Δεν μας εξέπληξε. Τι; Το ότι η Ελλάδα κατάφερε στον Δείκτη Ισότητας Φύλων Ευρωπαϊκής Ένωσης να πιάσει μόλις 51.2 πόντους, σκορ που την κατατάσσει πανηγυρικά τελευταία μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ. Γιατί δεν μας εξέπληξε; Γιατί εδώ ζούμε και ξέρουμε τι μας συμβαίνει. Όμως έχει σημασία να δούμε αναλυτικά τι σημαίνει αυτό και πώς επιβεβαιώνει ότι η ελληνική κοινωνία αλλά και το ελληνικό κράτος ζητάει από τις γυναίκες να είναι πανταχού παρούσες χωρίς να τις στηρίζει έμπρακτα. Δεν είμαστε εδώ μόνο για να δίνουμε αλλά και για να παίρνουμε, με διεκδικήσεις, ό,τι μας ανήκει.
Λίγα λόγια για τον Δείκτη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο πριν στραφούμε εντός των συνόρων. Ο Δείκτης δημοσιεύεται κάθε χρόνο από το 2005, και το ποσοστό κάθε χώρας προκύπτει από το σκορ της στους εξής τομείς: Εξουσία (δηλαδή συμμετοχή γυναικών στα κέντρα λήψεις αποφάσεων), Υγεία, Εργασία, Χρήματα, Μάθηση, Χρόνος (δηλαδή καταμερισμός χρόνου ανάμεσα σε φροντίδα οικογένειας/οικιακές εργασίες και κοινωνικές δραστηριότητες). Ο Δείκτης για την Βία δε συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό του Γενικού Δείκτη.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το σκορ ισότητας φτάνει στο 67,4. Αν σκεφτούμε ότι το 2005 ο πρώτος Δείκτης σκόραρε 62, έχουμε δηλαδή αύξηση μόλις 5,4 πόντους, η ΕΕ μέσα σε σχεδόν μια δεκαπενταετία προχωρά με ρυθμούς χελώνας σε θέματα ισότητας.
Τι γίνεται στην Ελλάδα και κατάφερε να είναι πρώτη από το τέλος; Το υψηλότερο σκορ μας το πετυχαίνουμε στην Υγεία με 83,5 πόντους. Το χαμηλότερο μας το πετυχαίνουμε στην Εξουσία. Πιο συγκεκριμένα: Στο υπουργικό συμβούλιο διαθέτουμε μόνο πέντε γυναίκες και αυτό μεταφράζεται σε ένα ποσοστό συμμετοχής μόλις 17,2%. Στη Βουλή διαθέτουμε 63 βουλευτίνες, ποσοστό συμμετοχής 18,4%. Στην τοπική αυτοδιοίκηση το ποσοστό φτάνει το 20, 9%. Τραγικά τα ποσοστά στην πολιτική, φανταστείτε να μην είχε ψηφιστεί και η ποσόστωση για συμμετοχή των γυναικών στα ψηφοδέλτια σε ποσοστό τουλάχιστον 40%. Βέβαια, σε συνέντευξη του στο BBC ο πρωθυπουργός ερωτηθείς για ποιο λόγο μόλις πέντε γυναίκες συμμετέχουν σε ένα υπουργικό συμβούλιο 51 ατόμων βρήκε ως πιο αρμόζουσα απάντηση το «Δυστυχώς δεν υπάρχουν τόσες γυναίκες που θα ενδιαφέρονταν να ασχοληθούν με την πολιτική» διαιωνίζοντας στερεότυπα προηγούμενων δεκαετιών. Αν και θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε κυρίως το γιατί οι γυναίκες είναι διστακτικές να αναλάβουν θέσεις εξουσίας και κατά πόσο το κράτος της στηρίζει ώστε να βρεθούν σε αυτές. Αυτό όμως είναι το κομμάτι του Χρόνου, που θα μας απασχολήσει λίγο παρακάτω. Όσον αφορά τα ποσοστά των γυναικών σε διοικητικά και εποπτικά συμβούλια στον ιδιωτικό τομέα εκεί το ποσοστό είναι ακόμη χαμηλότερο, μόνο 9,7%.
Πώς όλο αυτό συνδέεται με τον Χρόνο δηλαδή τον καταμερισμό χρόνου ανάμεσα σε φροντίδα οικογένειας/οικιακές εργασίες και κοινωνικές δραστηριότητες; Εκεί το σκορ της Ελλάδας είναι το δεύτερο χαμηλότερο σε σχέση με τους υπόλοιπους τομείς, και συγκεκριμένα 44.7 ενώ το αντίστοιχο σκορ της Σουηδίας είναι 90.1. Ναι, τέτοια χαώδης διαφορά. Σε νούμερα τι σημαίνει αυτό το 44.7; Το ποσοστών των Ελληνίδων που ασχολούνται καθημερινά με την φροντίδα των παιδιών τους ή των εγγονιών τους, ή ηλικιωμένων ή ΑμΕΑ είναι 38,2% ενώ το αντίστοιχο των ανδρών είναι 20, 2%. Πάμε να δούμε πώς καταμερίζεται το νοικοκυριό και το μαγείρεμα σε καθημερινή βάση σε ένα ελληνικό σπίτι: 85,3% των γυναικών ασχολούνται με αυτά και μόλις το 16% των ανδρών, αντίστοιχα ποσοστά στην Σουηδία; 73, 6% και 56,1%.
Τι μας λέει ξεκάθαρα αυτό; Ότι στη χώρα μας το ανατολίτικο κατάλοιπο «η γυναίκα σπίτι μεγαλώνει παιδιά, φροντίζει τους παππούδες, μαγειρεύει για να φάει η οικογένεια» καλά κρατάει σαν νοοτροπία. Κρατάει μολονότι οι γυναίκες εργάζονται, παρότι συνεισφέρουν ισότιμα στα έσοδα όπως φανερώνεται από το μέσο ισοδύναμο καθαρό εισόδημα (10420 για τις γυναίκες, 10657 για τους άνδρες). Όταν σε έχουν πείσει ότι ο χρόνος σου δεν είναι δικός σου αλλά είναι χρόνος που οφείλεις να αφιερώσεις στους άλλους, όταν ακόμη η ανδρική συνεισφορά στις εργασίες του σπιτιού χαρακτηρίζεται ως «βοήθεια» προς τις γυναίκες, όταν η σύζυγος του πρωθυπουργού εν έτει 2019 βάζει ως προτεραιότητα να φωτογραφηθεί ανοίγοντας φύλλο για πίτα τότε ξέρεις γιατί πρέπει να αγωνιστείς πολλαπλάσια από έναν άνδρα για να καταλάβεις θέση εξουσίας και να μην εγκαταλείψεις με τσαλακωμένο το ηθικό.
Επιπροσθέτως, η Ελλάδα έχει την 6η χαμηλότερη θέση στην Ευρώπη στη δια βίου εκπαίδευση, με σχεδόν μηδενική απόκλιση ανάμεσα στα δύο φύλα δηλαδή 4,4% των γυναικών και 4,7% των ανδρών συνεχίζουν την μετεκπαίδευση και την κατάρτιση τους. Όμως, ένα άλλο στοιχείο έχει ενδιαφέρον που φανερώνει τη διαφορά που υπάρχει στα δύο φύλα. Οι οικογενειακές υποχρεώσεις εμποδίζουν τη δια βίου μάθηση στο 53% των γυναικών και μόλις στο 37, 2% των ανδρών. Και πάλι η νοοτροπία «τι θες παραπάνω σπουδές; Πού θα φτάσεις πια, έχεις παιδιά να φροντίσεις» σε όλο της το μεγαλείο.
Και ενώ κοινωνικά απαιτούμε ακόμη από τη γυναίκα να φροντίζει αυτή την οικογένεια ταυτόχρονα θεσμικά και νομικά δεν κατοχυρώνουμε κανένα πλαίσιο διευκόλυνσης. Ενώ προφανώς η μορφή της οικογένειας αλλάζει (την περίοδο 2006-2016 οι μονογονεϊκές οικογένειες στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά σχεδόν 4% σύμφωνα με την Eurostat) μόνο το 14,4% των γυναικών έχουν τη δυνατότητα να πάρουν 2ωρη άδεια από την εργασία τους για να φροντίσουν κάποιο οικογενειακό τους θέμα, μικρότερο ποσοστό από αυτό τον ανδρών (16,1%).
Παρά όλα τα παραπάνω, νούμερα που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης, στην Ελλάδα το θέμα μας είναι ακόμη οι «κακές φεμινίστριες», «έλα βρε κορίτσια, τι χρειάζεται ο φεμινισμός το 2019», «μα δεν είμαστε πια όπως το ‘50», «τι θες και ασχολείσαι με τα συνδικαλιστικά, γύρνα σπίτι κλαίει ο μικρός». Στην Ελλάδα δυστυχώς ο φεμινισμός δεν απέκτησε ποτέ μαζικότητα ως κίνημα, ούτε ιδιαίτερη ένταση. Οι γυναίκες που διεκδικούν ισότητα αντιμετωπίζονταν και εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται από το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ως αργόσχολες, εχθρικές στην οικογένεια παρότι διεκδικούν τρόπους ώστε να στηριχθεί αυτή σε κάθε της νέα μορφή, μέχρι και «αγάμητες».
Μια προσεκτική ματιά στον Δείκτη είναι αρκετή να πείσει κάθε άνθρωπο που τον ενδιαφέρει η ισότητα των φύλων ό,τι στην Ελλάδα έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας: τόσο στην αλλαγή νοοτροπίας όσο και στην έμπρακτη στήριξη των γυναικών από το κράτος.