Λίγες ημέρες πριν, ένα 14χρονο κορίτσι έχασε τη ζωή του λίγα εικοσιτετράωρα αφότου υποβλήθηκε σε επέμβαση τοποθέτησης γαστρικού δακτυλίου για να χάσει βάρος. Όπως δήλωσε ο πατέρας της, τα παραπάνω κιλά την έφερναν συχνά αντιμέτωπη με τη χλεύη των άλλων παιδιών στο σχολείο, δημιουργώντας της από νωρίς την ανάγκη να αλλάξει το σώμα της. Το κορίτσι προσπαθούσε να γυμναστεί κάνοντας παράλληλα διάφορα προγράμματα διατροφής, που όμως όπως δήλωσε ο πατέρας της «Δεν είναι πάντα εύκολο». Η οικογένεια καταγγέλλει ιατρικό λάθος και έχει ήδη μηνύσει τον γιατρό που χειρούργησε το παιδί.
Δεν κατάφερα να ολοκληρώσω κανένα από τα βίντεο που αποτυπώνουν το σπαραγμό του πατέρα στα μέσα ενημέρωσης, ούτε θα μπω στη διαδικασία της εύκολης κρίσης για το αν έκανε καλά η όχι, δίνοντας τη συγκατάθεση του για ένα τόσο σοβαρό χειρουργείο σε αυτήν την ηλικία. Και δεν θα το κάνω γιατί προσωπικά αυτός ο άνθρωπος μου φάνηκε ειλικρινής όταν έλεγε ότι το μόνο που ήθελε ήταν να βοηθήσει το παιδί του και γιατί τα λάθη μπορούν να αποδειχθούν φρικτά και μη αναστρέψιμα, όμως φέρουν μεγαλύτερη οδύνη όταν κουβαλάνε όλες τις καλές προθέσεις.
Δεν ήξερα τη Γωγώ, ξέρω όμως ότι έχω υπάρξει 14 χρονών με περισσότερο βάρος, ξέρω δηλαδή πώς είναι να κρύβεσαι πίσω από φαρδιά παντελόνια και μακριές μπλούζες, πώς είναι να πηγαίνεις να αγοράσεις στηθόδεσμο πριν την εφηβεία σου και να νιώθεις πως σε σφίγγει τόσο που θα σταματήσεις να αναπνέεις από ντροπή. Και επειδή τα φαρδιά ρούχα κατέληξαν να καλύπτουν μια μάζα πόνου, μοναξιάς και οργής, ας ξεγυμνωθούμε μπας και χωρέσουμε κάποια στιγμή στις στενές συνειδήσεις της πατριαρχικής και κακοβαλμένης κοινωνίας μας.
Για ένα παχύσαρκο παιδί, η κοινωνική ζωή μπορεί να μετατραπεί σε κόλαση, μιας και θα είναι εκείνο που εύκολα όλα τα άλλα μπορούν να κοροϊδέψουν, που δεν θα θέλουν στην ομάδα τους όταν παίζουν κυνηγητό αποθαρρύνοντας και απομονώνοντας το, θα είναι εκείνο που θα εξασκήσουν πάνω του όλες τις απαγορευμένες λέξεις που τους είπαν να μη λένε. Αν είναι τυχερό, γυρνώντας σπίτι, θα το περιμένει μια οικογένεια να του υπενθυμίσει πόσο μοναδικό είναι, πόσο στεγνή θα ήταν η ζωή μας χωρίς διαφορετικά σώματα και χρώματα στα μαλλιά, στα μάτια και στο δέρμα μας. Αν είναι τυχερό θα επιστρέψει στο σχολείο και κάποιος δάσκαλος ή κάποια καθηγήτρια θα δημιουργήσει ένα μάθημα συμπεριληπτικότητας και αποδοχής του άλλου που δεν μας μοιάζει και για το πόσο απαραίτητο είναι να μη συμβαίνει αυτό, ακόμη και αν χρειαστεί να θυσιάσει μια ώρα μαθηματικών ή ιστορίας.
Δυστυχώς, όσα αναφέρονται πιο πάνω είναι εξαιρέσεις σε έναν κανόνα που θέλει την αδιαφορία να λειτουργεί επιβραβευτικά σε κακοποιητικές συμπεριφορές μυώντας μας από μικρή ηλικία στη βίαιη απόρριψη.
Έτσι, μεγαλώνουμε για να καταλήξουμε στην κανονικότητα του να ρωτάμε τους ανθρώπους μπροστά από κάμερες γιατί χαλάρωσε το δέρμα τους και μεγάλωσε το νούμερο του παντελονιού τους μέσα σε είκοσι χρόνια, γιατί έχουν ακμή μετά τα 35, αν ακολουθούν κάποια φαρμακευτική αγωγή και έχουν πρηστεί οι αδένες τους ή ακόμη χειρότερα «σας βλέπουμε φουσκωμένη, να περιμένουμε τα ευχάριστα». Αιώνες ανθρωπότητας και ακόμη να έχουμε ευχάριστα νέα για το πώς αρνούμαστε να συνυπάρξουμε τουλάχιστον με ευγένεια, χωρίς καφρίλες που αφορούν στη ζωή των άλλων.
Η κοινωνική αναπαράσταση του πάχους, περικλείει μια κυρίαρχη νότα νοσηρότητας, παθογένειας και δυστυχίας. Το χοντρό άτομο για τους χονδροφοβικούς είναι καταδικασμένο να μη γίνει ποτέ ευτυχισμένο ακόμη και αν νομίζει ότι έχει αποδεχτεί τον εαυτό του, με όποια κιλά.
Το βάρος από μόνο του βέβαια, είναι αδιανόητο είτε να προσθέτει είτε να αφαιρεί κάτι από την ευτυχία μας, καθώς το θετικό ή αρνητικό πρόσημο του καθορίζεται από το πώς μας αντιμετωπίζει ο κοινωνικός μας περίγυρος λόγω αυτού. Πώς αλλιώς όμως μπορεί να γίνει, όταν το να «χάνεις» βάρος δοξάζεται σαν γκολ στην παράταση του ντέρμπι, όταν τα χοντρά σώματα αποκτούν ορατότητα μόνο ως αντικείμενα κοροϊδίας, χλεύης και αποστροφής. Αυτό που τελικά ισχύει είναι πως η ευτυχία που συχνά είναι συνυφασμένη με αυτή την αλλαγή έχει λιγότερο να κάνει με το ίδιο το βάρος και περισσότερο με τη συνειδητοποίηση ότι το σώμα μας δεν είναι πια κινούμενος στόχος για την κριτική και την αποστροφή των γύρω μας, ότι ίσως πλέον έχει γίνει αποδεκτό με έναν τρόπο που επιτρέπει και σε εμάς να το αγαπήσουμε.
Αν κάποια ή κάποιος καταφέρει να επιβιώσει αυτής της παραβιαστικής βαρβαρότητας, επιστρατεύεται το «δυνατό χαρτί» των απανταχού χονδροφοβικών, αυτό της υγείας. Ξαφνικά τους παίρνει ο πόνος, έχοντας κατακρεουργήσει νωρίτερα κάθε ψυχικό απόθεμα. Έτσι, τα προσωπικά τους συμπεράσματα σφραγίζονται με μια επιστημονική σφραγίδα, ακόμη κι αν δε συγκλίνουν όλα τα ευρήματα επιστημονικών ερευνών προς μια κατεύθυνση όπως στην περίπτωση της σύνδεσης του πάχους με κάποιες ασθένειες.
Στα νέα της καθημερινότητας των social media, όποια τολμήσει να εμφανιστεί με αντηλιακό στις ραγάδες ή στην κυτταρίτιδα της, πίνοντας ένα κοκτέιλ σε ένα φρεσκοασβεστωμένο νησί, πρέπει να υποστεί τον παραλογισμό των σχολίων που εξοργίζονται για την κανονικότητα που πάει να μας επιβάλει μια γυναίκα με το μπικίνι της. Και όσο και αν ψάξεις δεν θα βρεις πουθενά στη λεζάντα της φωτογραφίας «έχω παραπάνω κιλά, φάε να μου μοιάσεις», «μην είσαι αδύνατη, γίνε σαν και εμένα» και άλλα τέτοια ανύπαρκτα που υιοθετούνται από κάποιες και κάποιους, χωρίς το παραμικρό ερέθισμα.
Έχουμε ευθύνη για το κορίτσι απ’ τη Θεσσαλονίκη, φταίμε που επιτρέπουμε ακόμη να μεγαλώνουν και να μεγαλώνουμε, σε μια κοινωνία που μας επιβάλει την προσωπική της αισθητική, εξοντώνοντας ανθρώπους, κρίνοντας τους για την ευαλωτότητα τους.
Ένα κορίτσι μου έστειλε πριν κάποιους μήνες μια προσωπική της ιστορία που σκέφτηκα πόσο ταιριάζει με αυτή του κοριτσιού που χάθηκε. Το μήνυμα της έκλεινε, γράφοντας: “Καταπίνω το άγχος μου, καταπίνω τον φόβο μου, καταπίνω την ντροπή μου. Μου χρωστάνε ένα καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι γαμώτο, που να μου μοιάζει και να μην τους νοιάζει”.