφική, βιβλία, φαγητό), μου πέταξε πριν λίγες μέρες εδώ πάνω στο τραπέζι δυο φωτοτυπημένες σελίδες από ένα θαυμάσιο βιβλίο που του κράτησε συντροφιά νύχτες και απομεσήμερα του επώδυνου αθηναϊκού Αυγούστου, φέτος όπου τα μελτέμια ήταν λιγοστά και η υγρασία δυσκόλευε την αναπνοή.
Στο περιθώριο του χαρτιού είχε μεταφράσει τέσσερις στίχους από ένα ποίημα του Μέλβιλ που παραθέτει ο Vincent Scully στην προσπάθειά του
«να γεφυρωθεί το χάσμα που μας χωρίζει από την κατανόηση αυτών των ανθρώπων [εννοεί τους Έλληνες που έχτισαν την Ακρόπολη] παρά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες κατανόησης που θέτουν ο χρόνος και η απόσταση. Ο Χέρμαν Μέλβιλ, ένας σύγχρονος άνθρωπος όπως εμείς, μπορεί να είχε συλλάβει τα ουσιώδη όταν έγραψε τους ποιητικά συζητήσιμους αλλά εννοιολογικά ακριβείς τέσσερις στίχους με τίτλο “Ελληνική αρχιτεκτονική”:
Όχι όγκος ούτε πλούτος
Μόνο ο τόπος, η μορφή·
Όχι άγχος για καινούριο
Μόνο σεβασμός στο αρχετυπικό.
Ίσως δεν είναι τόσο παράδοξο όσο μοιάζει το ότι ο Μέλβιλ, που είδε βαθύτερα από κάθε άλλον τα βάθη και τις δίνες των ωκεανών, θα ήταν τόσο αρμόδιος για να διατυπώσει τόσο λακωνικά τις κρυφές αρχές της σαφήνειας και της μονιμότητας σε ένα ορισμένο και ιερό τοπίο, βάσει των οποίων διαμορφώνεται η ελληνική αρχιτεκτονική. Τα πελάγη που καλούσαν κοντά τους τον Μέλβιλ ήταν το μέτρο της δικής του μοναξιάς μέσα στον κόσμο και το παντοδύναμο πλάσμα που αναζητούσε βυθισμένο μέσα σ’ αυτά θα μπορούσε να αναδυθεί στο τέλος για να καταστρέψει μια ανθρωπότητα που κυνηγούσε εξουσία δίχως σεβασμό, και νίκη δίχως έλεος ή χαρά.
Το μίσος του Άχαμπ για τη φύση των πραγμάτων όπως έχουν τώρα τράβηξε τον κεραυνό του Δία καταπάνω του, αλλά η έσχατη δαιμονική του πράξη, να πίνει το θάνατο της φύσης μέσα απ’ τις κάννες των σιδερένιων όπλων, ζητούσε εκδίκηση που θα μπορούσε να αποδοθεί μόνο από μια αρχαιότερη θεότητα, τη λευκή δύναμη που ξεπηδάει μέσα απ’ τη θάλασσα. Έτσι όταν ο Μέλβιλ, σαν ένας τυπικός παραλογισμένος και μεμψίμοιρος σύγχρονος ταξιδιώτης, ανέβηκε στην Ακρόπολη της Αθήνας, μια μέρα του 1857, ήταν σε θέση να καταλάβει μονομιάς το θαύμα που ορθωνόταν μπροστά στα μάτια του.
Μια λευκή παρουσία υψωνόταν μπροστά του, πάνω στη βραχώδη σταθερή της βάση αγναντεύοντας τη θάλασσα. Οι κώνοι και οι μυτερές κορφές των βουνών να στέκονται στο βάθος, αντίκρυ αλλά όχι ενάντια στη δική της ιεροπρέπεια, και γύρω από όλα αυτά ο ορίζοντας να αιωρείται σ’ ένα μοναδικό τόξο. Ο κόσμος γινόταν απλός, έναρθρος και οικείος με την υπέρτατη αρμονία του ναού στο κέντρο του: ένας οργανισμός τόσο περίπλοκος στα μέρη του αλλά και τόσο γαλήνια ακέραιος στην ενέργειά του, όπως κάθε πλάσμα του σύμπαντος, αλλά ταυτόχρονα εντελώς αφηρημένος, εξίσου γεωμετρικός με τα καράβια του Μέλβιλ, ένα έργο του ανθρώπου. Αυτό ήταν “μορφή” όπως ο Μέλβιλ τη γνώριζε, “όχι όγκος ούτε πλούτος” αλλά η μοναδικότητα της ζωής. Και καθώς σκανάρισε με μάτι ναυτικού τον ορίζοντα της γης και των υδάτων αναγνώρισε εκεί το άμεσο παραπλήρωμα της μορφής, τον “τόπο”. Με κάποιο τρόπο μπόρεσε να συλλάβει την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στα δυο· ήξερε ότι αυτό ήταν ο “σεβασμός” και μάντεψε πως κάτι βαθύ και ουσιαστικό για την ανθρώπινη ζωή πάνω στη γη δοξάστηκε σ’ αυτό το μέρος.
Το διττό θέμα της “μορφής” και του “τόπου”, της ταύτισης του ανθρώπινου εγώ και του σεβασμού προς εκείνο που είναι έξω από αυτό το εγώ, να ενεργείς δηλαδή μόνος και ταυτόχρονα να κατοικείς μέσα στον κόσμο, είναι προβλήματα πολύ πιο πιεστικά σήμερα απ’ ό,τι στην εποχή του Μέλβιλ, της οποίας εμείς είμαστε οι διάδοχοι. Με αυτά τα ζητήματα καταγίνεται η ελληνική αρχιτεκτονική καθώς εναρμονίζει τα έργα του ανθρώπου και τα έργα της φύσης, τη φύση και την ανθρώπινη βούληση. Στην πραγματικότητα, οι ελληνικοί ναοί και τα ιερά τους εκφράζουν έννοιες που αγκαλιάζουν όλα τα μεγάλα ζητήματα της ζωής όπως κατέληξε να τα γνωρίζει ο δυτικός κόσμος, από τη στιγμή που ήταν το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας να συλλάβει κανείς το σύνολο της πραγματικότητας, όχι να υπερβεί, αλλά να καταλάβει τη φανερή αλήθεια των πραγμάτων. Διατυπώνουν τις βάσεις μιας θρησκευτικής στάσης όπου το θεϊκό όπως λέει ο Walter Otto “δεν είναι μια αιτιολόγηση της φυσικής πορείας του κόσμου ούτε μια διακοπή ή μια κατάργησή της: είναι αυτή καθαυτή η φυσική πορεία του κόσμου”. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι ελληνικοί ναοί και τα ιερά τους έδωσαν μορφή στις πιο ισορροπημένες και πλήρεις έννοιες που μπόρεσε να συλλάβει ο δυτικός πολιτισμός στην μετά την Αρχαία Ελλάδα πορεία του. Κατόρθωσαν να το κάνουν επειδή, παρόλο που διέθεταν πνευματική ανεξαρτησία, είχαν ενσωματώσει τις πανάρχαιες παραδόσεις πίστης που έφτασαν ως τις μερες τους από την παλαιολιθική εποχή. Γι’ αυτό στέκονται, μαζί με τον ελληνικό πολιτισμό που τους συνέλαβε, σε ένα κεντρικό σημείο της ανθρώπινης ιστορίας: σε μια στιγμή όπου το βαθύτερο παρελθόν, με όλες τις ενστικτώδεις του παρορμήσεις, τους τρόμους, τις χαρές και τα σεβάσματα, βρέθηκε για ένα διάστημα σε αρμονία με τις σκληρές προκλήσεις μιας καινούριας και απελευθερωμένης σκέψης — εκείνη τη στιγμή δηλαδή που το εγώ και τα αντικείμενα έξω από το εγώ ταυτοποιούνταν εξίσου σαν αντικειμενικές πραγματικότητες. Στην ακμή τους πάνω οι Έλληνες εναρμόνισαν και συμφιλίωσαν τα δυο αυτά άκρα αντίθετα, μια συμφιλίωση στο πνεύμα της Ησυχίας του Πίνδαρου: ευχαρίστηση, ευγένεια, σύνεση, δικαιοσύνη, γαλήνη. Αυτή η στιγμή ποτέ δεν μπορεί να ξαναρθεί, αλλά η διπλή σοφία που ενείχε άφησε ένα αιώνιο σημάδι με τους ναούς που τοποθέτησε πάνω στη γη, ” την καλοστεριωμένη γη, μάνα ολονών, αρχαιότερη από όλα τα υπαρκτά, μητέρα όλων των θεών, γυναίκα του έναστρου ουρανού” (Ομηρικοί ύμνοι). Συνεπώς με την ιερότητα της γης πρέπει, πρώτα απ΄όλα, να καταπιαστούμε.…»
Ήταν ένα ψήγμα από το βιβλίο The Earth, the Temple and the Gods, εν τάχει μεταγλωττισμένο από εμέ, τη στηλογράφο Λούλα, με εξαίρεση τους στίχους που μου χάρισε μεταφρασμένους ο ισόβιος φίλος. Ο Μέλβιλ τώρα βασιλεύει ολοζώντανος κάτω από τη γη — νυν υπό γαίης πάμψυχος ανάσσει. Ο Γιώργος Μπρουνιάς φτεροκοπάει στην Αθήνα από ομορφιά σε ομορφιά και για τον Vincent Scully (1920-) μαθαίνω ότι όποτε εμφανίζεται στο Yale για κάποια διάλεξη χαλάει ο κόσμος. Εμείς οι Έλληνες, περί ων ο λόγος στο κειμενο, μοιάζουμε να μην μπορούμε να ξεχωρίσουμε δυο γαϊδουριών άχερα. Εκτός κι αν τα καταφέρουμε τελικά…