Η (όποια) ελληνική ψυχή, το Πάσχα αισθάνεται ένα μικρό σκίρτημα. Με καταγωγή και ιδιαίτερη πατρίδα των γονιών μου πριν μετοικήσουν στη Θεσσαλονίκη, ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, ανασύρω σήμερα ένα άλλο Πάσχα, όπου το μικρότερο μέλος της οικογενείας ήμουν εγώ. Από το Μαρτίνο λοιπόν σήμερα, κοντά στο Θεολόγο και με επίνειο τη Λάρυμνα της Λάρκο (με το εργοστάσιο στο χρώμα της σκουριάς να δεσπόζει στον μικροσκοπικό αρχαίο όρμο της Φθιώτιδας, απέναντι από τα βουνά της Β. Εύβοιας) και δια μέσω του Dropbox, ανακάλεσα στο μυαλό μου αυτή τη φωτογραφία την ώρα που έβλεπα από το πρωί έξι «σφαχτά» να περιστρέφονται στο μικρό τσιμεντένιο «ξέφωτο» ανάμεσα σε ανακαινισμένα παλιά σπίτια, δυο βήματα από την πλατεία του «χωριού» των 2.800 κατοίκων. Ο τρόπος που οι ντόποιοι αρβανίτες (από τις ελάχιστες εξαιρέσεις εκτός Αττικοβοιωτίας) έχουν συστηματοποιήσει το ψήσιμο των σφάγιων με έκανε να θυμηθώ το μαρτύριο της κάψας κατά τη διάρκεια της περιστροφής όταν ήμουν στην ηλικία του γιου μου. Στη φωτό διακρίνεται από αριστερά ένα (απίθανα στεγνό αρνάκι), ο πρώτος μου ξάδελφος Χρήστος (Κίτσος) με το αεροβόλο για «τσόνια» (σπουργίτια, φοβερός μεζές όταν είσαι παιδί…) παρά πόδα, η σκαμπρόζα (μεσαία) λίγο μεγαλύτερη αδελφή μου Βάσω με την κίτρινη μπλούζα, ο υποφαινόμενος σε στάση προσοχής, πίσω μου η (μακαρίτισα) αδελφή του πατέρα μου και θεία μου Βασίλω, δίπλα της ο σύζυγος της Θόδωρος (Ντόντος) με το τσίπουρο έτοιμο για πρόποση και το καβουράκι απο τη Δυτ. Γερμανία, δίπλα ο γείτονας Κώστας (Γκουντής) και ο καθήμενος ψήστης και παροχέας των κρεάτων από το μικροσκοπικό του κοπάδι, συνονόματος μου παππούς (Καρλουγιάνν’ς – πέθανε το ’89). Τη φωτογραφία τράβηξε ο πατέρας μου και μπορώ να πω ότι το κάδρο του είναι σωστό.