«Οι γονείς μας περνάνε τη ζωή τους περιμένοντας να ακούσουν ένα ευχαριστώ κι εμείς τα παιδιά τους την περνάμε περιμένοντας να ακούσουμε μία συγγνώμη», η ατάκα είναι από ένα επεισόδιο της σειράς Casual. Την κρατάμε.
Το σημερινό Pasticcio είναι αφιερωμένο στη Γιορτή της Μητέρας. Οι ιστορίες συνοδεύονται από τις φωτογραφίες του Larry Sultan “Picturesfrom Home“ και το σάουντρακ είναι ο δίσκος του Sufjan Stevens «Carrie & Lowell», ο οποίος γράφτηκε όσο εκείνος θρηνούσε για τον θάνατο της απούσας μητέρας του.
Πατήστε το play και πάμε…
Το Φαγητό της Μαμάς
«Ήταν υπέροχο. Υπήρχε μια δίνη από θλίψη αλλά μέσα απ’ αυτό προέκυψε η παρηγοριά αυτού του οικείου φαγητού και μέρους. Το σπίτι μύρισε αμέσως φαγητό της μητέρας μου. Ακόμα και μήνες αργότερα, όταν έγινε ακόμα πιο δύσκολο να την εμφανίσω ακριβώς μέσα στο μυαλό μου, η μυρωδιά του φαγητού της ήταν μια απίστευτα δυνατή απεικόνιση της».
Η μητέρα του βρετανού θεατρικού και τηλεοπτικού συγγραφέα Al Smith πέθανε από καρκίνο στις ωοθήκες το 2007, αι όταν την επόμενη του θανάτου της η οικογένεια άνοιξε το ψυγείο της κουζίνας του πατρικού σπιτιού, βρέθηκε προ μιας συγκινητικής έκπληξης: Η μητέρα τους είχε φροντίσει για μήνες πριν το θάνατο της να γεμίσει μέχρι πάνω, αθόρυβα και στα κρυφά, τον οικογενειακό καταψύκτη με τα αγαπημένα φαγητά των παιδιών και του συζύγου της: Περίπου 50 ολοκληρωμένα γεύματα, δεκάδες λίτρα gravy (ζωμού που χρησιμοποιείται στο παραδοσιακό βρετανικό οικογενειακό κυριακάτικο ψητό) και χριστουγεννιάτικη πουτίγκα που θα έφτανε τουλάχιστον για τα επόμενα 3 χρόνια. Με τον δικό της τρυφερό τρόπο, και γνωρίζοντας ότι ο καρκίνος αργά ή γρήγορα θα προλάβαινε το βηματισμό της, άφησε τη συγκλονιστική της παρακαταθήκη στους αγαπημένους της. Οι αγαπημένες γεύσεις τους ήταν το αντίο της, η τελευταία γνήσια, ανιδιοτελής πράξη αγάπης προς τους δικούς της.
Σε αυτό το ποστ στη σελίδα του Facebook, Notes on Nothing, ο συγγραφέας του προσπαθεί να εξηγήσει τι είναι πραγματικά αυτό που μας επιστρέφει ξανά και ξανά στο σπιτικό φαγητό της μαμάς και των παιδικών μας αναμνήσεων, ως πυξίδα σταθερή και ακέραια μέσα στο χρόνο.
Ο Tom Junod πήγαινε Λύκειο, όταν γύρισε μια μέρα σπίτι και η μητέρα του είχε μαγειρέψει πουρέ.
– Tom: Μαμά, τι έχει ο πουρές;
– Μαμά: Τι έχει ο πουρές;
– Tom: Δεν είναι πουρές.
– Πατέρας: Τελείωνε, φάε τον πουρέ σου, η μητέρα σου έλιωσε πάνω από την κουζίνα για να στο μαγειρέψει. Tom: Δεν είναι πουρές, δεν είναι από πατάτες, είναι αυτός ο πουρές σε σκόνη που πουλάνε σε κουτί.
– Μαμά: Και τι έγινε αν είναι αυτός ο πουρές σε σκόνη; Και πάλι πουρές είναι.
– Tom: Δεν είναι από πατάτες!
– Μαμά: Δεν μπορείς να καταλάβεις τη διαφορά.
Και κάπως έτσι, ο Tom πέρασε την υπόλοιπη ζωή του προσπαθώντας να αποδείξει στη μητέρα του ότι μπορούσε να την καταλάβει τη διαφορά και η μητέρα του την υπόλοιπη δική της μέχρι τον θάνατό της, προσπαθώντας να του αποδείξει ότι δεν μπορούσε.
«”Δεν έχω πιει αλκοόλ εδώ και τέσσερις μέρες”, θα μου έλεγε κάποια στιγμή σε άσχετο σημείο της κουβέντας, συνήθως μέσω τηλεφώνου. Μπορούσες να ακούσεις την αγωνία και την ελπίδα στη φωνή της. Θα την έπαιρνα τηλέφωνο την επόμενη μέρα και μπορούσα να καταλάβω σχεδόν αμέσως ότι είχε χάσει αυτή τη μάχη. “Γιατί δεν είσαι πιο δυνατή;”, ήθελα να την ρωτήσω. “Δηλαδή, πραγματικά, δεν μπορείς να προσπαθήσεις λίγο πιο σκληρά;”.
Φυσικά, ήμουν κι εγώ μεθυσμένος, οπότε τι μπορούσα να της πω; Υποθέτω πως ένιωθα ότι το νεαρό της ηλικίας μου το έκανε αυτό λιγότερο θλιβερό. Εγώ είχα μπροστά μου ολόκληρη τη ζωή μου, ενώ εκείνη, έχοντας περάσει τα 50, έπινε μόνη της μέσα σε ένα σπίτι γεμάτο με σαβούρα. Ήταν σαν το σπίτι της οικογένειας Άνταμς, το οποίο θα ήταν μια χαρά, αν το σπίτι μας εξακολουθούσε να είναι ευχάριστο, αλλά δεν ήταν πλέον. Η μητέρα μας είχε γίνει το ζωντανό φάντασμα που το στοίχειωνε, μόνο που αντί για αλυσίδες να σέρνονται, άκουγες παγάκια να πέφτουν στο ποτήρι»
Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που να μπορεί να λέει ιστορίες τόσο καλά, αυτός είναι ο David Sedaris και εδώ διηγείται τη ζωή της μητέρας του, όπως την έζησε εκείνος μέσα από τα δικά του μάτια.
«Ξύπνησα και δε βρήκα μωρό». Η Μαίρη Σέλλεϋ, έγκυος και πάλι λίγες εβδομάδες μετά, ξεκίνησε να γράφει το Φρανκενστάιν και ήταν έγκυος στο τρίτο παιδί της όταν το τελείωσε. Δεν έβαλε το όνομά της ως συγγραφέας του βιβλίου. Εκδόθηκε ανώνυμα το 1818, σε ένα μεγάλο βαθμό από τον φόβο της μήπως χάσει την επιμέλεια των παιδιών της, όπως ανώνυμο παρέμεινε και το τέρας στο βιβλίο της. «Αυτός ο ανώνυμος ανδροδαίμονας», όπως το αποκάλεσε ένας κριτικός λογοτεχνίας. Για την πρώτη θεατρική παραγωγή του Φρανκενστάιν στο Λονδίνο το 1823 (τη στιγμή που η Μαίρη Σέλλεϋ είχε ήδη γεννήσει 4 παιδιά, είχε θάψει τα 3 και είχα χάσει άλλο ένα από μία τόσο σοβαρή αποβολή που κινδύνεψε και η ίδια να χάσει τη ζωή της), το τέρας στο σενάριο καταγραφόταν ως “––––––.”
«Αυτός ο ανώνυμος τρόπος αναφοράς στο τέρας είναι αρκετά καλός», παρατήρησε η Σέλλεϋ για το θεατρικό. Και η ίδια δεν είχε δικό της όνομα, εξάλλου. Όπως το πλάσμα που δημιουργήθηκε από διάφορα κομμάτια νεκρών σωμάτων που μάζεψε ο Βίκτορ Φρανκενστάιν, έτσι και το όνομά της ήταν αποτέλεσμα συρραφής ονομάτων άλλων: είχε το όνομα του πατέρα της, του φιλοσόφου Ουίλλιαμ Γκόντουϊν, της μητέρας της, της φεμινίστριας Μαίρης Γουόλστονκραφτ, του συζύγου της, του ρομαντικού ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ. Ήταν σαν η Μαίρη Γουόλστονκραφτ Γκόντουϊν Σέλλεϋ να είναι απλά το σύνολο των σχέσεών της, το οστό από τα οστά τους και η σάρκα από τη σάρκα τους, αν όχι το γάλα της μητέρας της, αφού η μητέρα της πέθανε 11 μέρες αφού την γέννησε. «Ξύπνησα και δε βρήκα μητέρα».
Κάθε βιβλίο είναι και ένα παιδί για αυτόν που το γράφει και σε αυτό το άρθρο στο New Yorker, μπορείτε να διαβάσετε όλη την αλήθεια για αυτό και για τη γυναίκα που το γέννησε. Έξτρα δώρο, ο πιο ιντριγκαδόρικος χαρακτηρισμός που δόθηκε ποτέ σε άνθρωπο. “Mad, bad, and dangerous to know”.
Υπάρχει μία σκηνή στη σειρά The Letdown, όπου νέες γυναίκες έχουν μαζευτεί σε ένα γκρουπ υποστήριξης μαμάδων και τους έχει ανατεθεί να φέρουν μαζί τα βιβλία που διαβάζουν εκείνο το διάστημα. Μία από τις μητέρες του γκρουπ δεν έχει προσέξει το ενημερωτικό mail για τη σνάντηση, στο οποίο διευκρινίζεται ότι τα βιβλία πρέπει να είναι σχετικά με τη μητρότητα και την εγκυμοσύνη. Κι έτσι εκείνη φέρνει μαζί της το Φρανκενστάιν. Όταν η υπεύθυνη του γκρουπ την ενημερώνει ότι έχει κάνει λάθος, εκείνη απαντά «εντάξει, δεν είναι τελείως εκτός θέματος. Είναι μια ιστορία για τη δημιουργία ενός τέρατος.
Τη σειρά την έμαθα από ένα σχετικό ποστ στο Facebook της Νάγιας Κωστιάνη. Η Νάγια είναι εξαιρετική δημοσιογράφος και έγραψε κάτι αληθινό, άμεσο, ανθρώπινο, περιεκτικό και σημαντικό να διαβαστεί από περισσότερους ανθρώπους, σχετικά με κάποιες πλευρές της νέας της ζωή ως νέα μητέρα.
«Στην αρχή ήταν ο Θεός που θα μας έσωζε από τους εαυτούς μας, μετά ήταν η αγάπη, και τώρα είναι τα παιδιά. Είναι αποτέλεσμα της εποχής των διαζυγίων. Μέχρι τότε, μπορούσαμε να πιστεύουμε ότι αγάπη σημαίνει “και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα” Τώρα ξέρουμε ότι η παντοτινή αγάπη για ένα ζευγάρι είναι ένας μύθος, επομένως βρήκαμε τον αντικαταστάτη αυτής: το παιδί θα μας αγαπάει για πάντα, θα μας κάνει να νιώθουμε ευτυχισμένοι, ασφαλείς και επιτυχημένοι. Αν, μετά από τη γέννηση του παιδιού, αυτές οι ελπίδες δεν επιβεβαιωθούν, αυτό μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να αισθανθούν ότι το έχουν μετανιώσει».
Η Κορίν Μάιερ συμφωνεί ότι θεωρείται δεδομένο ότι τα παιδιά θα ολοκληρώουν τη ζωή των γονιών τους. Είναι, επομένως, η δουλειά της ως συγγραφέας, να αμφισβητήσει ιδέες που θεωρούνται δεδομένες. «Προφανώς το παιδί μου είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Δεν έχω πει ότι δεν απόλαυσα ποτέ το ρόλο μου ως μητέρα. Απλά, μερικές φορές μετανιώνω που έκανα παιδιά. Αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να πυροδοτήσει διαμάχη. Είναι κάτι που μια γυναίκα δεν επιτρέπεται να πει».
Σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον άρθρο στον Guardian δίνεται το βήμα σε πολλές γυναίκες να πουν δημόσια όσα μέχρι τώρα δεν επιτρεπόταν να πουν. Όσα καλό είναι να αρχίσουν να ακούγονται, προκειμένου να καταρριφθεί το μεγαλύτερο ταμπού.
«Μεγάλωσα να κάνω όσα με έμαθε η μητέρα μου να κάνω. Και αυτά που μου έμαθε δεν ήταν καλά πράγματα. Με έμαθε να λέω ψέματα και δε θέλω να λέω ψέματα. Θέλω να είμαι ένα καλός και ειλικρινής άνθρωπος».
Η Dee Dee ήταν 48 χρόνων, από τη Λουιζιάνα. Ντυνόταν με χρωματιστά ρούχα, έπιανε τα σγουρά μαλλιά της με κορδέλες, ήταν πολύ κοινωνική και γενναιόδωρη και η απόλυτη αφοσίωσή της στην κόρη της, Gypsy, ήταν φωτεινό παράδειγμα και έμπνευση για όλους στη γειτονιά. Η Dee Dee δεν είχε σύντροφο και δεν εργαζόταν, γιατί έπρεπε να αφιερώνει όλο το χρόνο της στη φροντίδα της Gypsy. Ένα μικροκαμωμένο παιδί, σε αναπηρικό καροτσάκι, χλωμή και με πολλά απανωτά προβλήματα υγείας από όταν γεννήθηκε, όπως έλεγε σε όλους η Dee Dee. Η ακούραστη μητέρα με το ταλαιπωρημένο παιδάκι έμοιαζε σαν ιστορία φτιαγμένη για να προβληθεί σε ένα δελτίο ειδήσεων και να συγκινήσει τους πάντες: μία μητέρα μόνη της με το παιδί της, μία βασανισμένη οικογένεια που επιβίωσε της τραγωδίας και κατάφερε να φτιάξει μία ζωή παρά τα τόσα εμπόδια. Η ιστορία όμως δεν είχε τελειώσει. Μία μέρα του Ιουνίου εμφανίστηκε ένα νέο στάτους στο Facebook της Dee Dee.
“The bitch is dead”.
Τη συνέχεια μίας από τις πιο συγκλονιστικές ιστορίες που θα διαβάσετε ποτέ, θα τη βρείτε εδώ.
* Αφού προτείναμε και σειρές, για πιο ολοκληρωμένη εμπειρία και για δυνατούς αναγνώστες το Pasticcio προτείνει τούτο το βιβλίο. Digging up Mother, με τον κωμικό Doug Stanhope να διηγείται μια ιστορία αγάπης. «Υπάρχει η ώρα για να είσαι ντελικάτη και υπάρχει η ώρα για να είσαι γουρούνι», είπε η μητέρα του λίγο πριν κλείσει τα μάτια της και πέσει σε κώμα και ο Doug, κλαίγοντας και από τα γέλια, έκανε τα πάντα για να την πείσει να μην πει τίποτε άλλο και να είναι αυτά τα τελευταία λόγια της. Και ήταν.