Categories: PASTICCIO

Όλοι χρειαζόμαστε λίγη παραπάνω ομορφιά (…ακόμα και οι Σκληροί του Μαιάμι)

To Pasticcio επιστρέφει ξεροψημένο από τη θερινή ραστώνη, έχοντας κάνει φορμάρισμα στον σκληρό του δίσκο για να χωρέσει περισσότερες ιστορίες για τις οποίες αξίζει να κοιμόμαστε λίγο πιο αργά. Ιστορίες που άλλοτε αναπτύσσονται σε λέξεις λιγότερες από τα δάχτυά των δύο χεριών μας, μπερδεύουν οραματικά τις τέχνες μεταξύ τους, ερευνούν τα what if που θα άλλαζαν την ιστορία, αποκτούν νόημα όταν οι λέξεις μπλέκονται όμορφα μεταξύ τους.

Όσο διαβάζετε ακούτε κομμάτια από 25 νέα γυναικεία γκρουπ που γράφουν το ροκ του τώρα σύμφωνα με τους NY Times (και θα διαβάσετε παρακάτω γι’ αυτα…)


Μία ιστορία, όχι χίλιες λέξεις

Κυκλοφορεί εδώ και χρόνια μία ιστορία για έναν άτυπο λογοτεχνικό διαγωνισμό που κέρδισε ένα βράδυ ο Ernest Hemingway. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, ο Hemingway, κατά τη διάρκεια ενός γεύματος με φίλους, στοιχημάτισε 10 δολάρια ότι μπορεί να δημιουργήσει μία ολόκληρη ιστορία, χρησιμοποιώντας μόνο 6 λέξεις. Αφού όλη η παρέα γέλασε, έβαλε ο καθένας το μερίδιό του για το στοίχημα, ο Hemingway πήρε μία χαρτοπετσέτα, έγραψε τις 6 λέξεις, η χαρτοπετσέτα έκανε τον γύρο του τραπεζιού και ο Hemingway απλώς άρχισε να εισπράττει τα κέρδη. Η χαρτοπετσέτα έγραφε “Baby shoes: for sale, never worn”.

O Ιταλός κομίστας, Vittorio Giardino, δημιούργησε τις Μοιραίες Διακοπές (Vacanze Fatali) και κατάφερε να φτιάξει μία ιστορία σε 7 πάνελς, χάνοντας κι αυτός «άτυπα» από τον Μεγάλο Λακωνικό. 

Vittorio Giardino, Vacanze Fatali

Αν σας έχει μείνει ακόμη λίγος χρόνος για διάβασμα στο τέλος του καλοκαιριού (ή την αρχή του φθινοπώρου, αν είστε απ’ αυτούς), μπορείτε να δείτε πώς ήταν η παραπάνω ιστορία του Hemingway με λίγες περισσότερες λέξεις. Ή να διαβάσετε αυτό το προφίλ για τον φιληδονο Hemingway στον New Yorker, στο οποίο καταρρίπτεται η μάτσο εικόνα του Big Papa κι αποδεικνύεται μετά από χρόνια μελέτης του έργου του ότι τελικά υπήρχε ρευστότητα στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων στα έργα του. Ακόμα κι αν ο συγγραφεας του άρθρου, ορμώμενος από ένα απόσπασμα στο οποίο ο Hemingway περιγράφει την ιεροτελεστία του να απλώνεις ελαφρώς λιωμένο βούτυρο σε μία φέτα ψωμί, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «there is more effective gender-blending in his breakfasts than in his bedrooms».


Heat it

Heat by Michael Mann/ Pacific by Alex Colville

Miami Vice by Michael Mann / The Lovers by René Magritte

Σε αυτήν την στήλη δεν έκρυψα ποτέ την, έστω και “with bias” (θα καταλάβετε παρακάτω το λογοπαίγνιο), προτίμησή μου στον Michael Mann και τις ταινίες του. Κι αφού, πρόσφατα, το Film Stage κατέταξε την κινηματογραφική μεταφορά του Miami Vice στην πρώτη θέση των 50 καλύτερων ταινιών δράσης του 21ου αιώνα, θα σας πω χωρίς φόβο και με πολύ πάθος να δείτε αυτήν την ταινία, στην οποία ο Michael Mann αποχωρίζεται το φιλμ και ρισκάρει με #πρώτηφοράψηφιακά, καταφέρνοντας να πετύχει έναν κόσμο φτιαγμένο από pixels που δημιουργούν την εντύπωση ότι όλα είναι μία ψευδαίσθηση, ένα όνειρο που στο μεγαλύτερο μέρος του είναι εφιάλτης, μία ταινία γεμάτη πίνακες με τον απέραντο και βαρύ και σκοτεινό μωβ ουρανό του Μαϊάμι και τους ουρανοξύστες-τοτέμ. Για να αποδώσει το εδώ και τώρα, στο οποίο παραμένουν αέναα εγκλωβισμένοι οι ήρωές του, αντικαθιστώντας τα pastel κοστούμια της παλιάς σειράς με pixelated πρόσωπα και τα tequila sunrises με μία ανατολή σε συνεχή αναμονή. Μοναδική απόδραση από αυτόν τον κόσμο: η Κούβα, ένα σύντομο διάλειμμα με καθαρό ουρανό για δύο εραστές, σαν αυτόν στους πίνακες του Magritte.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Michael Mann εμπνέεται από τα κάδρα σε τοίχους μουσείων για τα κάδρα στις ταινίες του. Δεν είναι καν ο πρώτος σκηνοθέτης που το κάνει αυτό. Έχετε δύο λεπτά να σας μιλήσω για τον φίλο και σωτήρα μας που κάθισε κι έφτιαξε το παραπάνω βίντεο με διάσημους πίνακες που ενέπνευσαν διάσημες σκηνές ταινιών; (χιντ: στα more videos, θα βρείτε κι άλλα δύο αντίστοιχα που έχει φτιάξει – δείτε τα, όλοι χρειαζόμαστε λίγη ομορφιά παραπάνω).


Who’s Best?

Women Are Making the Best Rock Music Today. Here are the bands that prove it” Γι’αυτό εδώ το φρέσκο άρθρο των New York Times δεν έχω να πω πολλά. Απλά ανοίξτε το από τον υπολογιστή σας κι αφήστε 25 ανερχόμενες γυναικείες ροκ μπάντες να σας ταξιδέψουν σε ένα πρωτότυπο διαδραστικό ψηφιακό περιβάλλον, που περιλαμβάνει συγκροτήματα με «λυπητερά πανκ τραγούδια για το πως είναι να είσαι queer, τρανς ή μαύρος» και στίχους όπως το “I know how it ends/we’re not gonna be friends/in dog years you’re dead”.


Who’s Bad?

Martin Scorsese και Michael Jackson στα γυρίσματα του βίντεο κλιπ για το “Bad”

Ο Michael Jackson γεννήθηκε 29 Αυγούστου και ο Outlaw Vern, ο άνθρωπος πίσω από αυτό το αριστούργημα που δε θα έπρεπε να λείπει από καμία βιβλιοθήκη, ακόμα κι από αυτές που λείπει ο Οδυσσέας του Joyce, αποφάσισε στις 29 Αυγούστου 2009 να κάνει ένα review σε μία, άγνωστη ίσως σε αρκετούς, ταινία του Martin Scorsese. Στη μεγαλη εκδοχή του video clip για το τραγούδι “Bad”. Όπως τονίζει ο Vern (στο δικό μου το μυαλό Outlaw Vern > Ιούλιος Βερν), το βίντεο είναι σαν ένα χαμένο διαμάντι των ‘80s, έχει γυριστεί με τον ίδιο διευθυντή φωτογραφίας που γυρίστηκε και το Οργισμένο Είδωλο, είναι σε σενάριο του Richard Price (έχει δουλέψει στο Χρώμα του Χρήματος και σε 5 επεισόδια του The Wire, αλλά και στο The Deuce που ξεκινά τώρα στο HBO) και βασίζεται στην αληθινή ιστορία ενός λευκού παιδιού που πήγαινε σε ιδιωτικό σχολείο (όπως ο χαρακτήρας του Michael Jackson στο βίντεο) και πυροβολήθηκε ενώ έκλεβε έναν αστυνομικό που φορούσε πολιτικά. Η πιο αναμενόμενη ανάλυση του συγκεκριμένου βίντεο θα ήταν η φυλετική προσέγγιση, το γεγονός ότι ο Michael Jackson εκπροσωπεί εδώ εκείνη την κατηγορία των λευκών προνομιούχων μορφωμένων παιδιών σε αντίθεση με τον χαρακτήρα του Wesley Snipes, του «κακού» μαύρου παιδιού που είναι σίγουρα “bad” – ειδικά σε συνδυασμό με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής λόγω της απόφασης του Michael Jackson να προβεί σε όλες τις επεμβάσεις που άλλαξαν τον χρωματικό τόνο του δέρματός του και τον στοχοποίησαν ως τον μεγάλο σταρ που απαρνιέται την «μαύρη κληρονομιά» του.


Ο Vern, όμως, προχωράει ένα βήμα παρακάτω, βασιζόμενος σε αυτήν την 18λεπτη βερσιόν, υποστηρίζοντας ότι, εν τέλει, ο Michael Jackson σε αυτό το βίντεο θέλει απλά να δείξει τον πραγματικό εαυτό του, όχι να αποδείξει στον Wesley Snipes ότι είναι κι αυτός «κακό παιδί», αλλά ότι μπορεί να είναι όλα αυτά μαζί: το σκληρό αντράκι με το πρόσωπο του Πήτερ Παν/ ο χορευτής που μιμείται τον James Brown και χορεύει ταυτόχρονα μπαλέτο/ αυτός που επανεφηύρε το χορό, τα βίντεο κλιπ, τις ταινίες, τη μουσική και τον εαυτό του, και στο τέλος, ακόμη και όσοι δεν πιστεύουν ότι είναι κουλ, θα αναγκαστούν να το αποδεχτούν. «And then they’ll just shake their heads and beat it».


Without Bias

ο Len Bias τη νύχτα του draft του 1986, πηγή: ESPN

Μήνυμα στο messenger, το ανοίγω και διαβάζω «έπεσα τυχαία σήμερα σ’αυτό το κομμάτι, είναι για τον Len Bias, αν δεν ξέρεις δε θα στο χαλάσω, ψάξε μόνη σου την ιστορία, είναι σοκ». Αποστολέας ο Παναγιώτης που ξέρει ποιος είναι ο πραγματικός Celtic με το καλύτερο μαλλί κι ονειρεύεται ένα φροντιστήριο που τα παιδιά θα μαθαίνουν την πώρωση από μικρά, με διδακτέα ύλη πολλές από τις ιστορίες που μοιραζόμαστε κι εδώ. Οι Boston Celtics επέλεξαν τον Len Bias στο draft του ’86. Δύο μέρες μετά, ο «καλύτερος παίκτης που δεν έπαιξε ποτέ» βρέθηκε νεκρός από αρρυθμία στην καρδιά που του προκάλεσε η υπερβολική δόση κοκαΐνης. O Larry Bird, όταν ενημερώθηκε για τον θάνατο του Bias, δήλωσε “It’s the cruelest thing I’ve ever heard” και το ESPN του έκανε αφιέρωμα για τη σειρά ντοκιμαντέρ 30 for 30 με τον -φυσικά υπέροχο- τίτλο Without Bias. Στο ίδιο «καταραμένο» draft του ’86, με τις πολλές ιστορίες παικτών που επιλέχθηκαν αλλά δεν έκαναν καριέρα λόγω ναρκωτικών ή σοβαρών τραυματισμών (ή και των δύο όπως ο μακαρίτης Roy Tarpley), οι Portland Trail Blazers διάλεξαν στο νο.37 έναν ξερακιανό Έλληνα ονόματι Panagiotis Fasoulas (δύο χρόνια πριν είχαν προσπεράσει κάποιον Michael Jordan).

Και μιας και είμαστε #pantadipla στην Εθνική Ελλάδος που συνεχίζει στο Eurobasket, και μιαςκαι το NBA μας απασχόλησε με τη σαπουνόπερα του τρίπτυχου ΕΟΚ-Bucks-Γιάννης Αντετοκούνμπο, εδώ μπορείτε να διαβάσετε για τη διοργάνωση που σημάδεψε πολλούς από εμάς όταν ήμασταν παιδιά, για την Εθνική που δεν ξέρει τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει και για τις «αντιδράσεις για τη μη συμμετοχή του Αντετοκούνμπο που ήταν από υπερβολικές έως και επικίνδυνες, σίγουρα πάντως ενδεικτικές για τις παθογένειες που έχουμε ως κοινωνία», όπως τα έγραψε ο δικός μας άνθρωπος Χρήστος Αγγελόπουλος.



Κι ένα τελευταίο. Αφού δεν πρόλαβα αυτή τη φορά να σας μιλήσω για το αγαπημένο μου κείμενο έναρξης του καλοκαιριού (εδώ θα είμαστε, του χρόνου θα προλάβω), τώρα που σχεδόν πέρασε, τώρα που ένα χαλασμένο air condition δε θα πτοήσει κανέναν μας, θα δώσω το βήμα στη Γιολίνα. Να σας μιλήσει για ένα βράδυ με αληθινές ιστορίες και 36 βαθμούς.

JACQUEMUS “MARSEILLE JE T’AIME”, by Pierre-Ange Carlotti

βράδυ, 36 βαθμοί.
Σήμερα λυπήθηκα πολύ κόσμο.
Να, ήταν τα παιδιά από την κάβα που ξεφόρτωναν παλέτες με ξεθυμασμένα, γλυκερά αναψυκτικά και δηλητηριώδη μπουκάλια που κάποια στιγμή θα πυροδοτήσουν δράματα χωρίς όρια, θα τσακίσουν συνειδήσεις και αξιοπρέπειες, θα κατασκευάσουν γέλια, πολλά γέλια. Σε γενέθλια και σε κηδείες.
Λυπήθηκα έτσι που κουβαλούσαν όλα αυτά τα βοηθητικά τοξικά και τα ζαχαρούχα χρωματιστά κάτω από τον καυτό ήλιο, με τα γένια τους να στάζουν και τα ρούχα να κολλάνε στο δέρμα τους σαν πανοπλία, σαν τιμωρία.
Λυπήθηκα και εκείνους τους εργάτες του Δήμου που έσπασε ένας σωλήνας, μάλλον πολύ σημαντικός ή μάλλον πολύ επικίνδυνος και έπρεπε να βάζουν δύναμη και να αναπνέουν χώμα, να χώνονται στα τσιμέντα που πετούσαν φλόγες σαν άλλοι σούπερ ήρωες με κράνη, ενώ δίπλα τους τσαλαβουτούσαν πουλιά σε λάκκους από χοντρές στάλες ιδρώτα.
Λυπήθηκα εκείνα τα παππούδια που βγήκαν στο δρόμο για τη λαϊκή με την τσατσάρα στην τσέπη του πουκαμίσου, ένα φανταχτερό τζόκεϊ καπέλο διαφημιστικό και αυτά τα απόκοσμα καρότσια που τρίζουν και μπατάρουν σε κάθε βήμα γιατί τα παππούδια τα τιγκάρουν με ευγνωμοσύνη, αφού έχουν σουλατσάρει στην κόλαση της λαϊκής που βράζει. Αφού έχουν ρωτήσει για τις τομάτες και τα κολοκύθια που εκλιπαρούν για λίγο ψυγείο και οι μανάβηδες δυσκολεύονται να απαντήσουν γιατί είναι αυτό το σάλιο που τους κολλάει στο λαιμό και η απορία για τους ηλικιωμένους που παραδίνονται στη δίνη του καύσωνα για λίγες μόνο τομάτες, για να νιώθουν για λίγο, κάπου, νικητές.
Και την κοπέλα που πηγαίνει με τα πόδια τους καφέδες στις γύρω εταιρείες, καφέδες γεμάτους πάγο, πολύ πάγο που της τρυπάει τα σωθικά, τα τηλέφωνα δεν σταματάνε να χτυπάνε λυσσαλέα και εκείνη φοράει παπούτσια κλειστά με κάλτσες για να μην την πονάνε, περπατάει πολύ, τα τηλέφωνα βαράνε, ο πάγος λιώνει, ο ήλιος τη μαστιγώνει, ξέχασε το καπέλο της, ξεχνάνε το φιλοδώρημα, “είναι μόνο ένας καφές με πάγο και το νεράκι δώρο”.
Μετά λυπήθηκα και εκείνο το φίλο μου, τον φωτογράφο γάμων, που δένει τη λεπτή γραβάτα στο γιακά και τα χέρια του πρησμένα, κόκκινα, βρεγμένα, γλιστρούν σε αδέξιες κινήσεις, του παραμερίζουν το τσουλούφι μουσκεμένο, ζαλισμένο, “ποιος παντρεύεται ρε πούστη μου έξι η ώρα το απόγευμα” μονολογεί. Τον φαντάζομαι να σηκώνει το τρίποδο σαν έναν άλλο σταυρό, να το μπήγει στον προαύλιο χώρο σαν πυρσό, να τρέμει το χαμόγελό του όσο οι ακτίνες του ήλιου θα παίζουν με την υπομονή του, με τη μαμά της νύφης που χρειάζεται λίγη πούδρα, με το πλήθος των καλεσμένων που διαβεβαιώνουν την οικογένεια θεατρικά ότι όλα είναι υπέροχα, ενώ σπρώχνονται σαν κοιμισμένοι σε ένα γεμάτο βαγόνι του μετρό που πήγαν να χάσουν τη στάση τους, για μια θέση στη σκιά, για μια βεντάλια με τα αρχικά των νεόνυμφων βγάζουν ματωμένα νύχια. Και ο φίλος πατάει με μανία το κουμπί για να σβήσει την ασφυξία του ήλιου.
Στην οθόνη του κινητού μου το όνομα της φίλης μου με ένα μαγιό δίπλα. Αναρωτιέμαι τι θέλει, σήμερα είναι η μεγάλη μέρα, με τη μεγάλη ζέστη και τις μεγάλες προσδοκίες. Ο τύπος θα πάει σπίτι της τελικά, τέρμα τα χαζοφλερτάκια και τα χαζοποτάκια και αυτά τα αδέξια χαϊδέματα στα χέρια, ώρα για ενήλικο, παθιασμένο σεξ που πού να τους βγάλει δηλαδή, σε μια τεράστια αποξένωση, αλλά τώρα μην τα λέμε αυτά, είναι η ώρα των παθιασμένων ενηλίκων, σαν τα παππούδια με τις τομάτες, θα νικήσουμε.
“Μου χάλασε το air condition” μού λέει.
Γελάμε υστερικά, δυνατά, σαν αυτές τις φτιαχτές φωτογραφίες από image banks που είναι δύο κορίτσια με πλεξούδες η μία και με τα χέρια σφιχτά στροβιλίζονται ξέφρενα πάνω σε μια αμμουδιά, πρόσκαιρες στιγμές ευτυχίας, αλλά τις πιστεύω.
Και ξαφνικά. Τη λυπάμαι και αυτή. Τη φίλη μου με το χαλασμένο air condition.
Τη σκέφτομαι γυμνή με έναν αμφίβολο σύντροφο που δεν ξέρει ακόμα τι γεύση θα έχει ο ιδρώτας του, μέσα σε ένα καζάνι που βράζει. Τα σεντόνια να κολλάνε και να τους πνίγουν σε ένα αντίστοιχα αμφίβολο σεξ, οι πιθανότητες πάντα είναι με την καταρράκωση του εγκεφάλου και του κορμιού που ακολουθεί και ποτέ υπέρ του σινεμά, και τη λυπάμαι και αυτή που την πιο ζεστή μέρα του χρόνου θα κολλήσει το στήθος της με τις τρίχες του στήθους ενός αγνώστου που βρυχάται.
Λυπάμαι εκείνη και όχι αυτούς που ξαπλώνουν νωχελικά μόνοι, παρέα με ένα θαυματουργό μηχάνημα χαμογελαστό, που δημιουργεί αέρινες ψευδαισθήσεις, μια αγαλλίαση και μια υπεροψία για την κάψα εκεί έξω, μια κουρτίνα λινή που ίσα που κουνιέται, ένα κρασί με άλλη γεύση από εκείνο που κουβάλησαν το πρωί τα παιδιά από την κάβα κάτω από τις ξινισμένες τους μασχάλες.
Όλες αυτές οι αληθινές ιστορίες, για να πω ότι τόσο πολύ σιχαίνομαι τη ζέστη.

 

Ελίνα Δημητριάδη