«Ήρθε απ’ το στενό και ανέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην πίσω πόρτα, όπως έκανε πάντα…» Η ταινία Έμφυτο Ελάττωμα (Inherent Vice) ξεκινά μ’ αυτά τα λόγια, ακριβώς όπως και το ομώνυμο, έβδομο και προτελευταίο, προς το παρόν, βιβλίο του μυθικά απρόσιτου Αμερικανού συγγραφέα Τόμας Πίντσον, που με τα δύο τελευταία έργα του μοιάζει να θέλει να μας πείσει ότι ακόμα κι όταν έγραφε πυκνά και κατά τόπους αδιαπέραστα λογοτεχνικά έπη όπως το V ή το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, πριν κοιμηθεί τις νύχτες διάβαζε στάνταρ Ρέιμοντ Τσάντλερ (και μετά ονειρευόταν Ρέιμοντ Τσάντλερ). Το mood το επιβάλλει εξαρχής ο αόρατος αφηγητής, η φωνή του οποίου – αφού πρόκειται για νουάρ αφήγηση – υποθέτεις όταν ξεκινάς την ανάγνωση οτι είναι αντρική, θυμόσοφη, μοιρολατρική, βραχνή από τα ουίσκια και τα τσιγάρα (ή τους μπάφους, εν προκειμένω).
Μόνο που στην ταινία, η φωνή του αφηγητή είναι γυναικεία (κοριτσίστικη μάλλον), τσιριχτή, ανέμελη και ανήκει σε χαρακτήρα που συμμετέχει στην πλοκή όχι ακριβώς ως από μηχανής θεά αλλά κυρίως ως επίμονα θετική αύρα στη χαώδη καθημερινότητα του θολωμένου γενικά – από ελαφρά και ημίσκληρα ναρκωτικά, όχι πρέζα όμως – αλλά διαυγούς όταν πρέπει, κεντρικού ήρωα, ιδιωτικού ντετέκτιβ Λάρι «Ντοκ» Σπορτέλο. Η φωνή ανήκει στη διάσημη στους κύκλους της σύγχρονης avant pop τραγουδοποιίας Joanna Newsom, η οποία στο υποκριτικό της ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη, υποδύεται την αστροχίπισα Sortilège, που στην ταινία αναβαθμίζεται σε σχέση με την παρουσία της στο βιβλίο.
Αυτές είναι οι ελάχιστες ανατροπές που επιχείρησε ο σκηνοθέτης Πολ Τόμας Άντερσον (ο κορυφαίος είναι – ό,τι θέλει κάνει) σε σχέση με το πρωτότυπο κείμενο του Πίντσον, καταλήγοντας σε μια πιστή – στο πνεύμα και στο γράμμα – μεταφορά, τόσο πιστή όσο και το Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους των αδελφών Κοέν από το βιβλίο του Κόρμακ Μακ Κάρθυ. Το ζήτημα όμως δεν είναι να είναι η ταινία ιδρυματικά πιστή στο βιβλίο – το περσινό έξοχο Κάτω από το Δέρμα είχε κρατήσει μόνο το βασικό θεματικό άξονα του βιβλίου του Μισέλ Φέιμπερ – αλλά να στέκεται αυτόνομα και περήφανα στο δικό του κινηματογραφικό σύμπαν.
Στο γύρισμα του Έμφυτου Ελαττώματος, ο Π.Τ.Α. δεν ενδιαφέρεται για μαγκιές και εντυπωσιασμούς που ενδεχομένως να επιστράτευε στα πρώτα χρόνια της εντυπωσιακής καριέρας του, ούτε και για τις προσδοκίες που μπορεί να έχουν οι θεατές για ένα ναρκω-νουάρ κωμικοτραγικών αποχρώσεων που τοποθετείται στο «καμμένο» Λος Άντζελες του 1970, μετά το καλοκαίρι της αγάπης και μετά το καλοκαίρι του Τσάρλι Μάνσον. Καταφέρνει όμως να αποκρυσταλλώσει ιδανικά την ατμόσφαιρα αιώνιου λυκόφωτος του βιβλίου («… αυτή η μαζική άρνηση της πορείας του χρόνου… μια πόλη αφοσιωμένη στο προϊόν της ψευδαίσθησης … νόμιζες ότι για να αναληφθούν αρκεί μόνο μια στιγμή, ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού στην αιωνιότητα…») κατασκευάζοντας ένα σύγχρονο (γυρισμένο δηλαδή μετά τα ένδοξα ’40s) «LA noir» ισάξιο του Μεγάλου Αποχαιρετισμού του Άλτμαν και του Τσάιναταουν του Πολάνσκι.
Πίσω από το σαρδόνιο χιούμορ και τις τρελές κι απίθανες καταστάσεις που μπλέκουν τόσο οι νηφάλιοι όσο και οι αμετάκλητα «λιωμένοι» χαρακτήρες του έργου, ελοχεύει μια βαθιά μελαγχολία, μια θλίψη για τις απώλειες, τις χαμένες ευκαιρίες, τις πόρτες που δεν άνοιξαν. Στη σκηνή φλασμπάκ που ο «Ντοκ» θυμάται εκείνη τη μέρα που ψάχνονταν με τη Σάστα απελπισμένοι για «να γίνουν», δεν βρήκαν τίποτα αλλά κατέληξαν αγκαλιασμένοι στη βροχή (με υπόκρουση Neil Young), μου ανέβηκε ένας κόμπος στο λαιμό που δε λέει να φύγει. Η μουσική επένδυση είναι άψογη (με την επιμέλεια του Jonny Greenwood, όπως και στις προηγούμενες ταινίες), απλά εύχεται κανείς να μην είχε «κοπεί» από την ταινία ο χαρακτήρας του Tito (που να χωρέσει όλος αυτός ο εκκεντρικός θίασος του βιβλίου) που άκουγε Ρόζα Εσκενάζυ («η ρεμπέτισσα Bessie Smith») στο αυτοκίνητο και τραγουδούσε με χίπικο νταλκά «τι άτιμο μεράκι».
Αδιαφορώντας επίσης για την εμμονική τάση πολλών σύγχρονων δημιουργών να μπουκώνουν ταινίες τοποθετημένες στο πρόσφατο παρελθόν με ατέλειωτες λεπτομέρειες περιόδου στα ρούχα, τα αξεσουάρ κλπ, ο Άντερσον δεν μεταχειρίζεται τα πρώιμα 70s ως μακρινή, εξωτική χώρα. Όπως κι ο Πίντσον, επιθυμεί τη σύνδεση με την εποχή μας, στην οποία επίσης κυριαρχούν τόσο «οι αρχέγονες δυνάμεις της απληστίας και του φόβου», όσο και ο «ατέλειωτος μεσοαστικός κύκλος επιλογών που μόνο επιλογές δεν είναι». Το έργο είναι αστυνομικό νουάρ, αλλά η μπλεγμένη υπόθεση δεν επιλύεται ποτέ, ούτε το μυστήριο πρόκειται να διαλυθεί: κάθε έγκλημα σκεπάζει το προηγούμενο, ώσπου καταλήγεις στο όραμα μιας κοινωνίας σε μόνιμη παραζάλη και διάλυση, όπου το μόνο που σε βαστάει, σύμφωνα με την τελευταία πρόταση του βιβλίου, είναι η ελπίδα «να χαθεί μακριά η ομίχλη, και κάτι άλλο αυτή τη φορά, κάπως, να βρεθεί στη θέση της».