Μια δεκαετία σχεδόν πριν από τη λήψη της φωτογραφίας, ο Joseph Beuys με την περφόρμανς Wie man dem toten Hasen die Bilder erklärt / How to Explain Pictures to a Dead Hare (1965) στη γκαλερί Schmela του Ντύσελντορφ σωματοποιεί βίωμα, μνήμη και συμβολισμούς μέσα από μια πράξη-δρώμενο, δημιουργώντας την αφετηρία μιας σύγχρονης αφήγησης στην τέχνη, συμμετέχοντας και ο ίδιος στο κίνημα Fluxus (που πάντρευε διαφορετικά είδη τέχνης με την καθημερινή ζωή).
Τα δύο κοριτσάκια της φωτογραφίας είναι αδελφάκια και κόρες ελλήνων μεταναστών. Η Έφη αριστερά με τον Πεπίτο, το κουνέλι (Hare, Hasen) και η Σιμέλα στα δεξιά με τη γλώσσα έξω και ένα σπασμένο μέτρο για κεραίες. Είναι καλοκαίρι και οι δύο κόρες ξανασμίγουν στο σπίτι της Breitestrasse, στο Neuss (Νόις) όμορη πόλη του Ντύσελντορφ (και ορμητήριο του Μπόις) μετά από τον αναγκαστικό χωρισμό τους μέχρι τα πρώτα χρόνια του δημοτικού. Οι γονείς τους, σαν μια σχεδόν πάγια τακτική της εποχής κρατάν το ένα παιδί κοντά τους και το άλλο το στέλνουν στο-χωριό-με-τη-γιαγιά κάπου στη βόρεια Ελλάδα, προς τη πλευρά της Αν. Μακεδονίας – Θράκης.
Το 1960 υπογράφεται η ελληνογερμανική συμφωνία «Περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών στη Γερμανία» και ένα εκατομμύριο περίπου άνθρωποι απλώνονται στην τότε δυτική (ομοσπονδιακή) Γερμανία. Ο μεγαλύτερος όγκος των Gastarbeiter (φιλοξενούμενος εργάτης) πρόερχεται από Ήπειρο μέχρι Έβρο και διοχετεύεται κυρίως προς τις περιοχές Ρηνανίας-Βεστφαλίας και Βαυαρίας. Παρ’ όλη την «επισημότητα» της συμφωνίας μεταξύ των χωρών (συμπεριλαμβανομένων Τουρκίας, Ισπανίας, Πορτογαλίας και Γιουγκοσλαβίας), οι γερμανικές αρχές ούτε δεσμεύονται ούτε παραδέχονται πως αποτελούν χώρα υποδοχής μεταναστών. Ως εκ τούτου όλοι σχεδόν οι αλλοδαποί βιομηχανικοί εργάτες στερούνται πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Αν προσθέσουμε ότι οι περισσότεροι μετανάστες βρίσκονται στην πιο παραγωγική τους ηλικία με συνέπεια την αποψίλωση του δυναμικού της χώρας μας που σε συνδυασμό με την προσφυγική (συνήθως ποντιακή) καταγωγή, θα βρεθούμε τότε μπροστά σε ένα θλιβερό κοκτέιλ ερήμωσης, εγκατάλειψης και αισθήματος απώλειας. Στοιβαγμένοι «εφτά νομά σ’ ένα δωμά» [οι κατοπινοί «λαζοντόιτς», εκ του Λαζός, δηλ. Ελληνοπόντιος και Deutsch, (λανθασμένα κατά μια άποψη η ταύτιση Λαζών-Ποντίων)] σε μικροσκοπικά διαμερίσματα και δημοτικές κατοικίες προσπαθούν «τη μοίρα μας να κτίσουμε».
Τα μη σωματικά τραύματα μόνο η τέχνη μπορεί να τα διαχειριστεί (με τους εκπρόσωπους της, ήτοι Μίκης Θεοδωράκης σε στίχους του Φώντα Λάδη με τα Γράμματα από τη Γερμανία, ο Άκης Πάνου με το Στο Σταθμό του Μονάχου και τον Στράτο Διονυσίου, Μια Βραδιά στο Λεβερκούζεν λίγο έξω από το Σταθμό με τον Νταλάρα κ.ά.), μέσα σε σύννεφα καπνού τσιγάρων Χαμπέ (HB), πάνω από μπομπινόφωνα Grundig, καθισμένοι σε φλοκάτες και πίνοντας βερμούτ ή ούζο με καμιά ελιά. Ο ουρανός είναι βαρύς, μολυβένιος, για την ακρίβεια όλα «ανθρακίζουν» στο βιομηχανικό τοπίο της Henkel (τι ειρωνεία: εταιρεία παραγωγής καθαριστικών μόλυνε σε αδιανόητο βαθμό το Ρήνο επί σειρά ετών), της Bayer, της Bosch, της Volkswagen. Ως άλλα, ποικίλα φέουδα, τα Εργοστάσια-Κάστρα των Βιομηχάνων-Βασιλιάδων, οι σειρήνες της μεταπολεμικής Γερμανίας καταβροχθίζουν τις καρδιές των αγροτόπαιδων, των λαϊκών παιδιών, τους αφαιρεί κάθε δυνατότητα προσδιορισμού Ταυτότητας, ενός Είναι με επιθυμίες, προσδοκίες και όνειρα. Βουλιάζουν σε μια – πολλές φορές λούμπεν – κοινωνική χωροταξία ανάμεσα σε ελληνικά καφενεία παίζοντας μπαρμπούτι, ή διοργανώνοντας χοροεσπερίδες ντυμένοι ευζωνάκια και μαύρες βράκες χορεύοντας τσάμικα, κότσαρι και πυρίχιο. Μετέωροι, χαμένοι στο Transit Gate της ζωής, βούλιαξαν στα στερεότυπα της Ελληνικότητας και μείναν σιδηροδέσμιοι σε εκπληκτκής μηχανουργίας γερμανικές τανάλιες. Κατά βάθος πρόκειται για υπόθεση προδοσίας (για μια φορά ακόμη). Παρ’ όλα αυτά, την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών (1967-1974), το προοδευτικό υπόβαθρο των μεταναστών-προσφύγων ξυπνά και συναντιέται με Γερμανούς δημοκράτες, με το SPD, με τη Deutsche Welle.
Το ελληνικό στοιχείο, διαμαρτύρεται, οργανώνεται, ανεβαίνει επίπεδο και το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα – ΠΑΚ Γερμανίας [με τον Κ. Σημίτη, Ακη Τσοχατζόπουλο(!) στις τάξεις του], συγκροτούν με τον ιδρυτή του Ανδρέα Παπανδρεόυ εκ Στοκχόλμης (το 1968) τον πρόδρομο ουσιαστικά του ΠΑΣΟΚ. Αυτό γίνεται πραγματικότητα με τη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη στα 1974 οπότε η Απελευθέρωση προκύπτει από το Σοσιαλισμό (υπενθυμίζουμε ότι το αντίθετό του δεν είναι άλλο από τη βαρβαρότητα). Για σήμα επιλέγεται ο Πράσινος Ήλιος (χρήση 1974-2012), πιστό αντίγραφο του λογοτύπου μιας γερμανικής εταιρίας μπαταριών βαρέου βιομηχανικού και στρατιωτικού τύπου, της αιωνόβιας Sonnenschein (σε χρήση ακόμα και σήμερα).
Η Έφη εγκαταλείπει μια θέση οδοτεχνίτη, παντρεύεται τον νεαρό (επίσης υιού ελλήνων μεταναστών) ιδιοκτήτη του Akropolis Restaurant και μιας μαύρης Μερτσέντες, εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη οικογενειακώς (περισσότερο από εσωτερική ορμή του συζύγου, παρά από κάποια επαγγελματική προοπτική) πριν δεκαπέντε χρόνια. Αρχικά αντιπροσωπεύοντας ανοξείδωτη γερμανική οικοσκευή, μετά υαλικά, στη συνέχεια ανοίγει με συνέταιρο έναν έλληνα μετανάστη του Καναδά κάποιο dvd club, αλλά στο τέλος τίποτα δεν μακροημερεύει. Οι συνταξιούχοι γονείς του (και μπατζανάκη μου – sic) μετoικίζουν λίγο έξω από τον Αλμυρό Μαγνησίας «να χαρούν τη σύνταξη», πολύ σύντομα αρρωσταίνει η μητέρα του και τη χάνει, ο πατέρας παθαίνει καρκίνο, τον κρατάνε για λίγο στο σπίτι τους στη Θεσσαλονίκη, τελικά σβήνει κι αυτός. Εκείνος ο νεαρός ιδιοκτήτης λοιπόν εδώ και έναν χρόνο είναι ξανά πίσω στο Krefeld (γενέτειρα του Μπόις) βρίσκοντας διέξοδο αναλαμβάνοντας ένα «εστιατόριο» με τον dj αδερφό του. Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε η Έφη και η μία τους κόρη (η μεγάλη πέρασε στο ΑΠΘ) εγκαταστάθηκαν στο νέο διαμέρισμα, 5 λεπτά από τη μπιραρία.
Η Σιμέλα δίνει εξετάσεις αρχές του ’90 και πετυχαίνει να περάσει με την ποσόστωση που παρείχε η «Αλλαγή» στην Τριτοβάθμια για τα παιδιά των μεταναστών στο ΜΜΕ της Παντείου, φαντασιώνοντας τη «μεγάλη απόδραση» από τη Γερμανία. Παντρευόμαστε το 2002 (η Σ. δεν διέθετε καλά-καλά αστυνομική ταυτότητα, για γερμανική ούτε λόγος), το 2003 επιστρέφουν οι γονείς της στην Καβάλα και φέτος το καλοκαίρι έπεσε αυτή η φωτογραφία που τράβηξε η μητέρα τους (και πεθερά μου) στην αυλή-ακάλυπτο του σπιτιού τους στο Νόις, με μια μικρή κόμπακτ πλαστική φωτογραφική μηχανή «κασέτας» και μικροσκοπικού τετράγωνου καρέ.
Η μικρή οξειδωμένη φωτογραφία αποκαταστάθηκε κατά το δυνατόν, μου φάνηκε σαν ένα ταμπλό βιβάν της ανυπέρβλητης δύναμης της παιδικής ψυχής. Στο σπίτι μας μετά από τα πέντε πρώτα χρόνια συζυγικού βίου βάλαμε ένα κουνελάκι στιφάδο στο φούρνο, το φάντασμα του Πεπίτο που κατέληξε στο πιάτο κάποιου γερμανού ράφτη, συνάντησε εκείνο του Μπόις στον ουρανό του Ντύσελντορφ και έκτοτε δεν πλανάται πάνω από το τραπέζι μας.
ΥΓ 1. Η παραπάνω φωτογραφία – μέρος ενός πρότζεκτ με τίτλο Common People – από την popaganda.gr παρουσιάστικε το 2013 μαζί με άλλων ανώνυμων πρωταγωνιστών της καθημερινότητας στις βιτρίνες του Hondos Center στην Ομόνοια, θέλοντας να υπενθυμίσει ότι όλοι μας έχουμε έναν ρόλο (έστω και μικρό ενίοτε) στο θέατρο της Ιστορίας.
ΥΓ 2. Σύνολο λέξεων: κάτι παραπάνω από χίλιες (1069).
Στοιχεία αντλήθηκαν: για τον Joseph_Beuys, το έργο του How to Explain Pictures to a Dead Hare, την Καθημερινή, Το Βήμα, ΠΑΚ/ΠΑΣΟΚ λογότυπο, για την ομογένεια και τους Λαζούς