Οι Σκύθες ήταν ένας νομαδικός λαός που εξουσίαζαν ένα αχανές βασίλειο στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, εκεί όπου σήμερα εκτείνεται η Ουκρανία και η Ρωσία. Σε αντίθεση με άλλους λαούς που δεν άφησαν ούτε ίχνος στην ιστορία, οι Σκύθες συνέχισαν να ασκούν γοητεία και τρόμο για πολλά χρόνια μετά την εξαφάνισή τους. Ο Ηρόδοτος αναφέρει στις Ιστορίες του ότι «ρήμαζαν όλη την Ασία. Όχι μόνο μάζευαν φόρους από όλους τους λαούς, αλλά έκαναν ακόμη επιδρομές και λεηλατούσαν ό,τι αυτοί είχαν». Ο Ναπολέοντας, όταν είδε τους Ρώσους να προτιμούν να καταστρέψουν την πρωτεύουσά τους παρά να του την παραδώσουν, είπε σε μία παροιμιώδη φράση: «Αυτοί είναι Σκύθες».
Οι Σκύθες ωστόσο δεν έμειναν στην ιστορία μόνο για τις βιαιοπραγίες τους. Αυτό που τους κάνει μοναδικούς είναι η τακτική που εφάρμοσαν απέναντι στους εχθρούς τους, τους Πέρσες, οι οποίοι με αρχηγό τον Δαρείο επιχείρησαν να τους υποδουλώσουν τον 6ο αιώνα π.Χ. Καθώς ο Δαρείος κατευθυνόταν προς την επικράτεια των Σκυθών, με την ελπίδα να συναντήσει τις στρατιωτικές τους μονάδες σε μία αποφασιστική μάχη, οι Σκύθες υποχωρούσαν όλο και περισσότερο προς το εσωτερικό της περιοχής την οποία ήλεγχαν. Ο Δαρείος ξαφνιάστηκε από αυτή την αλλόκοτη τακτική των Σκυθών και αποφάσισε να στείλει στον Βασιλιά τους, τον Ιδάνθυρσο, ένα μήνυμα: «Αν θεωρείς τον εαυτό σου ισχυρότερο, σήκω και πάλεψε, αν όχι, παραδώσου».
Ο εχθρός σου δε θα σε ψάξει στο γήπεδο σου. Θα σε περιμένει στο δικό του
Ο Ιδάνθυρσος απάντησε ότι, αφού ο λαός του δεν είχε ούτε πόλεις ούτε καλλιεργημένη γη για να καταστρέψουν οι Πέρσες, δεν υπήρχε κάτι για να υπερασπιστούν και επομένως δεν υπήρχε λόγος να δώσουν μία μάχη. Οι Σκύθες προχωρούσαν σε μικρής κλίμακας συμπλοκές ενάντια στις περσικές δυνάμεις, που έψαχνα τροφή, και στη συνέχεια υποχωρούσαν στην ενδοχώρα, πολεμική τακτική που εφάρμοσαν ξανά και ξανά. Σε κάθε επίθεση των Σκυθών, τα περσικά σώματα ιππικού κατέληγαν να βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση, ενώ ο κύριος όγκος στρατιωτικής δύναμης του Δαρείου γινόταν όλο και πιο αναποτελεσματικός και ευάλωτος, καθώς απομακρυνόταν από τη βάση του και η τροφοδοσία τροφίμων καθίστατο όλο και δυσκολότερη. Τελικά ο Δαρείος αποσύρθηκε από τη Σκυθία, ουσιαστικά νικημένος, χωρίς να του δοθεί στην πραγματικότητα η ευκαιρία να δώσει μία μάχη.
Το να σκοτώσεις τον εχθρό σου είναι εύκολο. Το να τον βρεις σε συνθήκες ευνοϊκές για σένα είναι το δυσκολότερο. Αυτός ο κανόνας δεν επαληθεύτηκε μόνο στην περίπτωση των Σκυθών. Το ίδιο συνέβη και στην Σικελική Εκστρατεία που έκαναν οι Αθηναίοι τον 5ο αιώνα π.Χ. Όπως μας εξιστορεί ο Θουκυδίδης, ο Αλκιβιάδης – ένας θανατηφόρα γοητευτικός λαϊκιστής της εποχής – έπεισε την τότε υπερδύναμη των Αθηνών να εκστρατεύσει στην Σικελία για να υποστηρίξει τους εκεί συμμάχους της. Οι δυνάμεις των Αθηνών ενεπλάκησαν σε μία όλο και πιο περίπλοκη σειρά συγκρούσεων, η οποία κατέληξε σε μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ήττες στην ιστορία της Αθηναϊκής Ηγεμονίας.
Την ίδια κατάληξη είχαν και οι πολεμικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ σε Βιετνάμ και Ιράκ, αλλά και η δική μας Μικρασιατική Εκστρατεία, το 1922, όταν οι ελληνικές δυνάμεις προχώρησαν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, πέρα από τη ζώνη κατοχής της Σμύρνης, με αποτέλεσμα την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και την άτακτη υποχώρηση του υπό διάλυση ελληνικού στρατού.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πώς η εμμονή για δόξα και φήμη μπορεί να οδηγήσει στις πιο αποτρόπαιες ήττες. Λες και η Νέμεσις – αυτή η θεότητα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας – τιμωρεί με τον πιο παραδειγματικό τρόπο τους ανθρώπους για την Ύβριν τους, στην οποία υποπίπτουν κάθε φορά που ξεπερνούν τα όρια και παραβιάζουν τους άγραφους αλλά παντοδύναμους θεϊκούς νόμους.
Η εικόνα του Δαρείου να προελαύνει με τον στρατό του σε μία εχθρική χώρα, προσπαθώντας να δώσει μία μάχη ενάντια σε έναν εχθρό που δεν εμφανίζεται, είναι τόσο ισχυρή που ξεπερνά τα όρια ενός απλού συμβολισμού.
Ο εχθρός σου δε θα σε ψάξει στο γήπεδο σου. Θα σε περιμένει στο δικό του. Μπορεί η παραπάνω πρόταση να ισχύει για την Ελλάδα, η οποία τους τελευταίους τέσσερις μήνες έχει εισέλθει σε ένα είδος «εμπόλεμης» κατάστασης με τους μνημονιακούς θεσμούς-εταίρους της, με στόχο την επίτευξη μίας καλύτερης συμφωνίας;
Η ιστορία μας δείχνει πως κάποιος κυριαρχεί με το να μην δίνει την κάθε πιθανή μάχη που βρίσκει στο δρόμο του.
Μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης, η Άνγκελα Μέρκελ δεν προχώρησε αμέσως σε κάποια συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά κράτησε στάση αναμονής μέχρι την πρώτη συνάντησή της με τον Έλληνα πρωθυπουργό. Η Γερμανίδα Καγκελάριος συμπεριφέρθηκε σαν Σκύθης. Όταν ο Σόιμπλε υποστήριξε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αποφασίσει από μόνη της για το αν θα παραμείνει στο ευρώ, πέταξε το γάντι στην ελληνική πλευρά για την πρώτη κίνηση στην σκακιέρα της διαπραγμάτευσης. Ακολούθησε την τακτική των Σκυθών. Όταν ο Ιταλός πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι, και ο Ιταλός Υπουργός Οικονομικών, Πιερ Κάρλο Παντοάν, δέχθηκαν τους Έλληνες ομολόγους τους, Αλέξη Τσίπρα και Γιάνη Βαρουφάκη, δείχνοντας την αισιοδοξία τους για την διαπραγμάτευση αλλά κρατώντας αποστάσεις από την Ελλάδα, συμπεριφέρθηκαν και οι δύο ως Σκύθες. Όταν η επικεφαλής του ΔΝΤ είπε ότι «θα πρέπει να ακούσουμε» τις προτάσεις της Ελλάδας, έκανε βήματα υποχώρησης, δίνοντας στην ελληνική πλευρά χώρο να προχωρήσει. Ακολούθησε δηλαδή την τακτική της «μη σύγκρουσης», σαν τους Σκύθες. Όταν ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, ήρθε στην Ελλάδα και έκανε θετικές δηλώσεις για τη νεοπαγή ελληνική κυβέρνηση, αρνείτο ουσιαστικά να μπει σε μία «μάχη». Ήταν και αυτός – όπως πολύ άλλοι ακόμη – Σκύθης.
Σκύθες και Ευρωπαίοι έκαναν το ίδιο πράγμα. Αρνήθηκαν να μπουν σε μάχη και περίμεναν μέχρι ο αντίπαλος να αποδυναμωθεί και να παραιτηθεί μόνος του.
Η ελληνική πλευρά αντίθετα ακολούθησε το παράδειγμα του Δαρείου και ξεκινήσει τον διαπραγματευτικό «πόλεμό» της. Όταν ο Γιάνης Βαρουφάκης αρνήθηκε – στην κοινή συνέντευξη τύπου με τον Γερούν Ντάισελμπλουμ – να συνεργαστεί με τη «σαθρά δομημένη» τρόικα, έθεσε σε κίνηση μία μακρά, σχεδόν πλέον τετράμηνη, «εκστρατεία» της ελληνικής κυβέρνησης, που ήταν αποφασισμένη να κρατήσει ψηλά τους τόνους της αντιπαράθεσης με τους εταίρους.
Η περίοδος της διαπραγμάτευσης έγινε μία πορεία σε άγνωστη χώρα. Για παράδειγμα, κανείς δεν ήξερε – ούτε ξέρει μέχρι την έκβαση της διαπραγμάτευσης – αν οι εταίροι ήταν διατεθειμένη να αφήσουν την Ελλάδα να φύγει από την Ευρωζώνη για να παραδειγματιστούν οι υπόλοιποι. Ακόμη, όπως ο Δαρείος, αδυνατούσαμε να στοχοποιήσουμε τον εχθρό. Η τρόικα ήταν «σαθρή», όμως η ελληνική πλευρά συνεργαζόταν με ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ, θεσμοί που αποτελούσαν την σαθρή τρόικα. Το σχέδιο για το πού πάμε ήταν συγκεχυμένο και γενικόλογο, με τους εταίρους να χτυπούν σαν τους Σκύθες με απόρριψη των ελληνικών προτάσεων και δηλώσεις περί GRexit και χρεοκοπίας.
Εκτός από την ελληνική κυβέρνηση, που σαν το περσικό ιππικό έψαχνε τροφή στην Ευρώπη, ο στρατός πίσω άρχισε να κουράζεται από τη διάρκεια του πολέμου. Η οικονομία άρχισε εκ νέου να στεγνώνει και να φλερτάρει με την ύφεση, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να βάλει χέρι σε ταμεία που ίσως δεν θα έπρεπε να αγγίξει, το δημόσιο στράγγιξε τα ταμεία για τις ληξηπρόθεσμες δόσεις των δανείων, οι πολίτες άρχιζαν να αναμένουν με περισσότερη ανυπομονησία την επίτευξη συμφωνίας για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Εκεί οφείλεται το γεγονός ότι, παρόλο που πολλοί στηρίζουν την κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις, ζητούν ταυτόχρονα να κλείσει η συμφωνία.
Η ιστορία μας δείχνει πως κάποιος κυριαρχεί με το να μην δίνει την κάθε πιθανή μάχη που βρίσκει στο δρόμο του. Ναι, αλλά τα μνημόνια κατέστρεψαν την ελληνική οικονομία και κοινωνία και η κυβέρνηση εκλέχθηκε για να διαπραγματευτεί, θα πει κάποιος. Πράγματι, αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το συναίσθημα, ακόμη και αν εδράζεται σε σωστή βάση (και αναγνωρίζουμε ότι εδράζεται σε σωστή βάση), μπορεί να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο εχθρό της ψύχραιμης ανάλυσης.
Αν η κυβέρνηση έχει πραγματικά όρεξη για μάχες, η φοροδιαφυγή, η διαφθορά και η αναξιοκρατία αποτελούν «πεδία μάχης» στο εσωτερικό της χώρας, στα οποία μπορεί να επιδείξει όλη την πολιτική της γενναιότητα
Η πολεμική τακτική των Σκυθών και η διαπραγμάτευση μεταξύ Ελλάδας και θεσμών παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες. Αλλά και μία βασική διαφορά: η διαπραγμάτευση δεν είναι πόλεμος. Αυτό αφήνει ανοικτό το σενάριο ενός συμβιβασμού μεταξύ των δύο πλευρών, εναλλακτική μάλλον αδιανόητη σε έναν πόλεμο. Όμως από τους Σκύθες μπορούμε να μάθουμε τρία πράγματα: το πρώτο είναι αυτό που μας διδάσκει η αρχαία ελληνική τραγωδία: όταν ξεπερνάς τα όριά σου, είναι σίγουρο ότι θα ταπεινωθείς. Το δεύτερο έχει να κάνει με τις μάχες που επιλέγεις να δώσεις στη ζωή: πριν αποφασίσεις να κάνεις έναν πόλεμο, πρέπει να ξέρεις ότι μπορείς να τον κερδίσεις. Το τρίτο είναι το πιο σημαντικό: αν η κυβέρνηση έχει πραγματικά όρεξη για μάχες, η φοροδιαφυγή, η διαφθορά και η αναξιοκρατία αποτελούν «πεδία μάχης» στο εσωτερικό της χώρας, στα οποία μπορεί να επιδείξει όλη την πολιτική της γενναιότητα.