Η ζωγράφος Πελαγία Κυριαζή κατάγεται από τη Μυτιλήνη, ταξιδεύει συχνά στις Σπέτσες για οικογενειακούς λόγους, και από το 1993 (είκοσι χρόνια τώρα) πηγαινοέρχεται στη Νέα Υόρκη, μια δύσκολη πόλη, πόλη του Willem de Kooning και του Mark Rothko, όπου έχει ήδη καταφέρει να κάνει τρεις ατομικές εκθέσεις (Alexander S. Onassis Cultural Center, Tenri Cultural Institute, New York Public Library). Όλες αυτές οι μετακινήσεις, εναέριες και θαλάσσιες, μαζί με το ταχτικό της διάβα από το κέντρο της Αθήνας, πεζοπορώντας σε καίριες και ανεπάντεχες διατομές του χώρου με το χρόνο, της προσδίδουν στα μάτια μου μέγεθος φυσικού φαινομένου, γι’ αυτό και αυθόρμητα την αποκαλώ «Πέλαγος».
Σ’ αυτή την προσφώνηση η οικειότητα εξαντλείται και με κυριεύει η επιθυμία να μιλήσω για την αναδρομική της έκθεση που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), τέλος της άνοιξης αρχές καλοκαιριού, στο Μέγαρο Εϋνάρδου. Κατάφερα με δυο φίλους να φτάσω στην πολύπαθη γωνιά Αγίου Κωνσταντίνου και Μενάνδρου, όπου δεσπόζει, απέναντι στο Εθνικό Θέατρο, αυτό το λαμπρά συντηρημένο κτίριο, από τα χέρια και το πείσμα του Ε. Χ. Κάσδαγλη, πρωτεργάτη του ΜΙΕΤ. Στις γαλήνιες, δροσερές, ψηλοτάβανες αίθουσες του αρχοντικού, μέσα στο αθηναϊκό σαββατιάτικο πρωινό — κι ενώ ο ξεπεσμός έξω πατικωμένος απ’ τη ζέστη πύκνωνε το φως σε υγρασία— στις αίθουσες λοιπόν μέσα συντελούνταν μια άλλη, διαμετρικά αντίθετη δράση.
Τα έργα της Πελαγίας Κυριαζή, λάδια, κάρβουνα, μεικτές τεχνικές, μεγάλα μεγέθη τα περισσότερα, έργα από το 1975 ως το 2013, έγραφαν εκρηκτικά μια διαδρομή, τρεις προς τέσσερις δεκαετίες, σηματοδοτώντας τους κύριους σταθμούς. Με βοηθάει εδώ η φράση του Ezra Pound ότι «η μεγάλη λογοτεχνία είναι απλά μια γλώσσα φορτισμένη με νόημα στον ύψιστο δυνατό βαθμό» για να πω κάτι πολύ απλοϊκό: ότι τα ζωγραφικά έργα αυτά ήταν πολύ γεμάτα νόημα, σχεδόν ασήκωτα. Και δίχως καμιά περιγραφή του νοήματος, μόνο με την επώδυνη γέννησή του μέσα από τις συγκρούσεις των χρωμάτων και τους τριγμούς του σχεδίου.
Ξεκινώντας με την παραδοχή του σκοταδιού η Κυριαζή πλέει μοναχικά, αντίθετα στο ρεύμα, από τις εκβολές προς την πηγή, ανοίγει και κλείνει την παλέτα της σαν βεντάλια, δεν εγκαταλείπει το κόκκινο, δε διστάζει μπροστά στο μαύρο.
Τι λέει η ίδια για όλα αυτά (στο συλλεκτικό βιβλίο της VIA:): «Υπάρχουν μερικές στιγμές που κρατάνε χρόνια. Είναι φευγαλέες, το μυαλό μας είναι δεσμευμένο αλλού, αλλά κρατάμε κάποιες σημειώσεις. Και σ’ αυτές τις σημειώσεις, όταν ηρεμήσει το μυαλό, καταλαβαίνουμε ότι βρίσκεται αυτό που μας ενδιαφέρει. Σιγά σιγά γίνονται κυρίαρχο μοτίβο στη ζωή μας, γίνονται το θέμα μας. Κυριαρχούν στη σκέψη μας για χρόνια και γίνονται πηγή αφάνταστης δημιουργικότητας.
»Μέσα από διαφορετικούς δρόμους ξαναγυρίζεις στην αρχική σου εντύπωση, στη δύναμη της αρχικής σου εντύπωσης. Πρέπει να είναι δυνατή, ώστε να έχεις το ενδιαφέρον να την εξερευνήσεις. Μπορεί να είναι φευγαλέα, αλλά μπορεί να διαρκεί. Μπορείς να κρατήσεις το φευγαλέο για χρόνια. Μια στιγμή μπορεί να κρατήσει χρόνια. Μια στιγμή μπορεί να στηρίξει χρόνια έρευνας.
»Μ’ ενδιαφέρουν τα ζοφερά θέματα, τα θέματα στα οποία συμπυκνώνονται εντάσεις: θάνατος, λύπη, εμμονή, ψυχαναγκασμός, ενόχληση υπάρχουν μέσα στη δουλειά μου, και τα αναγνωρίζω κι εγώ και άλλοι ως στοιχεία κεντρικά. Πριν από την αισθητική είναι ο ψυχισμός.
»Οι εικόνες έχουν βουτηχτεί στη λύπη, αλλά ακόμη κι αν η λύπη είναι μία μονοσήμαντη για μας εικόνα, μία δογματική έννοια, γιατί να μην είναι πέρασμα μέσα από το οποίο η ψυχή μας ξαναγίνεται ζωντανή. Τι θα μπορούσε να ειπωθεί για τη λύπη η οποία μας δίνει ενέργεια, για τους δεσμούς που κόβονται και παρ’ όλα αυτά μας ζωντανεύουν. Με αυτό θέλω να πω ότι ακόμη και οι πιο αρνητικές εμπειρίες μάς ανοίγουν και μπορούν να μας πάνε στην αντίθετη όχθη.
»Από τη στιγμή που αντιλαμβάνομαι κάτι, που πραγματικά θα το δω, έστω και φευγαλέα, ως τη στιγμή που θα του δώσω ένα όνομα μεσολαβεί ένα διάστημα εξαιρετικά φορτισμένο, φορτισμένο με υπονοούμενα, με ένταση, με πολυπλοκότητα, και σε αυτό το διάστημα ξεδιπλώνεται η δημιουργικότητά μου.
»Ζωγραφίζοντας σε κυκλικά σχήματα που διώχνουν τη βαρύτητα έφυγα από τη γη, γιατί ο κύκλος ούτως ή άλλως δεν έχει βάση. Είναι στον αέρα.
»Θα ήθελα να τονίσω τη σχέση ποίησης, λόγου και ζωγραφικής που υπάρχει στα έργα μου. Δεν πέθανε, μόλις ξύπνησε από το όνειρο της ζωής. Αυτός ο στίχος του Σέλλεϋ είναι για μένα μια πηγή σκέψης στην οποία επιστρέφω ξανά και ξανά.»
Της αφιερώνω κλείνοντας το σημείωμα για την έκθεσή της του καλοκαιριού ένα κουρελάκι του Ομήρου (Οδύσσεια Α142): πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους (ταξιδεύοντας στο κρασόχρωμο πέλαγος σε χώρες ανθρώπων με ξένη λαλιά). Και στο ερώτημα των πολλών «μα πώς και πότε η θάλασσα έχει το χρώμα του κρασιού;» απαντώ απλοϊκά, ως εκεί που φτάνει ο νους μου: την ώρα της αυγής και του δειλινού, όταν οι αχτίνες του ήλιου κοκκινίζουν τον ουρανό και τα σύννεφα και καθρεφτίζονται στα μαύρα νερά.
Έκθεση: ΠΕΛΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΖΗ – ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΟΙΚΕΙΟ (14 Μαΐου – 29 Ιουνίου 2013, ΜΙΕΤ, Μέγαρο Εϋνάρδου).
Βιβλίο: ΠΕΛΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΖΗ, VIA:, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2009.