Η προηγούμενη εβδομάδα ξεκίνησε με ένα νέο επικοινωνιακό ρεκόρ. Το πέτυχε ο Γιάνης Βαρουφάκης διαψεύδοντας, μέσα σε λιγότερες από δύο ώρες, τις δηλώσεις του περί φορολόγησης των μέσω ΑΤΜ τραπεζικών συναλλαγών. Έγινε έτσι φανερό ότι, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, η απόσταση που μας χώριζε ακόμα από την επίτευξη της πολυαναμενόμενης συμφωνίας με τους δανειστές μας παρέμενε τόσο μεγάλη όσο αυτή που χρειάζονταν η κυβέρνηση να διανύσει για να συναντηθεί με την πραγματικότητα.
Παραταύτα, εικοσιτέσσερις ώρες αργότερα (Τετάρτη 25 Μαΐου), ο Πρωθυπουργός θα επανεμφανιζόταν ανακοινώνοντας ότι η συμφωνία με τους δανειστές όχι μόνον επίκειτο, αλλά είχε, μάλιστα, αρχίσει ήδη να γράφεται.
Το ίδιο βράδυ, διεθνής τύπος και ευρωπαίοι αξιωματούχοι δεν έχαναν την ευκαιρία να εκφράσουν σκοπτικά την έκπληξή τους για την «ελληνική αισιοδοξία».
Πώς αυτή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί;
Την απάντηση θα έδινε, την επόμενη ημέρα, η «ΑΥΓΗ». Κυκλοφόρησε με τίτλο: «Στην πολιτική η τελευταία λέξη», εκφράζοντας για πολλοστή φορά τις ελπίδες του κυβερνώντος κόμματος για μια πολιτική «κάθαρση» του εθνικού χρηματοδοτικού δράματος.
Έπρεπε, όμως, να περιμένουμε το Κυριακάτικο φύλλο της έγκριτης γαλλικής «MONDE» για να καταλάβουμε τι, πέραν των ευσεβών πόθων, ήθελε να πει ο ποιητής. Στο άρθρο που ο Αλέξης Τσίπρας δημοσίευσε στις 31.05.2015 διακήρυττε urbi et orbi ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε εξαντλήσει την υποχωρητικότητά της και ότι στις εκλεγμένες ευρωπαϊκές ηγεσίες εναπόκειτο πλέον η ευθύνη για την επίτευξη της συμφωνίας που θα έβγαζε την ευρωζώνη από το διαπραγματευτικό αδιέξοδο, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ακεραιότητά της.
Επρόκειτο, προφανώς, για κορύφωση της προσπάθειας να διεθνοποιηθεί και πάλι το «ελληνικό ζήτημα». Την είχε αρχίσει ο Γιάνης Βαρουφάκης συγκεντρώνοντας πάνω του τα φώτα της διεθνούς δημοσιότητας με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Την επαναλάμβανε τώρα ο Αλέξης Τσίπρας αντιλαμβανόμενος, προφανώς, ότι η χώρα ξέμενε από κρίσιμα διεθνή ερείσματα.
Μπορεί οι Αμερικανοί να συνέχιζαν παρέχοντας την παρασκηνιακή, και όχι μόνο, στήριξή τους. Όμως, ούτε το ΔΝΤ συναινούσε στην περιγραφή της προαπαιτούμενης για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα πέμπτης τεχνικής αξιολόγησης, ούτε οι «ευρωπαϊκοί θεσμοί» εμφανίζονταν πρόθυμοι να παρακάμψουν τις τεχνοκρατικές διαδικασίες και να αγνοήσουν τη σπουδαιότητα των νέων δημοσιονομικών κενών που θα συνεπάγονταν η αποδοχή των ατελών κυβερνητικών προτάσεων.
Άλλωστε, και η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη είχε πάψει προ πολλού να περιβάλει με συμπάθεια το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δημοσιευόμενες δημοσκοπήσεις δεν άφηναν πλέον αμφιβολία ότι η πλειοψηφία της είχε κουρασθεί από την ελληνική παρελκυστική τακτική και είχε αρχίσει να πείθεται ότι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη δεν ήταν η χειρότερη λύση.
Το ερώτημα δεν ήταν αν με το άρθρό του ο Αλέξης Τσίπρας θα κατάφερνε να μεταστρέψει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, αλλά εάν η έκκλησή του για μία πολιτική λύση του προβλήματος θα έβρισκε απήχηση στους κύκλους που λαμβάνουν τις στρατηγικές αποφάσεις.
Διατεινόμενος ότι μία τέτοια λύση θα αποτελούσε μέρος των σχεδίων όσων εντός της ευρωζώνης απεργάζονται το διαχωρισμό της σε κράτη διαφορετικών νομισματικών ταχυτήτων υπό αμφίβολης δημοκρατικότητας κοινή ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, ο Αλέξης Τσίπρας προσπάθησε να εξηγήσει ότι το ελληνικό πρόβλημα δε δημιουργείται επειδή η κυβέρνηση δεν είχε επεξεργασθεί οικονομοτεχνικά βιώσιμες εναλλακτικές προτάσεις, αλλά επειδή η επίλυσή του εξαρτάται από την έκβαση της σύγκρουσης μεταξύ δύο διαφορετικών στρατηγικών για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Κρίνοντας από τα σχόλια των αναγνωστών της «MONDE», o κόπος του δεν πήγε εντελώς χαμένος.
Το ερώτημα, ωστόσο, δεν ήταν αν με το άρθρό του ο Αλέξης Τσίπρας θα κατάφερνε να μεταστρέψει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, αλλά εάν η έκκλησή του για μία πολιτική λύση του προβλήματος θα έβρισκε απήχηση στους κύκλους που λαμβάνουν τις στρατηγικές αποφάσεις.
Συνιστούσε, άραγε, ένα απονενοημένο διάβημα πριν την τελική αναδίπλωση της κυβέρνησής του ή μία επιθετική προειδοποίηση ότι θα υπερασπισθεί μέχρι τέλους αμετακίνητος τις κόκκινες γραμμές γύρω από τις οποίες συσπειρώνεται η σημερινή εύθραυστη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των συγκυβερνώντων κομμάτων;
Με άλλα λόγια, ήθελε απλώς να τηρήσει τα προσχήματα της «σκληρής πολιτικής διαπραγμάτευσης» ή να μεταθέσει στις εκλεγμένες ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις ευθύνες για το επαπειλούμενο ναυάγιο των διαπραγματεύσεων;
Η άμεση σύγκλιση της πενταμερούς συνάντησης στο Βερολίνο (Μέρκελ, Ολάντ, Γιούνκερ, Λαγκάρντ, Ντράγκι) το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, φάνηκε προς στιγμή να δικαιώνει τον Τσίπρα προοιωνιζόμενη πολιτικές αποφάσεις που θα έκαναν ευκολότερη τη ζωή της κυβέρνησής του.
παρά την ευνοϊκή συγκυρία, το ρίσκο που είχε πάρει ο Τσίπρας πετώντας το γάντι για μια πολιτική λύση καθ´ υπέρβαση των προσυμφωνημένων κανόνων δανειοδότησης, ήταν μεγαλύτερο από αυτό που θα μπορούσαν να αναλάβουν ελαφρά τη καρδία από την πλευρά τους οι διεθνείς πιστωτές
Η συγκυρία δεν ήταν άσχημη. Με τα δημόσια ταμεία της χώρας άδεια, η απειλή της πτώχευσης είχε γίνει πραγματική. Με τη χρηματοδοτική ασφυξία να στενεύει τα περιθώρια των ένθεν κακείθεν ελιγμών, ο κίνδυνος ενός ατυχήματος είχε γίνει πολύ περισσότερο πιθανός. Με τα αποτελέσματα των ισπανικών τοπικών εκλογών να εντείνουν τις πιέσεις για χαλάρωση των πολιτικών της λιτότητας, η ελληνική επιχειρηματολογία περί την ανάγκη να μη ληφθούν περαιτέρω «υφεσιακά μέτρα» θα μπορούσε να γίνει πιο αποδεκτή. Με την προγραμματισμένη, για το μεθαυριανό Σαββατοκύριακο, Σύνοδο των G7 να κινδυνεύει να εξελιχθεί σε αμερικανοευρωπαϊκή αντιπαράθεση για την Ελλάδα, καμιά από τις ηγεσίες του σκληρού πυρήνα της Ένωσης δε θα ήθελε να βρεθεί απολογούμενη για τη συμβολή της στη διαιώνιση ενός αδιεξόδου με διεθνείς αρνητικές οικονομικές και γεωπολιτικές συνέπειες.
Πλην, όμως, αποδείχτηκε ότι, παρά την ευνοϊκή συγκυρία, το ρίσκο που είχε πάρει ο Τσίπρας πετώντας το γάντι για μια πολιτική λύση καθ´ υπέρβαση των προσυμφωνημένων κανόνων δανειοδότησης, ήταν μεγαλύτερο από αυτό που θα μπορούσαν να αναλάβουν ελαφρά τη καρδία από την πλευρά τους οι διεθνείς πιστωτές επιτρέποντας σε μια νεο-αριστερή και όχι ιδιαίτερα συνεκτική κυβέρνηση να πειραματισθεί με τις δυνατότητες που έχει μία μικρή, αλλά και πολύ προβληματική, εθνική οικονομία να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή της τιμώντας ταυτόχρονα τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Πολύ δε περισσότερο, που μια τέτοια «ευελιξία» θα άνοιγε ακόμα περισσότερο την όρεξη των ευρωπαϊκών κινημάτων που εναντιώνονται μαζικά στην κρατούσα ευρωπαϊκή «οικονομική ορθοδοξία».
Από την πενταμερή συνάντηση του Βερολίνου το μεν ΔΝΤ φαίνεται ότι έφυγε αρνούμενο να βάλει νερό στις μεταρρυθμιστικές απαιτήσεις του, από τη στιγμή που η ευρωπαϊκή πλευρά δεν δέχονταν να κάνει τώρα τη συζήτηση για το κούρεμα του ελληνικού δημόσιου χρέους, οι δε ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες του γαλλογερμανικού άξονα κάθε άλλο παρά φάνηκαν διατεθειμένοι να συμμερισθούν τις απόψεις του Τσίπρα εναντίον των «σκληροπυρηνικών διχαστών» της ευρωζώνης. Γι’ αυτό και, περισσότερο ενωμένοι από προηγούμενες φορές, αποφάσισαν να μην κάνουν στον Τσίπρα το χατίρι της συνομολόγησης μιας πιο εύπεπτης από το κόμμά του συμφωνίας.
Ακόμα χειρότερα, η προσπάθεια του έλληνα πρωθυπουργού να κάμψει τις αντιστάσεις τους του στοίχησε μερικούς ακόμα από τους φίλιους θεσμικούς παράγοντες που είχαν επενδύσει επάνω του την προσδοκία της ανάδειξής του σε ανανεωτή του απαξιωμένου ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ. Την επομένη της πενταμερούς συνάντησης στο Βερολίνο άδραξε την ευκαιρία να τοποθετηθεί δημοσίως λέγοντας: «Η Ευρώπη κάνει ήδη πολλά για να κρατήσει την Ελλάδα στο ευρώ. Δεν μπορούμε, όμως, να κάνουμε τα πάντα ενόψει της απροθυμίας και της ανικανότητας των ελληνικών κυβερνήσεων να μεταρρυθμίσουν τη χώρα τους. Δεν μπορεί να πληρώνει στο τέλος το λογαριασμό ο γερμανός φορολογούμενος». Και πρόσθετε: «Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει τώρα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Είναι επιτακτικό να μην περάσει στην Ευρώπη το μήνυμα ότι αρκεί να ψηφίζεις ριζοσπάστες δημαγωγούς για να πάρεις από την Ευρώπη ό,τι θέλεις».
Κατόπιν αυτών, ποιος θα μπορούσε να περιμένει ότι η χθεσινοβραδινή δραματοποιημένη συνάντηση Τσίπρα–Γιούνκερ–Ντάισελμπλουμ στις Βρυξέλες θα είχε μια διαφορετική κατάληξη απ’ αυτή που είχε;
Ίσως μόνο αυτοί που ξεχνούν ότι το πραγματικό ερώτημα δεν ήταν ποτέ «αν η πολιτική θα πει την τελευταία λέξη». Ήταν πάντα «ποια πολιτική έχει κάθε φορά τις προϋποθέσεις να πει την τελευταία λέξη».
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής