Περικλής Κοροβέσης, πιο νέος από νέους, πιο αριστερός από αριστερούς, δεν συμβιβάστηκε ποτέ

Τον έμαθα μέσα από το Tango Bar του, όντας στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ, αν και κανονικά θα έπρεπε να τον έχω γνωρίσει μέσα από τους συγκλονιστικούς Ανθρωποφύλακες που κατέθεσαν στη διεθνή κοινότητα, από το Συμβούλιο της Ευρώπης ως την Διεθνή Αμνηστία, το αληθινό, εφιαλτικό πρόσωπο της χούντας. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, αλλά όπως και να έχει, ήμουν πολύ τυχερή καθώς, σύντομα, τον συνάντησα για μια συνέντευξη – είναι αυτές οι φωτεινές στιγμές που σου χαρίζει η δημοσιογραφία. Κι έχω την αμυδρή ανάμνηση ότι η πρώτη αυτή συνάντηση ήταν στο περίφημο Dada των Εξαρχείων, στέκι πολλών της γενιάς του.

Μεγάλο σχολείο ο Περικλής Κοροβέσης, ποτέ δεν διεκδίκησε τη θέση του δάσκαλου. Μιλούσε πάντα ως ίσος προς ίσο, δεν ‘πα να ήσουνα παιδάκι που λέει ο λόγος, ήθελε να του μιλάς στον ενικό, να τον λες Περικλή. Είχε να διηγηθεί πολλά, με αυτή την αργή, βαθιά φωνή του, ο λόγος του πάντα μια περιπέτεια ολόκληρη, ένα τσιγάρο κι ένα ουισκάκι στο χέρι, απλός και τόσο οικείος.

Έζησε όπως στα έργα του, η πραγματικότητά του μπερδευόταν με την φαντασία του, τού άρεσε αυτό, τα μπαρ ήταν τα σπίτια του, οι κουβέντες με τους φίλους του ώρες ατέλειωτες και αγαπημένες. Ήξερε ξεκάθαρα τι ήθελε από αυτόν τον κόσμο, τον είχε ζήσει στο μεδούλι του, τον είχε ταξιδέψει, τον είχε διαβάσει, τον είχε χορτάσει με τον καλύτερο ή τον χειρότερο τρόπο, κι εξακολουθούσε να τον ζει, μέχρι την τελευταία στιγμή, λεπτό το λεπτό.

Οι σκέψεις του και οι ιδέες του δεν έκαναν ποτέ πίσω, ίσα ίσα εξελίσσονταν και εκτοξεύονταν κι άλλο όσο περνούσε ο χρόνος. Πιο νέος από νέους, πιο αριστερός από αριστερούς, δεν συμβιβάστηκε ποτέ με εξουσίες και καρέκλες, κάθισε σε αυτές μόνο και μόνο γιατί πίστευε στην κοινωνία και στον άνθρωπο. Για τίποτα άλλο. Και τις εγκατέλειψε -σύντομα- όταν κατάλαβε ότι οι στόχοι των άλλων, ακόμη κι όσων ήταν στο ίδιο μέτωπο μαζί του, διέφεραν πολύ από τον δικό του και «επομένως», όπως έλεγε, δεν είχε νόημα να τις κατέχει. Η έννοια του δικαίου και του αδίκου παντοτινή σημαία του, ο αγώνας παντοτινός σύντροφος των καταπιεσμένων. Η δικαιοσύνη, δεύτερο αίμα του. Είχε βιώσει πολύ αδικία δεξιά και αριστερά, δεν ξεχνούσε και καλά έκανε, πιο πολύ αυτό τον έπνιγε, παρά τα βασανιστήρια και οι εξορίες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Δεν απέκτησε ποτέ πλούτη γιατί δεν τον ενδιέφερε, έμενε με την Μαρία του -μυαλό ισχυρό, ανεξάρτητο και παράλληλα αφοσιωμένο- σε διαμέρισμα στην καρδιά της πόλης, δεν θέλησε να φύγει ή να ξεφύγει ποτέ από εκεί που οι γειτονιές αναστέναζαν, ένιωθε την ανάσα τους πάντα. Όπως ένιωθε την πείνα, την φτώχεια, την ανεργία, την εκμετάλλευση γύρω του.

Έγραφε και έγραφε και έγραφε. Βιβλία, άρθρα, θεατρικά, ποιήματα, παραμύθια, μυθιστορήματα, κουβέντες. Ότι έγραφε το ζούσε, το ένιωθε, η ευαισθησία του μερικές φορές έβγαινε στο βλέμμα το υγρό που σε κοιτούσε. Ο λόγος του, η σκέψη του -«μαθηματική» ώρες ώρες-, ο συλλογισμός του πάντα με επιχειρήματα, συχνά κατέληγε στο «επομένως»: λέξη αγαπημένη του τολμώ να πω, που δήλωνε το συμπέρασμα όσων προηγήθηκαν, και την έλεγε πάντα καθώς άγγιζε -με το άλλο, το ελεύθερο από το τσιγάρο, χέρι- το πηγούνι του.

Οι σκέψεις του και οι ιδέες του δεν έκαναν ποτέ πίσω, ίσα ίσα εξελίσσονταν και εκτοξεύονταν κι άλλο όσο περνούσε ο χρόνος. Πιο νέος από νέους, πιο αριστερός από αριστερούς, δεν συμβιβάστηκε ποτέ με εξουσίες και καρέκλες, κάθισε σε αυτές μόνο και μόνο γιατί πίστευε στην κοινωνία και στον άνθρωπο. Για τίποτα άλλο. 

Ήταν το 2003 που το έφερε έτσι η ζωή να συνεργαστούμε στενά για να βγει το βιβλίο του «Τρομοκρατία και άλλα δαιμόνια», στις εκδόσεις Ηλέκτρα. Είχε φέρει πρώτα το θεατρικό του, «Κούκλα από Πορσελάνη», στο φίλο του Νίκο Τσαγκρή, διευθυντή του εκδοτικού τότε και στη Βίκη Δέμου, στη διεύθυνση εκδόσεων. Αλλά ήταν εκείνο με τα πολιτικά κείμενα που με συνάρπασε και έφερε κουβέντες και άλλες κουβέντες το ίδιο συναρπαστικές επίσης. Μια πένα αιχμηρή και ατσάλινη -δύο χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου που άλλαξε τον κόσμο για πάντα. Ένα κείμενο που δήλωνε πως η Νέα Τάξη των ΗΠΑ ήταν γεγονός, πως τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατούνταν όσο ποτέ, πως το κέρδος χωρίς σύνορα γινόταν θρησκεία, πως η γη κατεδαφιζόταν και, τελικά, αναρωτιόταν ποιος ήταν ο αληθινός τρομοκράτης, όταν τα ατομικά δικαιώματα δοκιμάζονται με την πρόφαση της προστασίας μας από την τρομοκρατία.

Καθόταν με τις ώρες εκεί, παρέα μας, και πάντα είχε τόσα να πει από το παρελθόν και το παρόν του, από τα ταξίδια του και τα βιβλία του, από τα όσα συνέβαιναν συνέχεια γύρω του, στον κόσμο.

Τελευταία φορά που τον είδα, στον κινηματογράφο «Άστορ», στη στοά της Κοραή, πριν λίγους μήνες. Δεκέμβρης ήταν νομίζω, δεν φιλιόμασταν και δεν αγκαλιαζόμασταν λόγω της έξαρσης της γρίπης – που να φανταστούμε τι μας περίμενε… Ούτε θυμάμαι πια γιατί είμασταν εκεί, κάποια προβολή με σημασία εννοείται, ίσως και να είχε μιλήσει κιόλας ο Περικλής, αλλά ήταν τόση η χαρά όταν τον είδα να κάθεται στα τραπεζάκια και πήγα να τον χαιρετήσω, που μόνο αυτό έχω συγκρατήσει. Μόλις είχε τελειώσει το ουίσκι του, παρήγγειλα άλλο όρθια ακόμη, πριν προλάβει να το πει και έκατσα παρέα. «Με πρόλαβες», χαμογέλασε. Μαζευόταν κόσμος γύρω του, του έλεγα να προσέχει, σημασία δεν έδινε, έσφιγγε τα χέρια όλων αυτών των νέων παιδιών, με το ένα χέρι, στο άλλο το τσιγάρο, έλεγε δυο κουβέντες, το χαιρόταν. Είπαμε πολλά πάλι για το πού πάει αυτός ο κόσμος, για τη γη που διαλύεται, για την Ελλάδα, τίποτα για τον ίδιο. Και όταν πήγε αργά, με το ζόρι σηκώθηκε, τον περίμεναν κάποια παιδιά να φύγουν μαζί, αν γινόταν κι ως το πρωί εκεί θα καθόταν, τελευταίος θα έφευγε. Πιο νέος και από τους νέους, αυτό θα θυμάμαι πάντα…

Εφη Παπαζαχαρίου

Share
Published by
Εφη Παπαζαχαρίου