το οροπέδιο της νίδας στον ψιλορείτη

χίλια τετρακόσια μέτρα πάνω από τη θάλασσα δέκα χιλιάδες πρόβατα τρώνε το χορτάρι του οροπεδίου παράγοντας το παχύ τους γάλα και δεκάδες τουρίστες επισκέπτονται καθημερινά το ιδαίον άντρον, τη σπηλιά που γεννήθηκε ο δίας. ανάμεσά τους μετέωρη η ταβέρνα του στελή, όπου πηγαίνουν οι τουρίστες για νερό και τουαλέτα και οι βοσκοί γιατί εκεί είναι το καφενείο τους.

«η αφροδιτούλα μου! η αφροδιτούλα μου είναι γαϊδούρα, τη φωνάζω έτσι γιατί είναι όμορφη σαν τη θεά αφροδίτη! είναι γκαστρωμένη, είναι στις μέρες της να γεννήσει, περιμένω πώς και πώς να κατεβάσει γάλα να το δοκιμάσω, είναι λέει το καλύτερο γάλα το γάλα της γαϊδούρας.»«τι το θέλεις το γαϊδούρι;» «μ’ αρέσει να την καβαλικεύω και να παένουμε βόλτα, όμως θα αγοράσω από τη σαντορίνη καμιά δεκαριά και θα πουλάω το γάλα στις φαρμακοβιομηχανίες, το είδα στην τηλεόραση.» του λέω «στελή θα βγάλουμε την εταιρεία το ”γάλα της αφροδίτης, στελής χ”». ενθουσιασμένος με χτυπάει με την κατσούνα του στα πόδια. ο στελής είναι ένας από τους δεκαπέντε-είκοσι βοσκούς του οροπεδίου, ο πηγαίος τρόπος του στην επικοινωνία, ο επαγγελματισμός του στην εργασία του και η ταύτισή του με τον τόπο, δείχνουν καθαρό άνθρωπο που έρχεται από παλιά, από την εποχή του δία.

στο οροπέδιο μας πήγε ο μήτσος, ιδιαίτερος άνθρωπος με πολλά ταλέντα και σεμνότητα. διασχίσαμε το οροπέδιο, για να φτάσουμε στο μιτάτο της οικογένειάς του. «στο οροπέδιο κάθε οικογένεια ξέρει το μέρος της, τα μιτάτα είναι φτιαγμένα με ξερολιθιά αλλά δεν περνά η βροχή, παλιά μέναν εδώ, τώρα πηγαινοέρχονται από τα ανώγια, τα χρησιμοποιούν όμως για να τυροκομούν». την προηγούμενη μέρα έγινε ζωοκλοπή, εβδομήντα-ογδόντα πρόβατα εξαφανίστηκαν. «υπάρχει ομερτά κανείς δε μιλά, ακόμα και μέσω μεσάζοντα να τα βρεις τα πρόβατα δεν θα μάθεις ποιος τα πήρε, αν δεν τα βρεις θα πας να κλέψεις κι εσύ, κανείς δεν τιμωρείται». στη διαδρομή ο μήτσος μας μίλαγε για τα φυτά και τους θάμνους του οροπεδίου· για τον έρωτα –το δίχταμο δηλαδή– που φυτρώνει στις απόκρημνες κορφές, εκεί που ούτε κατσίκια μπορούν να πάνε· και για την «μαύρη κορφή» που μας δείχνει μέσα από τα σύννεφα στη νοτιοδυτική πλευρά. «μαύρη κορφή όντε σε δω / τα νέφαλα ζωσμένη / θαρρώ πως είσαι κοπελιά / τη σάρτσα στολισμένη», μας απήγγειλε· δικοί του οι στίχοι και τους τραγουδά ο ψαρογιώργης.

μετά από λίγες μέρες επιστρέψαμε και μείναμε δυο μέρες στην ταβέρνα του στελή σ. είναι δημοτικός ξενώνας των ανωγίων που όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και το μεγαλύτερο μέρος του κτιρίου είναι ερείπιο. η ταβέρνα του στελή είναι το κουκούλι του οροπεδίου· μείναμε δυο μέρες μήπως αφουγκραστούμε τον τόπο και τους ανθρώπους του. ο στελής είναι βοσκός και με την οικογένειά του διαχειρίζεται την ταβέρνα· λίγος κόσμος έρχεται από τους βιαστικούς τουρίστες που ανεβαίνουν στο ιδαίον άντρον, οι περισσότεροι μπαίνουν στο μαγαζί για τουαλέτα και νερό. ο στελής όταν τελειώσει το άρμεγμα και το τάισμα των προβάτων κάθεται στο τραπέζι με καφέ και τσιγάρο και ρίχνει πασιέτζες· σταθεροί θαμώνες ο άλλος στελής –με την αφροδίτη– και ο λίνος από την αυλώνα της αλβανίας, «τα λεφτά είναι λίγα αλλά το κάνω γιατί μ’ αρέσει, έτσι έχω μεγαλώσει. λεφτά βγάζω το χειμώνα από το λάδι». μιλάει με άψογη κρητική διάλεκτο, «επαέ είμαι δεκαπέντε χρόνια».

την άλλη μέρα το πρωί –σάββατο είκοσι έξι ιουνίου– από τον στελή μαθαίνω για το δημοψήφισμα. «δεν έχει σημασία ό,τι και να βγει, ναι ή όχι, εφόσον δεν μας βγάζουν από την ευρώπη των μνημονίων και δεν εφαρμόζουν μια μαρξιστική πολιτική υπέρ της λαϊκής τάξης, είτε με ναι είτε με όχι θα διαχειρίζονται την κρίση τους». κομμουνιστής από νεαρός ο στελής είναι ψύχραιμος, «μη φοβάσαι, τίποτα δεν θα γίνει».

συννεφιά σήμερα και το φως αλλάζει συνεχώς στο οροπέδιο, ο μήτσος είχε δυο χρόνια την ταβέρνα τη δεκαετία του ογδόντα, πριν την πάρει ο στελής· «το βράδυ ήταν πανέμορφα, έβγαινα έξω κι άκουγα τα κουδούνια από τα πρόβατα, τα κελαηδήσματα των πουλιών και κοιτούσα το φεγγάρι που πρόβαλλε μέσα από τα σύννεφα και φώτιζε το οροπέδιο». το απόγευμα βροχή, αστραπές και βροντές· αποκλειστήκαμε στην ταβέρνα, από το ράδιο ακούγαμε τη συζήτηση στη βουλή για το δημοψήφισμα· τη στιγμή που η πρόεδρος της βουλής είχε εκνευρίσει και τον ήρεμο κουτσούμπα έγινε διακοπή ρεύματος.

το πρωί της κυριακής ο στελής τηλεφώνησε στη δεη· δύσκολο να στείλουν συνεργείο, μάλλον από δευτέρα· ο στελής σκεφτόταν τι να κάνει με τα κρέατα, μάλλον θα τα έθαβε στο χιόνι της σπηλιάς, στο ιδαίον άντρον. πήγα μαζί του στα ζώα, αφού περίτεχνα ξεχώρισε πρόβατα από αρνιά, –αρνιά είναι τα νεογέννητα ως δέκα μηνών– μαζί με δυο βοσκούς τα άρμεξαν· το καλοκαίρι αρμέγουν μόνο το πρωί. οι βοσκοί καθοδηγώντας τα με το αυτοκίνητο, με σφυρίγματα και κινήσεις των χεριών ξεχωρίζουν τα δικά τους πρόβατα από τα ξένα και μετά αυτά πειθαρχημένα μπαίνουν στο μαντρί. επιστρέψαμε στην ταβέρνα, η γνωστή παρέα στέλης σ, στελής κ, και λίνος, την ησυχία μας έσπασε ένα γκρούπ ελλήνων τουριστών που ήρθαν για καφέ. ο στελής ήταν μόνος του, σήμερα δεν είχε ανέβει ούτε η γυναίκα του, ούτε η κόρη του, ψύχραιμος όμως το επόμενο μισάωρο έφτιαξε καμιά εικοσαριά καφέδες και μερικά ροφήματα, όλοι έφυγαν ικανοποιημένοι. με τον άλλο στελή σχεδιάζαμε την εταιρεία με το γάλα από τις γαϊδούρες. «άμα έβγει αρσενικό το γαϊδουράκι, θα το λέω ορφέα».

αφορμή για το θέμα η συμμετοχή μου στο caravan project. το caravan για λίγες μέρες ακόμη θα είναι στον δημοτικό κήπο ρέθύμνου· αν όλα πάνε καλά την τετάρτη οκτώ ιουνίου η σκηνή του caravan θα στηθεί στη μέση του οροπεδίου της νίδας, ανάμεσα στα πρόβατα και κάτω από τα αστέρια, εκεί που μοιάζει να είναι η φυσική του θέση, για μια γιορτή με τους βοσκούς.

 

Γιάννης Κωσταρής

Share
Published by
Γιάννης Κωσταρής