«Ο Παύλος Ζει/ Τσακίστε τους Ναζί»: Οι έξι λέξεις που είναι πιο δυνατές από τα μαχαίρια

Δεν ξέρω πως θα εξελιχθεί η καμπύλη της πανδημίας το επόμενο διήμερο, μάλλον όχι ανακουφιστικά. Ίσως γιατί δεν απέδωσε ακόμα το ρηξικέλευθο και επιστημονικά τεκμηριωμένο μέτρο  του κλεισίματος των περιπτέρων μετά τις 12. Ίσως θα πρέπει να κλείνουν τελικά όλα στις 10 ή στις 8, όπως αφήνουν τρομολαγνικά να διαρρεύσει οι ιθύνοντες του κρατικού υγειονομικού σχεδιασμού. Να ζούμε μόνο για να δουλεύουμε.

Είναι πρωτόγνωροι οι τελευταίοι μήνες. Ο φόβος και η φαιδρότητα κονταροχτυπιούνται διαρκώς σε μια αμφίρροπή ζυγαριά. Αλλά επειδή τελικά δε ζούμε μόνο για να δουλεύουμε, ζούμε για να κάνουμε τις ζωές μας αξιοβίωτες, το πέρασμα μας από τον πλανήτη ουσιώδες και την έγκληση της ιστορίας απόκριση, κάπως για λίγο όλα τα υπόλοιπα έχουν παγώσει και μόνο παρακολουθούμε την κλεψύδρα να αδειάζει, με στοχασμό, αγωνία και διάχυτη συγκίνηση. Είναι οι τελευταίοι κόκκοι, αυτοί που πάντα κυλούν πιο βασανιστικά και γρατζουνάνε τη μνήμη.

Η μνήμη είναι φτιαγμένη από κομμάτια πόνου, λυγμούς και απώλειες. Από την πρώτη κατάθεση του άνδρα που έκατσε μπροστά στους δικαστές και είπε:

«Είμαι ο Παναγιώτης Φύσσας, πατέρας του δολοφονημένου Παύλου Φύσσα», από τη γυναίκα που δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα αλλά έγινε φάρος δύναμης για μια ολόκληρη κοινωνία και το ρίγος που προκάλεσαν τα λόγια της «Ζήτησα να πάω να δω το παιδί μου. Και πήγα στο θάλαμο. Κι είδα το παιδί μου στο νεκροθάλαμο. Γι’ αυτούς που νομίζουν ότι τον τρομάξανε, το παιδί μου δεν τρόμαξε. Κοιμότανε το παιδί μου. Ήταν ένας άγγελος. Κοιμότανε. Προσπαθούσα να τον ζεστάνω», από το κορίτσι που εν μέσω προσωπικών επιθέσεων και απειλών τύπου «Πάρτε την αλλά δεν τη σώζετε» έδειξε τους ενόχους, από την τρεμάμενη αλήθεια του ανθρώπου πήγαν να τον σκοτώσουν την ώρα που κοιμόταν «Αν ήξεραν ότι ήμουν ζωντανός, δε θα με άφηναν. Πίστεψαν ότι με σκότωσαν και είπαν πάμε. Φοβάμαι ακόμα κι όταν περπατάω. Όλοι οι ξένοι φοβούνται. Είμαι πεθαμένος. Ακόμα κι αν με σκοτώσουν έξω από το δικαστήριο, δε θα χει διαφορά. Δε μπορώ πια να ταΐσω τα παιδιά μου», από το σθένος των κομμουνιστών – συνδικαλιστών που περιέγραψαν τη δολοφονική επίθεση: «Δέχομαι το χτύπημα στο κεφάλι, λιποθυμώ. Συνεχίζουν και χτυπάνε τους συντρόφους που πέσανε πάνω μου για να με προστατέψουν… Είχαμε 9 τραυματίες. Ένας είχε τρύπα από καρφί στο χέρι, το είχε σηκώσει για να προφυλάξει το πρόσωπό του. Άλλος σπασμένο χέρι.», από το θάρρος των αυτοπτών μαρτύρων που επέλεξαν να μη γίνουν κομμάτι της αδιαφορίας «του νεκρού βάρους της ιστορίας» που έγραφε ο Αντόνιο Γκράμσι, από τους επιζώντες που στάθηκαν απέναντι στους βασανιστές τους, από την αξιοπρέπεια και την εργατικότητα μιας ομάδας δικηγόρων που έχοντας κινδυνεύσει και τραυματιστεί οι ίδιοι/ες, δε σταμάτησαν να δουλεύουν σχολαστικά και εθελοντικά για να στοιχειοθετήσουν τις κατηγορίες και που άρθρωσαν στο τέλος αγορεύσεις, οι οποίες θα αποτελέσουν νομικά κειμήλια μιας ερεβώδους εποχής, από τη λύπη που πέτρωσε στο πρόσωπο του πατέρα του Σαχζάτ Λουκμάν και ακουμπήσαμε όλοι/ες πάνω της, από τους εκατοντάδες ανθρώπους γνωστούς ή αγνώστους που βρέθηκαν αυτά τα χρόνια στην αίθουσα του δικαστηρίου για να δώσουν μια αγκαλιά, ένα βλέμμα συμπαράστασης ή ένα λουλούδι, από τους χιλιάδες άλλους που πύκνωσαν τις γραμμές του αντιφασιστικού αγώνα.

Μια μέρα έμεινε.

Κι ένας αιώνας ψυχανάλυσης για να αρχίσουμε να αφομοιώνουμε τη θλιβερή διαπίστωση ότι ο χρόνος τελικά δε γιατρεύει τίποτα. Καμία απουσία δεν πρόκειται να υποκατασταθεί, καμία οδύνη δεν πρόκειται να στερέψει. Αντίθετα, αυτά τα πεντέμισι χρόνια που διαρκεί η δική μας «Νυρεμβέργη» όλα τα εγκλήματα ζωντάνεψαν ξανά και ξανά. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν μέτρησαν το χρόνο με τα δάκρυα τους, τις αγρύπνιες τους και τους κόμπους που κατέβαιναν στο λαιμό τους. Είναι επειδή μάλλον, η μνήμη για να δικαιωθεί πρέπει να μείνει ενεργή, καθώς δεν έχουμε εφεύρει ακόμα έναν λιγότερο επώδυνο τρόπο για να τιμάμε τους νεκρούς και να φροντίζουμε τα θρηνούντα υποκείμενα. Αλλά έμειναν δύο μέρες. Μια τελευταία ανάσα. Την Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020, στις 11:00 το πρωί, στην αίθουσα τελετών του Εφετείου, θα ανακοινωθεί η απόφαση για τη δίκη της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης. Γι’ αυτό η ψηφιακή και αστική μας πραγματικότητα διατρέχεται από την κόκκινη στάμπα «Οι ναζί στη φυλακή». Αυτό είναι το άμεσο διακύβευμα της απόφασης, αν δηλαδή το δικαστήριο μετά τον τεράστιο όγκο του αποδεικτικού υλικού που εισφέρθηκε, αποφανθεί ότι η Χρυσή Αυγή εν συνόλω – και όχι μόνο ο Ρουπακιάς και το κάθε μέλος απομονωμένα – είναι μια ναζιστική εγκληματική οργάνωση που πρέπει να τιμωρηθεί για τις ενέργειες της. Καμία άλλη, πιο στρογγυλεμένη ή πιο ψαλλιδισμένη απόφαση δεν αντιστοιχεί στην επίπονη αποδεικτική διαδικασία που προηγήθηκε, στο αποτύπωμα της εγκληματικής δράσης της οργάνωσης και στο βάρος της απειλής για την κοινωνία. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλα σημαντικά διακυβεύματα. Το δικαστικό σώμα ως βασικός πυλώνας της Πολιτείας με πολλές ασυμμετρίες, εθελοτυφλίες και μεροληψίες στο ενεργητικό του ως προς την αντιμετώπιση του ακροδεξιού και εν γένει του ρατσιστικού, σεξιστικού, ομοφοβικού εγκλήματος, θα κοιτάξει στον καθρέφτη. Θα αποφανθεί για το αν θα λήξει η μακροχρόνια αστυνομική και δικαστική ασυλία που απολάμβανε η Χρυσή Αυγή και η οποία οδήγησε σε σωρεία δολοφονιών, βασανισμών, ξυλοδαρμών προσφύγων, μεταναστών, αντιεξουσιαστών, αντιφασιστών. Το γνωρίζουμε καλά ότι ήταν η αίσθηση ατιμωρησίας που την έκανε παντοδύναμη. Οπότε το δικαστήριο την Τετάρτη θα μιλήσει και για τον εαυτό του, θα μας πει αν αποδέχεται την απαράδεκτη απαλλαχτική εισαγγελική εισήγηση ή αν θα θέσει ένα όριο μη ανοχής στης ναζιστική βία. Επίσης, η απόφαση θα έχει σημαντική επίδραση στο μέλλον. Μπορεί η Χρυσή Αυγή να έχει συρρικνωθεί και τριχοτομηθεί – ως απόρροια της δράσης του αντιφασιστικού κινήματος και της δικονομικής αποκάλυψης του εγκληματικού της χαρακτήρα -, με βεβαιότητα όμως δεν έχει εξαλειφθεί η ίδια και οι διάφορες παραλλαγές της, όπως αποδεικνύουν μια σειρά από ρατσιστικές επιθέσεις, με πιο πρόσφατη την επίθεση ακροδεξιών σε εργάτες γης στο Τυμπάκι. Μια κουτσουρεμενη απόφαση θα λειτουργήσει ως οξυγόνο για τους επίδοξους συνεχιστές. Από κει και πέρα σίγουρα ο φασισμός δε νικιέται μόνο στα δικαστήρια. Κυρίως νικιέται στο δρόμο, στα σχολεία, στις γειτονιές, στους εργασιακούς χώρους, εκεί που γεννιούνται οι συνθήκες που ευνοούν την ακροδεξιά ιδεολογία, εκεί που αποχαλινώνεται η νεωτερικότητα και παράγει ξανά τέρατα, εκεί που σφυρηλατούνται οι μηχανισμοί μετατροπής «κανονικών» ανθρώπων σε αδίστακτα θηρία. Εκεί μπορεί να ηττηθούν κιόλας, μεθαύριο και κάθε μέρα. Είναι μια πολύπλευρη και διαρκής σύγκρουση. Την Τετάρτη δεν έχει σημασία μόνο αυτό που θα συμβαίνει μέσα στο δικαστήριο αλλά και έξω από αυτό, στην αντιφασιστική συγκέντρωση.

Μια μέρα, λοιπόν.

Και καθώς περιμένω, σκέφτομαι πόσο δίκιο είχε η Χρύσα Παπαδοπούλου, εκ των δικηγόρων της οικογένειας Φύσσα, κλείνοντας τη συνέντευξη που κάναμε πριν ένα μήνα. Μου εξηγούσε ότι αυτό που την αγχώνει πιο πολύ τώρα είναι πως θα κοιμηθεί στις 6 Οκτώβρη και πως θα ξυπνήσει στις 7. Νομίζω ότι αυτό μας κατατρώει πλέον, αν θα κοιμηθούμε, πως θα κοιμηθούμε, πως θα κατεβούμε στη στάση μετρό «Αμπελόκηποι», πως ανέβουμε τα σκαλιά, αν θα βρούμε μισή λέξη να ψελλίσουμε στη Μάγδα, πως θα κρατήσουμε τα χέρια μας σταθερά όταν θα πληκτρολογούμε την απόφαση και αν θα ακούγεται εκείνη την ώρα το «Ο Παύλος Ζει/ Τσακίστε τους Ναζί». Οι έξι λέξεις που είναι πιο δυνατές από τα μαχαίρια.  Έτσι, θυμήθηκα τον  Χενρι Μίλλερ στον Τροπικό του Καρκίνου: «Οι λέξεις είναι πιο ισχυρές από το ψευδόμενο συντριμμένο βάρος του κόσμου, πιο ισχυρές από όλα τα στρεβλωτήρια, και τους τροχούς, και τα άλλα όργανα βασανισμού που οι δειλοί επινοούν για να τσακίσουν το θαύμα της προσωπικότητας»

Γιατί αν με ρωτάτε πως χτίστηκε το τείχος της δημοκρατίας, θα σας πω από το αίμα των νεκρών και τα σώματα αυτών που έμειναν πίσω.

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα