Πρωταγωνιστές του δράματος οι εξής:
Ένας κάτοικος του κέντρου που μόλις έχει τελειώσει την πρωινή ραδιοφωνική του αποστολή και θέλει να πάρει το αγαπημένο του σάντουιτς από το αγαπημένο του σχετικό μέρος για να συνεχίσει την ημέρα με τις υπόλοιπες επαγγελματικές ασχολίες του.
Ένας περαστικός, φίλος του προηγούμενου με τον οποίο συναντήθηκαν τυχαία, που έχει κατέβει στο κέντρο από το κατάστημά του στο Παγκράτι, προκειμένου να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες στην τράπεζα.
Μια κυρία που έχει τον ίδιο σκοπό, ακριβώς στο διπλανό τραπεζικό υποκατάστημα μάλιστα, αλλά δεν μπορεί να προσεγγίσει την οδό Όθωνος. Στην Αμαλίας έτσι κι αλλιώς έχει παρέλαση, ενώ το τείχος που σχηματίζουν οι αστυνομικές κλούβες ενωμένες με τα σιδερένια προστατευτικά κάγκελα απαγορεύει την πρόσβαση κι από τη Φιλελλήνων.
Ο βαριεστημένος αστυνομικός που είναι επιφορτισμένος με την τηρηση της απαγόρευσης διέλευσης στο συγκεκριμένο σημείο. Ντριμπλάρει με ευκολία τους υπόλοιπους, αλλά η κυρία που θέλει να πάει στην τράπεζα αποδεικνύεται, ως αναμενόταν, σκληρό καρύδι όταν του βάζει το προφανές τάκλιν. «Πώς θα εμποδίσω την παρέλασή ΣΑΣ αν μετακινηθώ δέκα μέτρα πιο πάνω για να κάνω τη δουλειά για την οποία έχω φύγει από την εργασία μου;». Στο τρίτο «τι να σας πω, αυτές είναι οι εντολές μου» έχει διατυπωθεί ήδη το αίτημα ακρόασης της κυρίας από τον κοντινότερο ανώτερο.
Ο κοντινότερος ανώτερος, τον οποίο «δίνει», δείχνει ήθελα να πω, ο προηγούμενος αστυνομικός, δεν απέχει περισσότερα από δέκα βήματα όμως κάνει με αξιοζήλευτη δεξιότητα τον Κινέζο στις στριγγλιές, αιτιάσεις ήθελα να πω, της κυρίας. Φουρκίζοντάς την ακόμα πιο πολύ.
Το πλήθος που προσπαθεί να καταλάβει αν και γιατί το σημείο – τα κρίσιμα 30-40 μέτρα της οδού Όθωνος που φέυγουν τα λεωφορεία για το αεροδρόμιο – είναι no man’s land. Ο συνηθισμένος «περαστικός τύπου Μητσάρας» που έλκεται από το μπούγιο και ρωτάει εμένα «τι γίνεται;» (σώθηκε), δυο τρεις πιτσιρικάδες που κάνουν χαβαλέ, κάποιοι νοικοκυραίοι που τα βάζουν με το κράτος έχοντας το αγανακτισμένο ύφος που προβάρουν χρόνια για τη μια φορά στη ζωή τους που μπορεί και να το χρησιμοποιήσουν on camera, ο μετανάστης που δεν καταλαβαίνει ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα από μας, ο κουλουρτζής στην απέναντι γωνία που γελάει σαν το σοφό του έργου.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, στην κορυφή του πλακόστρωτου της Ερμού, οι ταλαίπωρες καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών – αυτές που χαλάνε την αισθητική της Λουί Βιτόν δημοσιογραφίας – να προσθέτουν αγνό σουρεαλισμό φωνάζοντας συνθήματα μέσα από την ξεψυχισμένη μικροφωνική τους.
Τέλος, είναι και οι μαθητές που συμμετέχουν στην παρέλαση για την 25η Μαρτίου και προσπαθούν να προσεγγίσουν το «χώρο δράσης» τους π.χ. από την Ξενοφώντος, υποχρεωμένοι να δεχθούν σωματικό έλεγχο από τους αστυνομικούς λες και πρόκειται να μπουν σε ντέρμπι υψηλού κινδύνου.

Είναι 24 Μαρτίου γύρω στις 10.30 το πρωί και, κυριολεκτικά, σε μια μικρή γωνιά της Αθήνας επικρατεί κομφούζιο. Γραφικά χαριτωμένο, αν το περισσότερο που έχεις να χάσεις είναι το αγαπημένο σου σάντουιτς όπως εγώ ή αν είσαι cool by default όπως ο φίλος μου. Εξοργιστικό, αν δεν είσαι κουλ ή μπαίνεις στα παπούτσια της δικαιολογημένα έξαλλης κυρίας που δεν μπορεί να κυκλοφορήσει στο κέντρο της πόλης της ακριβώς γιατί πρέπει να γίνει μια εκδήλωση που προϋποθέτει την ύπαρξη κοινού, δηλαδή δυνητικά και της ίδιας.
Διαβάζεται κι αλλιώς. Οι παρελάσεις – μαθητικές, στρατιωτικές, δεν έχει σημασία – επιτέλους συμβαδίζουν, και μάλιστα σε πρακτικό καθημερινό επίπεδο, με την παράνοια της ύπαρξής τους τον 21ο αιώνα στη δυτική πρωτεύουσα μιας προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Είναι οριακά μπανάλ να αναπαράγουμε το χιλιοειπωμένο αντιμιλιταριστικό επιχείρημα περί κατάργησης των παρελάσεων. Όχι γιατί δεν ευσταθεί, αλλά  γιατί είναι εντελώς άτοπο να απαιτείται από μια κυβέρνηση που έχει ως πρώτο της μέλημα την αποζημίωση των ενστόλων και διατυμπανίζει ως βασική της αρετή, δια στόματος του γενικού γραμματέα και του πλέον εξωστρεφούς υπουργού της, τον αντικομμουνισμό.

Όμως, αφού δεν είμαστε έτοιμοι για κάτι πιο pop, αφού δεν μπορούμε να μπολιάσουμε τους εορτασμούς των εθνικών απετείων π.χ. με την αφέλεια των πυροτεχνημάτων της 4ης Ιουλίου (όχι ότι είναι κι απαραίτητο κιόλας), αφού δεν μπορούμε να τις απαλλάξουμε από τις εμφυλιοπολεμικές αναφορές, θα τις βλέπουμε χρόνο με το χρόνο να δημιουργούν όλο και περισσότερα προβλήματα. Από την αστυνομική κινητοποίηση για τον αποκλεισμό των ψεκασμένων που δημιουργούν προβλήματα αδειάζοντας τις τσέπες τους στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέχρι την αποκρουστική εισβολή των φασιστών (όπως πριν λίγα χρόνια με τους ΟΥΚαδες και τα συνθήματά τους) και τις απλές καθημερινές αστικές δυσλειτουργίες σε μια πόλη που δεν αντέχει να μεγαλώσει κι άλλο το ρεπερτόριό της σε τέτοιες. Αναπόφευκτα, κι ελπίζω σύντομα, θα τις καταργήσει η ίδια η ζωή. Η «παρέλαση με προσκλήσεις» των τελευταίων χρόνων, μοιάζει με το τρέιλερ των τίτλων τέλους.

Παναγιώτης Μένεγος