Το Pasticcio αυτής της εβδομάδας σερφάρει μεταξύ αδρεναλίνης και νιρβάνας, ενώνει την Ισπανία με την Ικαρία, τον Bryan Ferry με τον Bill Murray και σταματάει για δείπνο πριν την Ανάσταση.
Σας έχει και πασχαλινό δώρο: (όσο διαβάζετε, ακούτε) όλα τα τραγούδια με τη σειρά που ακούστηκαν στο τηλεοπτικό Great American Novel, The Sopranos
“Yo, Johnny! I see you in the next life”. Στην περίληψη για την πλοκή της ταινίας Point Break (αυτής του 1991 έτσι, με την άλλη του 2015 μην ασχοληθείτε καν), θα μπορούσε και να έχει μόνο αυτήν την ατάκα. Πάρα πολλά yo!, καλιφορνέζικο ζεν, σέρφερ με βουδιστικά ονόματα που θα φτάσουν τη νιρβάνα όταν πιάσουν το απόλυτο κύμα (και ασπάζονται τον βουδισμό όπως η Μαντόνα την Καμπάλα), όπλα και 100% ατόφια αδρεναλίνη. Όλα αυτά με σάουντρακ synth που συνθέτουν το κατάλληλο πλαίσιο για πλάνα με τον Keanu Reeves και τον Patrick Swayze να κοιτάζουν τα κύματα και τον ορίζοντα στο βάθος, φορώντας βλέμμα αντάξιο μίας υπαρξιακής συνειδητοποίησης επιπέδου Καμύ. Ή μιας λοβοτομής, η γραμμή είναι λεπτή εν προκειμένω. Το Point Break είναι το Karate Kid των σέρφερς (υπήρχε μέχρι και κερί που χρησιμοποιούσαν για τις σανίδες τους, έλειπε απλά η ατάκα “wax on, wax off) ή ένα Dirty Dancing όπου ο Patrick Swayze (δυστυχώς) φοράει στολή μέσα στο νερό και δε χρειάζεται να σηκώσει τον Keanu Reeves στον αέρα. Το Point Break είναι η ταινία που δε σκηνοθέτησε ο Michael Mann. Αν και πρόκειται για, «ιδανικό για θερινό», παιάνα στο dudeness, δηλαδή σε όλο αυτό το επίζηλο coolness, δηλαδή, που υπάρχει πάντα στους πρωταγωνιστές του Mann. To καλό είναι ότι τη σκηνοθέτησε μία γυναίκα, η Kathryn Bigelow.
Το καλύτερο είναι ότι αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτήν το 20 jazz funk greats, το μουσικό μπλογκ που έχει μέχρι και την απάντηση για το πώς θα ήταν το σάουντρακ της ταινίας Manhunter, αν ήταν ρομαντική κομεντί. Και το ακόμη καλύτερο είναι ότι μάλλον εσείς έχετε αρκετές ελεύθερες μέρες μπροστά σας να τη δείτε και ότι εγώ βρήκα αφορμή να κάνω περισσότερο γνωστό αυτό το tweet, αφού κέρδισε και η Γιουβέντους τις προάλλες.
Αν έχεις δει την ταινία, σίγουρα θα σου έχει μείνει η σκηνή που ο Bill Murray τραγουδάει το “More Than This” στο καραόκε, ξεφεύγοντας από την αιθέρια ερμηνεία του Bryan Ferry στην πρωτότυπη εκτέλεση του τραγουδιού. O Bryan Ferry σαγηνεύει μόνιμα και (ή επειδή) τραγουδάει για έναν έρωτα που μπορεί να είναι κι εφήμερος, ακούς τη μελωδία και νιώθεις ότι αιωρείσαι κάπου που δεν υπάρχει βαρύτητα, δε δίνεις σημασία στους στίχους, ακούς μόνο ένα επαναλαμβανόμενο “more than this”, γιατί όλα διυλίζονται μέσα από τη φωνή του και καταλαβαίνεις τι θέλει να πει, χωρίς να χρειάζεσαι κάτι άλλο. Αντίθετα, ο Bill Murray, θέλοντας να πει στον εαυτό του και στη Scarlett Johansson με αυτόν τον τρόπο όσα δεν μπορεί με κανέναν άλλο, τονίζει κάθε λέξη, γιατί κάθε λέξη για αυτόν εκείνη τη στιγμή και για τη ζωή του μετά έχει βαρύτητα.
Ο Greil Marcus έγραψε το 2014 το καλύτερο review για αυτό το τραγούδι (και ίσως και για την ταινία) καταλήγοντας ότι «αυτό που συμβαίνει σε αυτό το τραγούδι είναι η παραδοχή ότι μερικά πράγματα δεν μπορούν να ειπωθούν με λέξεις, αλλά μπορούν να ειπωθούν». Σκέτο. Λίγα χρόνια πριν, αυτό το είχε οπτικοποιήσει ο David Carson. Tο 1994, αυτός ο πρωτοπόρος γραφίστας και πετυχημένος σέρφερ, φιλοξένησε στο Ray Gun, το περιοδικό με τα καλύτερα εξώφυλλα που σχεδίαζε ο ίδιος και στο οποίο είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση, μία συνέντευξη του Bryan Ferry. Η συνέντευξη είναι τυπωμένη με τη γραμματοσειρά Zapf Dingbats που δεν περιέχει γράμματα, μόνο σύμβολα.
«Δεν είμεθα τέντυ μπόης»
Στις ξένες κυκλοφορίες δίσκων με ελληνική εγγραφή, μπορούσες να μάθεις ότι ο Μάικ Τζάγκερ δεν ήταν τέντυ μπόη, γιατί μπορεί να γύριζε δίσκους με έξαλλα σέικ και τουίστ, αλλά εξακολουθούσε να σπουδάζει Οικονομικές Επιστήμες. Η φωτογραφία αφορά το φακελάκι του 7” των Rolling Stones “Not Fade Away”.
Aπό ένα ποστ στο facebook προφίλ του Ζώη Χαλκιόπουλου aka Mr Ζ που ανακαλύπτει άγνωστα μουσικά διαμάντια κι έχει προσωπικό ήρωα τον Γεράσιμο Λαβράνο.
Για πάρα πολλούς ανθρώπους η τέχνη, η μουσική, και τα εξώφυλλα των δίσκων που αγαπάνε και που μπορεί να αποτέλεσαν και την αιτία για να τους αγοράσουν παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή τους και σχεδόν πάντα έχουν συνδυάσει μία ιστορία με τα πιο αγαπημένα τους. Ιστορίες που συνήθως διηγούνται στον πιο στενό κύκλο τους και που μπορεί να επαναλαμβάνουν με τα χρόνια και οι υπόλοιποι τους αφήνουν να τις ξαναλένε, στη διαδρομή για μια εκδρομή, σε συζητήσεις μετά από μερικά ποτά στα μπαρ, στα εορταστικά τραπέζια, καλή ώρα, λίγο μετά το άδειασμα όλων των πιάτων και λίγο πριν το άπλωμα των κορμιών σε ό,τι έπιπλο υπάρχει διαθέσιμο στον χώρο. Ο Μάκης Φουντούλης αποφάσισε, 47 χρόνια μετά, να μοιραστεί με όλους εμάς μία τέτοια ιστορία. Μία ιστορία που ξεκίνησε με την αγορά ενος δίσκου με επαναστατικά τραγούδια και εξώφυλλο την Guernica του Picasso από το δισκάδικο των Collets στο Λονδίνο στις 8 Απριλίου 1973. Την ίδια μέρα που λίγες ώρες μετά έμαθε ότι πέθανε ο Pablo Picasso.
Αν θέλεις να μάθεις πώς τελειώνει και να έχεις να μοιραστείς μία ωραία ιστορία με όσους είναι δίπλα σου στο γιορτινό τραπέζι, δεν έχεις παρά να αφήσεις τον ίδιο να σου τη διηγηθεί εδώ.
Η Annie Leibovitz φωτογράφισε το καστ των Sopranos για το Vanity Fair τον Απρίλιο του 2007, λίγο πριν τελειώσει η σειρά που έκανε όλες τις σωστές ερωτήσεις και εμπεριείχε τις απαντήσεις, όπως ήθελε να τις δει ο καθένας. Η σειρά με το φινάλε που συζητήθηκε όσο κανένα άλλο, ακριβώς επειδή ο David Chase, ο δημιουργός της, πιστός στο όραμά του, αρνήθηκε να δώσει closure και μία συγκεκριμένη ερμηνεία κι απάντηση (editor’s note: …ή δεν ήξερε οώς να την τελειώσει, δέκα χρόνια μετά ας μην είναι ταμπού κι αυτή η εκδοχή). Γιατί, ακριβώς όπως συμβαίνει και στη ζωή, δεν υπάρχει πάντα closure, δε θα παίρνεις πάντα απαντήσεις από τους άλλους. Όπως δεν ξέρεις τι συνέβη στους χαρακτήρες της σειράς όταν έπεσαν απότομα οι τίτλοι τέλους, έτσι δεν ξέρεις τι συμβαίνει στους ανθρώπους αφού φύγουν από τη ζωή σου, πέφτει μία μαύρη οθόνη και ό,τι υποθέσεις κάνεις ή όποια συμπεράσματα είναι να βγάλεις, είναι από εσένα και για εσένα. Όπως έγραψε και ο Adam Gopnik στον New Yorker, το θέμα που έχουμε με το τέλος μίας σειράς είναι ότι εκλαμβάνεται ως μία προσομοίωση, μία συμβολική εκδοχή του δικού μας τέλους και συνήθως μας στοιχειώνει, ειδικά αν δε μας ικανοποιεί, γιατί είναι σαν να βλέπουμε τη θνητότητά μας να παίρνει μορφή και να γίνεται αντιληπτό ότι δεν έχουμε τον έλεγχο.
Η Annie Leibovitz διάλεξε το θέμα του «Μυστικού Δείπνου», μεταξύ άλλων, σε αυτή τη φωτογράφιση. Αν έχετε δει τη σειρά, καταλαβαίνετε. Αν όχι (δείτε την), σας διαβεβαιώνω ότι δεν περιλαμβάνει και το θέμα της «Ανάστασης».