Υπήρχε ένα ελληνικό βράδυ που διάφοροι σοβαροί άνθρωποι που γνωρίζω στήθηκαν μπροστά στην τηλεόραση για να παρακολουθήσουν ένα «τηλεοπτικό debate». Που συχνά πλέον γράφεται με ελληνικούς χαρακτήρες: ντιμπέιτ. Στην οποία περίπτωση, η υπόρρητη ειρωνεία που συνοδεύει την χρήση της λέξης γίνεται νοερά κραυγαλέα, αποτυπωμένη στη ρίμα του χαμένου τ – «έχει ντιμπέι απόψε, λέει;»- των social media. Η προτίμηση δε του όρου «τηλεμαχία» επιτελεί το πέρασμα από την ειρωνία στο ευτράπελο, τουλάχιστον για όσους βλέπουν ταινίες και σειρές επιστημονικής φαντασίας. Γι’ αυτό το κοινό ο συνειρμός της τηλεμαχίας είναι σπαθιά λέιζερ που διασταυρώνουν αντίπαλοι προστατευμένοι μεν σε παράλληλα σύμπαντα (ο καθένας στον κόσμο του, που λέμε) αλλά που κάπως καταφέρνουν να συγκρουστούν αιωρούμενοι σ΄ένα μοναχικό διαστημόπλοιο που οδεύει προς τον όλεθρο. Όπως αντιλαμβάνεστε, ο συνειρμός των sci fi fan δεν καθόλου εκτός πραγματικότητας. Είναι δυνατόν να αποφύγει τη γελοιοποίηση ένας πολιτικός που εμπλέκεται σε μία τηλεμαχία; Κομμάτι δύσκολο. Άμα πάρεις μέρος σε τουρτοπόλεμο θα φας τούρτα στη μάπα. Το θέαμα μπορεί να ανήκει σ΄ένα φάσμα από slapstick έως θλιβερά μπανάλ αλλά όλο και κάποιος θα βρεθεί να γελάσει. Το ουσιαστικό ερώτημα είναι γιατί να επιδιώκουν οι πολίτες και ψηφοφόροι την γελοιοποίηση όσων επιθυμούν να τους εκπροσωπήσουν σύμφωνα με τους όρους μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το οποίο κρύβει από πίσω του ένα άλλο, σημαντικότερο, ερώτημα: τι σχέση έχει η δημοκρατία με το «ντιμπέιτ»;
Έκοψε η χούντα του 1967 την τηλεόραση; Όχι. Αυτό το θυμάμαι προσωπικά. Γιατί άραγε; Γιατί ουδεμία σχέση έχει η τηλεόραση με τη δημοκρατία.
Μπακ του δε φιούτσαρ, λοιπόν. Σεπτέμβρης και τότε, πριν από 55 χρόνια. 26 του μήνα μας, αλλά είναι το 1960, Κένεντι και Νίξον, Ηνωμένες Πολιτείες, μάχονται τηλεοπτικώς. Σαρώνουν. Εκατομμύρια παρακολουθούν. Κι όπως είπε κι ο Θόδωρος, ο Ουάιτ (μην το ξεφτιλίσω, Theodore White λέγεται ο ιστορικός), «η πολιτική στην Αμερική δεν θα ήταν ποτέ πια ίδια». Ούτε και πουθενά αλλού. Όσον αφορά στην Αμερική, η εξέλιξη της «πολιτικής» της προς εσωτερική κατανάλωση υπήρξε γνωστή. Να πω δικομματισμός; Να πω δικομματισμός με Donald Trump; Να πω έστω Obama ως αμερικανική εκδοχή της ελπίδας που έρχεται, αλλά όσο να ‘ρθει ας τσακίσουμε με pepper spray τους αλητήριους του Occupy κι ας ρίξουμε μια φάπα στο κάθε κεφάλι που του σήκωσε το πηγούνι η ιδέα της άμεσης δημοκρατίας; Οπότε ο Donald Trump, όσο και να σηκώνει την τρίχα του κάθε κοσμοπολίτη που κόπτεται περί «αστικής ευγένειας» (κλεμμένο), είναι μια λογική συνέπεια, και θα βγάλει και γέλιο στο ντιμπέιτ. Οπότε, why not? Αν ρίξετε μια ματιά στην ιστοσελίδα του μουσείου που τα ‘χει κάνει όλα τα παραπάνω εκπαιδευτικό θέαμα (διαδραστικό για να μη βαρεθείτε, ό,τι μπορούν το κάνουν κι αυτά τα έρμα τα μουσεία), θα δείτε παραδίπλα από τον τίτλο «The History of Presidential Debates” μια άλλη ενότητα που τιτλοφορείται “Television: The Great Equalizer?” Τουτέστιν: «Τηλεόραση: Ο Μέγας Οδοστρωτήρας;» Ξέρω ‘γω, εσείς που είδατε το ντιμπέι τις προάλλες, τι λέτε; Έχετε και κάποια χρόνια εμπειρία πια. Ακόμη κι εμείς που κόψαμε την τηλεόραση μετά τους Δίδυμους Πύργους από κάτι σαν αηδία, έχουμε εμπειρία. Αξέχαστη.
Το 1960 οι Αμερικανοί δεν είχαν και τόση εμπειρία. Η Ελλάδα δεν είχε καν τηλεόραση. Ο Guy Debord δεν είχε καν σκεφτεί ότι σε εφτά χρόνια θα έβγαζε ένα μικρό, σοφό βιβλίο με τίτλο «Η Κοινωνία του Θεάματος». Δημοσιεύτηκε τη χρονιά πριν το Μάη του ’68 και μετά που ξεκίνησε η τηλεόραση στην Ελλάδα. Ποια χρονιά άρα ξεκίνησε η τηλεόραση στην Ελλάδα; Το 1966. Έκοψε η χούντα του 1967 την τηλεόραση; Όχι. Αυτό το θυμάμαι προσωπικά. Γιατί άραγε; Γιατί ουδεμία σχέση έχει η τηλεόραση με τη δημοκρατία. Η τηλεόραση είχε, και έχει, σχέση με το εξής: με το να κάθομαι τεσσάρων χρονών στο χαλί, να βλέπω κάτι κοπέλες να χορεύουν στη σειρά, να δείχνουν πανομοιότυπες κι εγώ να εντοπίζω διαφορές στην μπούκλα ή στη κίνηση της γάμπας ή στο χαμόγελο και να ξεφωνίζω «είμαι αυτή!», και μετά από λίγο «όχι, είμαι αυτή!» εννοώντας κάποια άλλη. Αλλάζοντας γνώμη διαρκώς, με απόλυτα λογικά κριτήρια για ένα νήπιο της κοινωνίας του θεάματος. Το 1972 το ‘κανα αυτό. Υπάρχει κάποιος λόγος να το επαναλάβω το 2015 διαλέγοντας αντί για χορεύτριες, πολιτικούς; Δε νομίζω. Κάπου μεταξύ 1972 και 2015 είχα όλο το χρόνο να βιώσω τα όσα περιέγραψε ο Ντεμπόρ το 1967. Και γενικά, αν οι Αμερικανοί είχαν τη δικαιολογία της απειρίας το 1960, οι Ελληνίδες δεν την έχουν το 2015. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι το βίδωμα στον καναπέ με μπύρα και θέα τη μικρή (ή και μεγαλούτσικη) οθόνη δεν συνιστά πράξη πολιτικής συμμετοχής. Συνιστά, αντίθετα, πράξη πολιτικής τεμπελιάς. Καθώς και την πλήρη μετάθεση της πολιτικής από τον κόσμο των αξιών στον κόσμο των προσώπων. Η Ελλάδα είναι μία χώρα που αρέσκεται στην κριτική ή εκθειασμό προσώπων γενικά, αλλά και αλλού δεν πάνε καλύτερα. Ας βγάλουμε το ερωτηματικό από την ρητορική ερώτηση του μουσείου: η τηλεόραση είναι ο μέγας οδοστρωτήρας. Πώς είχε πει ο Μarshall McLuhan «το μέσο είναι το μήνυμα»; Άλλη σοφή κουβέντα αυτή, επίσης από την περίφημη δεκαετία του ’60 και διαχρονικής ισχύος.
Το μήνυμα του κάθε πολιτικού που είδατε στο πρώτο ντιμπέιτ ήταν «με βλέπετε στην τηλεόραση». Πιο συνοπτικά: «βλέπετε τηλεόραση». Αδιανόητο ότι σύρθηκε ως εκεί ακόμη και το ΚΚΕ. Κάτι που λέγεται «κομμουνιστικό κόμμα», που έχει κάποια σχέση με τον Μαρξ. Αδυνατώ να πιστέψω ότι ένας κομμουνιστής (ζούμε ανάμεσά σας, σόρι, έστω κι αν δεν ψηφίζουμε κατ’ ανάγκη ΚΚΕ) θα πάει να ψηφίσει με βάση τη βαθμολογία εμφάνισης ενός πολιτικού στον κατ’ εξοχήν ιδεολογικό οδοστρωτήρα και όχι με βάση την στρατηγική που πηγάζει από την κατανόηση των ιστορικών δεδομένων και των θεωρητικών κεκτημένων. Οπότε τι ρόλο έπαιζε ο κ Κουτσούμπας στην τηλεμαχία; Ο κ. Λαφαζάνης; Ο κ. Τσίπρας; Δεν θα έπρεπε οι δυνητικοί ψηφοφόροι του αριστερού φάσματος να το ‘χουν ρίξει στη μελέτη μπας και κατανοήσουν την εξίσωση αριστερά συν εξουσία συν νεοφιλελευθερισμός; Ή έστω θεωρία συν πράξη; Ή έστω ηγεμονία συν αντινομίες; Ή έστω παγκοσμιοποίηση συν Ελλάδα; Αντί να μασουλάνε πασατέμπο αναφωνώντας «με εκφράζει αυτός» και «όχι, άλλαξα γνώμη, με εκφράζει αυτός εκεί!» Αναφέρομαι λίγο παραπάνω στο case study κ. Κουτσούμπας γιατί υπάρχει μια φήμη ότι το ΚΚΕ έχει κατά βάση ιδεολογική ψήφο και το σταθερό ποσοστό του. Κατανοητό, και θα έλεγα σεβαστό. Οι θέσεις είναι γνωστές. Και μπετόν αρμέ. Παλαιάς κοπής. Άρα τι έκανε στο ντιμπέιτ ο κ. Κουτσούμπας; Περίμενε να τον ακούσει κάποιος που ενώ δεν έχει ιδέα καν τι θα πει «κοινοκτημοσύνη» να τον επιλέξει επειδή τα λέει «ωραία»; Μα η περιοχή Τα-Λέει-Ωραία είναι κατουρημένη από τον κ. Μεϊμαράκη και τον κάθε «Βαγγέλα» έστω κι αν λέγεται Φώφη ή Σταύρος. Δεν θα κολλήσουμε στ’ όνομα, αν και το ντιμπέιτ λειτουργεί και σ΄αυτό το επίπεδο. Είναι αυτό το επίπεδο. Το ισοπεδωμένο. Το όνομα, το παρατσούκλι, το χαμόγελο, η ατάκα που σου φλασάρει. Στο τέλος φτιάχνεις μια νοερή λίστα από τηλεοπτικές αναμνήσεις – αν δεν έχεις κατεβάσει δέκα Άμστελ ή δε σ΄έχει πάρει ο ύπνος- κι αποφασίζεις το μέλλον της χώρας σου. Για το επόμενο επτάμηνο. Για τον ένα χρόνο. Άντε για τα δύο, διότι ως γνωστόν τέσσερα ως όψιμη αποικία δείχνει κομμάτι δύσκολο.
Και δε νομίζω το ντιμπέιτ, ως εξαιρετικός μηχανισμός διάπλασης περιπλανώμενων ψηφοφόρων, να βελτιώσει την κατάσταση. Το μόνο σίγουρο – κι αυτό μπορεί να ενδιαφέρει τους αριστερούς πολιτικούς που καλούνται να πατικώνονται κάτω απ΄τον οδοστρωτήρα- είναι ότι αποκλείεται να διαπλάσει αριστερή συνείδηση στους θεατές. Αυτό, ως γνωστόν επίσης, δεν γίνεται μέσω της τηλεόρασης. Οι εποχές έχουν μεν αλλάξει αλλά το μόνο που δεν έχει αλλάξει σε αυτές είναι το τι επιτυγχάνει η τηλεόραση. Δημοκρατία δε χτίζεται με Eurovision και ματς. Συνεπώς, ας κλείσουμε τις τηλεοράσεις αρνούμενοι τα πολιτικά καλλιστεία κι ας αφιερώσουμε κάποιοιες ώρες στα μανιφέστα των κομμάτων, ας μελετήσουμε τα βιογραφικά όσων δεν θα σταυρώσουμε στις 20 του μήνα, ας ανατρέξουμε στην ιστορία της χώρας από το 1974 και εξής, ας προτιμήσουμε μερικές ώρες κριτικής θεώρησης των δεδομένων τα οποία δεν συνοψίζονται στο Αλέξης εναντίον Βαγγέλα. Γιατί αυτό θα δείξει το ντιμπέιτ της Δευτέρας, το οποίο είναι κάτι διαφορετικό από το «Σύριζα εναντίον Νέας Δημοκρατίας». Αυτό το δεύτερο δεν προσλαμβάνεται άμεσα, με την όραση. Άρα ούτε και με την τηλεόραση. Τέλος πάντων, πες ένα ΟΧΙ ακόμη, μπορείς. Πες το κι ας πέσει χάμω. Που ξέρεις καμιά φορά, μπορεί να ξανασηκωθεί.