Περάσατε κι εσείς την καραντίνα γεμίζοντας κι αδειάζοντας «καλαθάκια» on-line;

Από τις 13 Μαρτίου που μπήκαμε όλοι σε καραντίνα, ακούω και διαβάζω παντού να λένε πως όλο αυτό είναι ίσως μια ευκαιρία να περάσουμε χρόνο με τον εαυτό μας, να σκεφτούμε, να διαβάσουμε όλα εκείνα τα βιβλία που περιμένουν αδιάβαστα στη βιβλιθήκη μας, αλλά και να κάνουμε οικονομία, αφού πλέον τα έξοδα θα ήταν μόνο τα απαραίτητα. Τα πρώτα δυο τα είχα αποκλείσει εξ αρχής ήξερα πως θα περνούσα μάλλον το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου στα social media μιλώντας με γνωστούς και φίλους, το διάβασμα δυστυχώς το εγκατέλειψα νωρίς, αφού έχασε πανηγυρικά στη μάχη με το YouTube, την οικονομία όμως την πίστεψα. Την πίστεψα βαθιά και δυστυχώς, λίγα 24ωρα πριν την άρση των περιορισμών μετακίνησης, μπορώ να πω με ασφάλεια ότι ήταν εκείνη που με πρόδωσε περισσότερο απ’ όλους.

Όντως τις πρώτες μέρες δεν είχα χαλάσει ούτε σεντ για πράγματα που δεν είχαν να κάνουν με το φαγητό, μέχρι που μια μέρα αποφάσισα να περπατήσω δυο τετράγωνα παραπάνω για να πάω σε ένα μεγαλύτερο σούπερ μάρκετ. Λάθος. Μοιραίο. Σε έναν από τους διαδρόμους του μου έκλεισαν το μάτι κάτι μάσκες προσώπου. Και κάπου εκεί ξεκίνησε η κατηφόρα, αφού πηγαίνοντας σπίτι έκανα το μοιραίο λάθος να γκουγκλάρω ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να τις χρησιμοποιείς. Σε κλάσματα δευτερολέπτου μπορώ να πω, αν και θα ακουστώ υπερβολική, το timeline μου είχε γεμίσει από χορηγούμενες διαφημίσεις για όλων των ειδών τα καλλυντικά. 

Από το πουθενά μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να αγοράσω βιβλία, ενώ είχα ήδη μπόλικα αδιάβαστα, να πάρω αθλητικό κολάν ενώ δεν γυμνάζομαι, να αγοράσω λαμπάδα, ενώ δεν θα πήγαινα στην Ανάσταση. 

Στην προσπάθεια τους να μην χάσουν το κοινό τους, αλλά και κάποιο μέρος από τα έσοδά τους, πολλά καταστήματα έβαλαν προσφορές στα e-shops τους. Παρά τις νέες συνήθειες που έφερε και στην αποστολή δεμάτων η πανδημία και την αμηχανία των πρώτων ημερών για την επαφή με τον κούριερ, όλα εκμηδενίζονταν στη θέα ενός κραγιόν σε 25% έκπτωση. Τουλάχιστον για μένα, αλλά και για πολλούς ανθρώπους που ξέρω. Τώρα τι θα το κάνεις το κραγιόν, αφού μένεις όλη μέρα σπίτι, αυτό είναι μια άλλη πολύ μεγάλη συζήτηση. Σιγά-σιγά, το ψηφιακό μου ίχνος μετέτρεπε το καθετί που γκούγκλαρα σε διαφήμιση στα social media μου. Από το πουθενά μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να αγοράσω βιβλία, ενώ είχα ήδη μπόλικα αδιάβαστα, να πάρω αθλητικό κολάν ενώ δεν γυμνάζομαι, να αγοράσω λαμπάδα, ενώ δεν θα πήγαινα στην Ανάσταση. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τι είναι αυτό όμως που έκανε τα ιντερνετικά καλαθάκια να μοιάζουν τόσο ελκυστικά την περίοδο της καραντίνας; 

Μην το πολυαναλύσουμε, όταν ένα προϊόν εμφανίζεται συνεχώς μπροστά σου, αρχίζεις όντως να πιστεύεις πως το έχεις ανάγκη. Κι όταν μπορείς να το αποκτήσεις με ένα απλό κλικ, που κάνει την διαδικασία ακόμα πιο θελκτική, αφού δεν χρειάζεται να τρέχεις από όροφο σε όροφο, ούτε να ψάχνεις να βρεις το τελευταίο κομμάτι στο νούμερο σου κάπου μέσα στο μαγαζί και δεν στήνεσαι στην ουρά για να πληρώσεις. Στο online shopping όλα γίνονται από τον καναπέ σου. Στον καναπέ σου βλέπεις την διαφήμιση και στον ίδιο καναπέ πληκτρολογείς τα ψηφία της κάρτας σου. Τα χρήματα βέβαια, ξοδεύονται το ίδιο, είτε είναι μετρητά και τα κρατάς στο χέρι, είτε είναι στην τράπεζα και δεν τα βλέπεις όταν αφήνουν τον λογαριασμό σου.

Ειδικά όταν βρίσκεσαι σε μια τόσο ευάλωτη κατάσταση όπως αυτή της καραντίνας, όπου έχει μπει ένα φρένο στη ζωή σου, χωρίς να ξέρεις πότε θα ξαναπατήσεις γκάζι, όπου όλα μοιάζουν αβέβαια και η μοναξιά μεγεθύνεται ακόμα και σε ένα σπίτι γεμάτο ανθρώπους, το online shopping μπορεί αναπάντεχα να γίνει shopping therapy. Είτε γίνεται μέρα μεσημέρι στην πολύβουη Ερμού, είτε γίνεται στις 3 το ξημέρωμα από το κρεββάτι σου όταν για άλλη μια βραδιά δεν σε παίρνει ο ύπνος. Οι ταινίες και η μουσική υποτίθεται ότι θα μας κρατούσαν παρέα τις μέρες τιη κοινωνικής αποστασιοποίησης, αλλά τις βλέπεις και…τελειώνουν. Ενώ με το «καλαθάκι», έχεις κάτι να περιμένεις…

Κάθε φορά που ανανεώνεις τα μέιλ σου για να δεις αν έχει έρθει κάποια ενημέρωση σχετικά με την παραγγελία σου, κάθε φορά που κάνεις tracking για να δεις πόσο κοντά σου βρίσκεται, όταν σε παίρνει τηλέφωνο ο κούριερ να κατέβεις να παραλάβεις το δέμα σου… Όλα αυτά σε μια περίοδο που η μέρα σου μοιράζεται ανάμεσα στην κουζίνα και το σαλόνι, έγιναν  τελετουργία που έκανε την καθημερινότητα λιγότερο βαρετή. Από την άλλη, όλα αυτά που παραγγέλνεις σου δίνουν και μια ελπίδα. Εκείνο το κραγιόν που αγοράζεις σε έκπτωση ελπίζεις ότι θα το φορέσεις πολύ σύντομα όταν θα βγαίνεις για κοκτέιλ και το βιβλίο που παρήγγειλες (αλλά δεν διάβασες) στην καραντίνα, ελπίζεις πως θα το ανοίξεις σε μια ξαπλώστρα σε κάποιο νησί του Αιγαίου.

Τα brands, για άλλη μια φορά, τα κατάλαβαν όλα αυτά. Τα ενίχυσαν, αν θέλετε. Προσπαθώντας να μείνει ζωντανό το retail βγάζει την μια προσφορά μετά την άλλη, ξέροντας ότι σε μια τέτοια κατάσταση λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να αντισταθούν σε μια… «καλή προσφορά» (άλλη και μεγάλη κουβέντα, τι σημαίνει αυτό). Ζούμε σε στην εποχή της άμεσης, στιγμιαίας ικανοποίησης. Όλα σε κάνουν να πιστεύεις πως αν έχεις περισσότερα υλικά αγαθά, τόσο πιο ευτυχισμένος ή ολοκληρωμένος θα είσαι. Κι όντως μπορεί να αισθανθείς μια κάποιου είδους ευτυχία, όταν ο κούριερ χτυπήσει την πόρτα σου, αλλά εγγυημένα δεν θα κρατήσει πάνω από ένα 20λεπτο. Δυστυχώς. 

Τον τελευταίο μήνα έχω γεμίσει κι αδειάσει (ευτυχώς) άπειρα ιντερνετικά καλαθάκια. Ξεκινάω πάντα με πολύ όρεξη να αγοράσω σκουλαρίκια σε έκπτωση, πουλόβερ σε έκπτωση κι ας πλησιάζει Μάης, κρέμες προσώπου σε έκπτωση κι ένα σωρό άλλα πράγματα που είτε τα έχω ήδη, είτε μου είναι πραγματικά άχρηστα. Τα ψώνια είναι ωραία, το να βομβαρδιζόμαστε 24 ώρες το 24ωρο από διαφημίσεις που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι τα ψώνια είναι κι αναγκαία, ε, αυτό δεν είναι καθόλου ωραίο και για κάποιους από εμάς απαιτεί μεγάλη δύναμη για να μπορέσουμε να αντισταθούμε και να μην γεμίσουμε άλλο ένα καλαθάκι. 

For the record, έφτασα να θέλω να παραγγείλω 77 ευρώ σε κάλτσες. Ευτυχώς τελευταία στιγμή θυμήθηκα πως δεν τις αγαπώ ιδιαιτέρως και το άδειασα το καλάθι…

Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι

Γεννήθηκε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνισμού. Ζει στην Αθήνα από το 1997, παράτησε με μεγάλη επιτυχία το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Παντείου και από το 2017 ασχολείται με την δημοσιογραφία.

Share
Published by
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι