Το Pasticcio αυτή τη φορά σάς βρήκε εισιτήρια στο πέταλο και συντροφιά με το, προσωπικά αγαπημένο ποδοσφαιρικό blog, εξάταπο σας ταξιδεύει από την Ιταλία μέχρι το καρναβάλι του Ρίο. Ακόμη κι αν δεν σας ενδιαφέρει το ποδόσφαιρο, μη μας φοβηθείτε. Όπως πάντα, εδώ είμαστε για τις ωραίες ιστορίες. Στο πρώτο μέρος, θα μιλήσουμε ταυτόχρονα για κινηματογράφο, για ποίηση, για το χώρο της μόδας, για το χέβι μέταλ και τους Beatles, ενώ θα μαθουμε και μία όμορφη ξένη γλώσσα.
Πατήστε το πλέη στη λίστα που ετοίμασε για εσάς το εξάταπο και πάμε για τη σέντρα..
Είναι ένα βροχερό απόγευμα Φλεβάρη. Η Φιορεντίνα, η “La Viola” όπως τη φωνάζουν οι tifosi από τη χαρακτηριστική μωβ φανέλα της, βρίσκεται μία ανάσα από το όνειρο κατάκτησης του ιταλικού πρωταθλήματος τη σεζόν ’98-99, μετά από 30 χρόνια αναμονής κι έναν υποβιβασμό στην αντίστοιχη Β΄Εθνική που κράτησε πολύ. Η Αγία Τριάδα της ομάδας όμως, οι 3 πιο πολύτιμοι παίκτες της που την οδήγησαν ως εκεί, απουσιάζει. Ο Γκαμπριέλ Ομάρ Μπατιστούτα, ο αρχηγός της ομάδας, ο μακρυμάλλης ήρωας που την ανέστησε, ο “Batigol” τους, δεν μπορεί παρά να είναι ένας απλός θεατής, λόγω τραυματισμού. Αν χωρίς τον μακρυμάλλη ήρωά τους η Φιορεντίνα μοιάζει με τον Σαμψών, η Δαλιδά σε αυτό το έργο είναι ο Εντμούντο. Ο Εντμούντο δεν είναι τραυματίας. Ο Εντμούντο είναι Βραζιλιάνος. Και οι τελευταίοι αγώνες για το πρωτάθλημα συμπίπτουν με το Καρναβάλι του Ρίο. Κι ο Εντμούντο αναχωρεί για να παρτάρει κι έτσι, λίγα χρόνια πριν καταφέρει να μεθύσει μία μαϊμού στα γενέθλια του γιου του, στερεί από τους πιστούς της ομάδας τη μέθη της νίκης. Ο Ρουί Κόστα, ο τρίτος αστέρας, έχει μείνει μόνος, και στο τέλος ίδιος είναι ο πόνος.
Την 1η Φεβρουαρίου ο Batigol είχε γενέθλια κι εγώ που δεν τον ξέχασα ποτέ, θυμήθηκα αυτή τη φανέλα και αυτήν την ιστορία. Κι επειδή ξέρω ότι η φανέλα από μόνη της θα προκαλέσει συζήτηση, μπορείτε να δείτε και άλλες που έχουν συζητηθεί, όπως η τιγρέ της Χαλ Σίτι, την οποία φόρεσε για μία και μοναδική χρονιά προτού την αποσύρει συνειδητοποιώντας πως δεν κατεβαίνει για σαφάρι, πως στον πάγκο της δεν κάθεται ο Φασμπίντερ, και πως στην επίθεση δεν παίζει με την Ντέμπι Χάρι, αλλά με τον Ντην Γουίντας.
Κι αν ο Εντμούντο μερικά χρόνια μετά κατάλαβε πόσο στοίχισε εκείνο το Καρναβάλι στη Φιορεντίνα και μετανόησε (πατήστε το translate), υπήρξε και ο Κάρλος Ενρίκε, γνωστός και ως “The Kaiser”. Ένας αμετανόητος απατεώνας θα έλεγαν κάποιοι, προσωπικός ήρωας θα πω εγώ, ο Συνήθης Ύποπτος που κατάφερε να ξεγελάσει τα μεγαλύτερα κλαμπ ποδοσφαίρου και να ξενυχτάει στα μεγαλύτερα νυχτερινά κλαμπ της Βραζιλίας επί δύο δεκαετίες, αποφεύγοντας να συμμετέχει σε προπονήσεις κι αγώνες προφασιζόμενος τραυματισμούς. Κι ως άλλος Κάιζερ Σόζε, σταματούσε να κουτσαίνει όταν αποχωρούσε από το γήπεδο.
Και παρολ’αυτά, υπάρχει και κάποιος που κατάφερε να τον ξεπεράσει. Ο άνθρωπος, ο μύθος, ο θρύλος, ο Αλί Ντιά, ο οποίος μιλώντας ΣΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ με τον μάνατζερ της Σαουθάμπτον, κατάφερε να τον πείσει να υπογράψει συμβόλαιο και να παίξει για 53 λεπτά σε αγώνα του αγγλικού πρωταθλήματος, λέγοντάς του απλά ότι είναι ξάδερφος του σπουδαίου σέντερ φορ Ζορζ Γουέα (και Προέδρου της Λιβερίας εδω και 20 μέρες) και ότι έχει παίξει στην Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Σενεγάλης. You can’t make this stuff up.
Φανταστείτε χιλιάδες κόσμου να ξεκινάνε ταυτόχρονα να τραγουδάνε το “She loves you” των Beatles, καταφέρνοντας να συντονιστούν απόλυτα, ακόμα και στον τρόπο που κινούνται. Αυτό είναι κάτι που εύκολα θα μπορούσε να συμβεί σε μία συναυλία τους. Αλλά όχι κάτι που θα περίμενε κάποιος από μία ποδοσφαιρική κερκίδα. Εκτός αν πρόκειται για τη θρυλική κερκίδα του Άνφιλντ, του γηπέδου της Λίβερπουλ, στην πόλη-γενέτειρα των Σκαθαριών. Οι μεγάλες κερκίδες με τους όρθιους οπαδούς ονομάστηκαν Spion Kop, ή απλώς Kop, παίρνοντας το όνομά τους από τον τρόπο που στέκονταν οι στρατιώτες στον λόφο λίγο πριν τη μάχη του Spion Kop το 1900.
Κανένα Kop, όμως, καμία αγγλική κερκίδα δεν έμοιασε ποτέ με αυτή της Λίβερπουλ, τουλάχιστον μέχρι τους αυστηρούς κανονισμούς της Μάργκαρετ Θάτσερ που επέβαλαν την κατεδάφισή του το 1994. Ίσως γιατί, όπως λένε και οι Kopites, οι οπαδοί της Λίβερπουλ, η ομάδα τους δεν είναι απλά ένα ποδοσφαιρικό κλαμπ. Είναι τρόπος ζωής. Έστω και αν αυτός ο τρόπος ζωής σημαίνει να κάνεις ειρήνη με τα κρεμ σακάκια Αρμάνι, με τα οποία εμφανίστηκε η ομάδα σου στο γήπεδο λίγο πριν τον μεγάλο τελικό με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Κι αντί να είσαι σαν χαρακτήρας από το Reservoir Dogs, να καταλήγεις να μοιάζεις με παγωτό χωνάκι γεύση βύσσινο. (Είμαι οπαδός Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και σεβασμό στην ομάδα της Λίβερπουλ δείχνω μόνο για τον Ίαν Ρας Iκαι το μουστάκι του). Αλλά φαντάζομαι υπάρχει λόγος που οι μεν λέγονταν Spice Boys και οι δε Red Devils.
Ο Γκίζερ Μπάτλερ, ο μπασίστας των Black Sabbath ήταν 7 χρόνων όταν πήγε για πρώτη φορά στο γήπεδο σε αγώνα της Άστον Βίλα, της ομάδας από την πόλη του Μπέρμιγχαμ που έκλεψε για πάντα την καρδιά του από εκείνη τη μέρα. Πριν από λίγες μέρες, στις 3 Φεβρουαρίου, ετών 68 πλέον, ο Μπάτλερ βραβεύτηκε στο ημίχρονο ενός αγώνα της αγαπημένης του ομάδας από τον δήμαρχο της πόλης για τη συνεισφορά του και στις δύο. Δεν είναι τυχαίο ότι, κατά την τελετή για την είσοδο των Black Sabbath στο Rock and Rool Hall of Fame, o Μπάτλερ φώναξε πάνω στη σκηνή “Up the Villa!”.
Μπορεί εμείς στην Ελλάδα της Αλλαγής το 1984 να είχαμε το δίλημμα «κιθαρίστας ή ντράμερ» που έθεσε ο Γιοκαρίνης, αλλά στην Αγγλία της κρίσης (τέλη ’70-αρχές ’80) το ερώτημα που είχε τεθεί μετά τα σκληρά μέτρα της Θάτσερ ήταν «ποδοσφαιριστής ή μέλος σε μπάντα;». Στο εκπληκτικό αυτό άρθρο του 8 by 8, δίνεται ένα μικρό χρονικό της σχεδόν ταυτόχρονης ανόδου που σημείωναν το New Wave of British Heavy Metal (NWOBHM) και οι αγγλικές ομάδες στην Ευρώπη.
Ένας κακός παίκτης δεν λέγεται απλώς κακός παίκτης, αλλά perna de pau (ξύλινο πόδι). Όταν ένας τερματοφύλακας αποτύχει να αποκρούσει ένα δυνατό σουτ, τότε μπορεί να πάρει το παρατσούκλι mão de alface (χέρι από μαρούλι). Μερικοί σχολιαστές ποδοσφαιρικών αγώνων καταφέρνουν με τις εκφράσεις τους να κλέψουν την παράσταση ακόμα κι από θεαματικούς παίκτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Σίλβιο Λουίζ, 79 χρόνων σήμερα. Αναμεταδίδει ακόμα αγώνες στην RedeTV, χαρίζοντας φράσεις όπως «το έβαλε εκεί που κοιμάται η κουκουβάγια!», «η μπάλα είναι σαν βουτυρωμένο παιδί» ή το περίφημο «αν κρίνω από τη μυρωδιά της μορταδέλας, η Βραζιλία θα κερδίσει 6-0». Κανένας δεν κατάλαβε ποτέ τι σημαίνει αυτή η φράση. Αλλά δεν έχει και πολλή σημασία.
Γιατί σε κάτι τέτοια, στη γλώσσα τους, στις τραγουδιστές λέξεις τους, στα παρατσούκλια τους είναι που βρίσκεται όλος ο απολαυστικός μυστικισμός που συνοδεύει το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, το όμορφο παιχνίδι ή αλλιώς o jogo bonito όπως το λένε εκείνοι.
«Τα είχε υπολογίσει όλα, εκτός από ένα: τον άνεμο».
Δεν έχω να πω πολλά. Κώστας Μανιάτης σε μεγάλη φόρμα, σκοράρει από τα αποδυτήρια και δίνει 7 αθλητικές ταινίες που όλοι θα θέλαμε να δούμε. Μένει κάποιος να δώσει το κεφάλαιο για να γυριστούν. Εγώ το μόνο που θα ήθελα να συμπληρώσω είναι η ταινία «Το Τελευταίο Γκολ στο Παρίσι» με πρωταγωνιστή τον Marlon Brandão.
Τελευταίο δωράκι από το εξάταπο (έχει και σελίδα στο Facebook, αμέ), μιας και προηγήθηκε Τσικνοπέμπτη.