Την ημέρα που ο παγκόσμιος Τύπος πανηγυρίζει για την αποκαθήλωση του Milo Yiannopoulos, οι Ride επέστρεψαν μετά από 21 χρόνια με νέο κομμάτι και ακόμα ψάχνουμε να βρούμε το τρομοκρατικό χτύπημα που υπήρξε μόνο στη φαντασία του νέου Πλανητάρχη, το Pasticcio ξεκινά να σερβίρεται στην ψηφιακή τραπεζαρία της Popaganda με ιστορίες από το χώρο, το χρόνο και τον κόσμο που αξίζει να συζητάμε…
Πατήστε play και φύγαμε…
Fake news, alternative facts, alternative right, alternative truth, post-truth. Λέξεις, φράσεις, έννοιες που διαμορφώνουν την ενημέρωση σήμερα ως δυστοπία. Ο Charles J. Sykes, ένας conservative δημοσιογράφος με ραδιοφωνική εκπομπή στο Ουισκόνσιν, παραδέχεται ότι βοήθησε ο ίδιος και αρκετοί συνάδελφοί του στην υπονόμευση των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης, κατηγορώντας τα συχνά για μεροληψία. «Νομίζαμε ότι δημιουργούσαμε ένα περισσότερο σκεπτόμενο κοινό, αλλά, στην πραγματικότητα, ανοίξαμε την πόρτα για τον Trump, ο οποίος βρήκε άνθρωπους έτοιμους να παραπλανηθούν». «Αν μη τι άλλο», συνεχίζει ο Sykes, «οι πρώτες εβδομάδες της προεδρίας του Trump, μας έκαναν όλους ξανά αναγνώστες, μας αναγκάζουν να εξοικειωθούμε με ορολογίες και να εξετάσουμε μία εναλλακτική πραγματικότητα στα (νέα) μέσα και στον (νέο) τρόπο ενημέρωσης, καθώς η κυβέρνηση Trump έρχεται να αμφισβητήσει τα παραδοσιακά μέσα και να τα χαρακτηρίσει ως αντιπολίτευση». Οι New York Times συνεχίζουν το “Fact Check”, εξακολουθώντας να αντιπαραθέτουν γεγονότα και στοιχεία για να εξακριβώσουν ή να διαψεύσουν τους αβάσιμους ισχυρισμούς και την «αλήθεια» όπως κατασκευάζεται από τον Trump και στερείται του νοήματός της. Την ίδια στιγμή η υποστηρίκτριά του, δημοσιογράφος του CNN, Scottie Nell Hughes, δηλώνει “ there is no such thing, unfortunately, anymore as facts”, καθώς οι υποστηρικτές του και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα θεωρήσουν ως αλήθεια οτιδήποτε κι αν ισχυριστεί ο ίδιος.
Η κυβέρνηση Trump δημιουργεί τις δικές της αφηγήσεις, χρησιμοποιεί δικά της στατιστικά στοιχεία και προσπαθεί να στρέψει την κοινή γνώμη εναντίον της-ήδη πληγμένης-αξιοπιστίας των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης. Ο Sykes ισχυρίζεται ότι η λύση για τα μέσα ενημέρωσης είναι να προσπαθήσουν να αποκαταστήσουν το σεβασμό απέναντι στα γεγονότα και τα στοιχεία, να σπάσουν τα «γκέτο των διανοούμενων» που έστρεψαν εναντίον τους ένα μέρος του πληθυσμού, και να διατηρήσουν μία επιθετική στάση, χωρίς υστερίες. Προφανώς, η εξήγηση της ανόδου και της εκλογής του Trump είναι πολύ πιο σύνθετη από τον απλοϊκό και αφελή χαρακτηρισμό των ψηφοφόρων του ως «αμόρφωτοι, περιθωριοποιημένοι, ταξικά μη προνομιούχοι, ρατσιστές». Πρέπει να συνυπολογιστούν και οι εκπρόσωποι της αμερικάνικης «εναλλακτικής δεξιάς» (alt-right) που αρχίζουν σιγά σιγά να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και στην κανονική ζωή εκτός από το ίντερνετ.
Είναι μια μαχητική ακροδεξιά, ταξικά προνομιούχα και μορφωμένη που γνωρίζει να χειρίζεται τα νέα μέσα ενημέρωσης. Την αποκωδικοποιεί εδώ το Vox. Κι από την άλλη, πάντα στο μέτωπο της μάχης για την αλήθεια που πια είναι το μεγαλύτερο παγκόσμιο επίδικο, οι NY Times αναρωτιούνται (κι εξηγούν) «γιατί κανείς δε νοιάζεται που ο Πρόεδρος λέει ψέματα»…
Είναι 1985, η Grace Jones πρωταγωνιστεί στην τελευταία ταινία που ο Roger Moore υποδύεται τον James Bond, A View to a Kill. Έχει υπεράνθρωπη δύναμη, έχει συμπρωταγωνιστή τον Dolph Lundgren, έχει τους Duran Duran να τραγουδάνε “meeting you with a view to a kill” κι εμείς έχουμε μία από τις περιπτώσεις που η ζωή θα μιμηθεί την τέχνη. Πίσω στο 1983, και καθώς ετοιμάζεται να έρθει στην Αμερική με υποτροφία Fullbright για να σπουδάσει στο MIT (ο ορισμός του “don’t judge a book by its cover”, κυρία μου), ο Doplh Lundgren γνωρίζει την Grace Jones στην Αυστραλία, γίνεται ο σωματοφύλακάς της, ΠΡΟΦΑΝΩΣ γίνονται και ζευγάρι και στην επόμενη σκηνή του έργου η Grace είναι ντυμένη από την κορυφή έως τα νύχια με δερμάτινα και φτάνουν μαζί με τη μηχανή του στο campus του MIT για να παρακολουθήσει τα πρώτα του μαθήματα (τρου στόρυ, μπρο). Σύντομα, το MIT χάνει ένα λαμπρό μυαλό, κερδίζει όμως η τέχνη, αφού το ζευγάρι μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, προκειμένου ο Doplh να παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής, Μέχρι να καταξιωθεί στις καρδιές μας και στο καλλιτεχνικό στερέωμα ως Ivan Drago στο αξεπέραστο Rocky IV, να μάθει όλος ο κόσμος το όνομά του και να στείλει τον Stallone στην εντατική για 4 μέρες από τα χτυπήματα στη διάρκεια των γυρισμάτων (“If he dies, he dies”). Το ζευγάρι πολιορκεί τα βλέμματα σε κάθε του εμφάνιση κι απαθανατίζεται γυμνό από τον φακό του Helmut Newton για το Playboy. Μόνο που ο Dolph θα ξαναμείνει γυμνός μετά από λίγο διάστημα, καθώς η Grace, ύστερα από έναν έντονο καυγά τους, αποφασίζει να σκίσει και να κάψει όλα του τα ρούχα σε μία καθαρτική τελετουργία που θα διαρκέσει τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Και κάπως έτσι περνάμε στην τελευταία πράξη του δράματος με τίτλο “Passion and Loathing in Los Angeles”. Έχοντας μετακομίσει στο LA για την προώθηση της καριέρας του Dolph, η Grace αισθάνεται ότι ο μάνατζέρ του προσπαθεί να τους χωρίσει και θεωρεί απόλυτα φυσιολογικό να πάει να συναντήσει τον Dolph στο ξενοδοχείο του, έχοντας μαζί της -τι άλλο;- ένα όπλο. “Hair flying, legs flailing, breasts heaving, guns flashing, music pumping”, είναι η γλαφυρή περιγραφή με την οποία η Grace Jones περιγράφει όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα σε εκείνο το δωμάτιο (είναι παράλληλα και η σύνοψή της για τη ζωή στο LA γενικότερα). Φώτα, κάμερα, κοντινό στο πρόσωπο της Grace: «Σε μία από τις πολλές ζωές που δεν κατάφερα να ζήσω, μία άλλη Grace πυροβολεί και σκοτώνει τον Doplh εκείνη τη στιγμή…Κι αυτό ήταν το τέλος της μπαλάντας της Grace και του Doplh».
Ο τίτλος της αυτοβιογραφίας της που κυκλοφόρησε πέρυσι δε θα μπορούσε να είναι άλλος από I’ll Νever Write my Memoirs, εκεί μπορείτε να βρείτε κι άλλες ιστορίες για τη γυναίκα που θα ενσαρκώνει πάντα το «μία νύχτα από τη ζωή μου, ολόκληρη η δική σου». Περισσότερα για το πέσιμό της στον Dolph εδώ
Τι γίνεται αφού πετύχεις τη δουλειά των ονείρων σου; Τι γίνεται όταν τη χάσεις; Πώς επαναπροσδιορίζεσαι μετά από το τέλος αυτού που είχες θέσει ως προσωπικό στοίχημα και στόχο; Ο Sam Hinkie κατάφερε να γίνει ο General Manager στους Philadelphia 76ers του NBA. Όταν το κατάφερε, έκανε όσα θα έλεγε ότι θα κάνει κάποιος που συζητάει με φίλους του αργά σε ένα μπαρ μετά από 3 μπίρες. O Sam Hinkie δεν πίνει μπίρα. Και κανείς ακόμη δεν έχει καταλήξει αν όλα όσα έκανε για να αναστήσει αυτήν την ιστορική ομάδα είχαν αποτέλεσμα ή θα έχουν αποτέλεσμα ή ήταν μία παταγώδης αποτυχία (εγώ κι ο, καμερουνέζος νέος σπουδαίος σέντερ της λίγκας, Joel Embiid λέμε ότι είχαν). “Trust the process” ήταν το σύνθημά του για τις αλλαγές που έφερε στους 76ers και τη νέα φιλοσοφία που προσπάθησε να επιβάλλει στο management μίας ομάδας NBA, γενικότερα. Επιμένοντας στο tanking, στο να θυσιάζει δηλαδή με προκλητικό τρόπο παιχνίδια και σεζόν ολόκληρες προκειμένου να πετύχει το μεγάλο στόχο της ριζικής ανανέωσης (κι ανάστασης). Άσχετα με το αποτέλεσμα, όμως, οι περισσότεροι συμφωνούν στο ότι πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ευφυή, διορατικό – και με εντυπωσιακή αντίληψη του zeitgeist – άνθρωπο, ο οποίος, διατηρώντας ευλαβικά μία πειθαρχημένη κι αυστηρά δομημένη ρουτίνα στην καθημερινότητά του (το ρολόι του χτυπάει κάθε μία ώρα για να του υπενθυμίζει να σκεφτεί πόσο παραγωγικός ήταν την ώρα που πέρασε), καταφέρνει να πετύχει τη διαύγεια μυαλού που χρειάζεται, ώστε να αποδομήσει τον παραδοσιακό τρόπο αντίληψης των καταστάσεων, να πάει κόντρα στις μεγάλες αφηγήσεις που αναζητούν ήρωες και κακούς, εξιλέωση κι εκδίκηση.
Να απορρίψει τις απόλυτες αλήθειες και να κάνει τις σωστές ερωτήσεις. «Γιατί παρακολουθούμε έναν αγώνα μπάσκετ με τη ροή που διεξάγεται; Γιατί δεν τον παρακολουθούμε ανάποδα ή χωρίς κάποια συγκεκριμένη σειρά;» ρωτάει, αμφισβητώντας τη γραμμική αντίληψη των πραγμάτων. «Γιατί μαθαίνεις στο παιδί σου πώς να πληκτρολογεί;», αφού σε λίγο όλα θα λειτουργούν με φωνητική αναγνώριση. «Τι κάνεις για να προετοιμάσεις το παιδί σου για το ποσοστό ανεργίας που προβλέπεται να φτάσει στο 60% τα επόμενα χρόνια;», καθώς ο ίδιος διαβάζει για τα bots και το πώς θα αντικαταστήσουν το ανθρώπινο εργατικό δυναμικό, για τη Nοημοσύνη των Mηχανών και την Τεχνητή Νοημοσύνη. Την ώρα που ο Mr. Miyagi έλεγε “First learn stand, then learn fly”, ο Hinkie θα σχεδίαζε ήδη το διαστημόπλοιο, γιατί βλέπει στο μέλλον και σκέφτεται από τώρα για το τότε. Στο ΝΒΑ, αναμενόμενα, δεν στέριωσε κι αποφάσισε να μετακομίσει στο Palo Alto, στο μέρος που τα κοφτερά μυαλά δε φοβούνται να ρισκάρουν και δεν αντιλαμβάνονται ως αποτυχία την προσπάθεια που δεν ευδοκιμεί. Αποφάσισε να επενδύσει στη γνώση, να γίνει ένας σύγχρονος Homo Universalis και να βρει πρώτος αυτό που θα τον ξαναφέρει στο παιχνίδι και θα μπορέσει πρώτος να ορίσει τους νέους κανόνες. Αυτός που θα λανσάρει το NBAI.
H νέα ζωή του Sam Hinkie “after the process” στο Sports Illustrated