ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ

Ν’ αφήνουμε τα τοτέμ στην ησυχία τους; Ή είναι ίσως καλό να τα πειράζουμε πού και πού;

Νομίζω ότι δεν έχω καταλάβει ακριβώς γιατί τσακωνόμαστε εδώ και κάποια 24ωρα. Δηλαδή, οκ, ναι, κάπου κάτι έχω κατανοήσει αλλά να, σαν να χάνομαι λίγο πιο εύκολα στις λεπτομέρειες. Η Ρένα Λούνα, αρθρογράφος και συγγραφέας από ότι πληροφορούμαι από το κοντρόλ, είχε μια ιδέα και μια ανάγκη να πιάσει τη Μεγάλη Χίμαιρα και να της βρει όλα τα λάθη και κουσούρια του νέου κόσμου. Δικαίωμα της και μπράβο της, με το καλό να πιάσει και τα υπόλοιπα. Χαρακτήρισε επίσης, το μεγάλο (να βάλω εισαγωγικά; άστο, δεν βάζω) λογοτέχνημα «μια σεξιστική παραφωνία, κατασκευασμένη από τσιτάτα μίσους και χριστιανική τιμωρία, δοσμένα στον υπερθετικό βαθμό».

Είδε πράγματα που άλλοι δεν είχαν δει και τώρα βλέπουν, και που άλλοι δεν είχαν δει και συνεχίζουν να μη βλέπουν. Μια γυναίκα αρθρογράφος και συγγραφέας ξύνει τις ανάσες του νέου κόσμου ανάμεσα στις τελείες και τα κόμματα, και βρίσκει κάτι ενοχλητικό και προσβλητικό, αναθεματίζει, και μιλά για θεματικές που στη σύγχρονη εποχή εξαφανίζονται κάτω από ένα delete. Οι θιγμένοι, συγγραφείς που νιώθουν συνάδελφοι, ακόλουθοι της woke αγιοσύνης ή απλώς περαστικοί που είδαν φως και φασαρία και μπήκαν, σπεύδουν να την κατηγορήσουν για ιδιοτέλεια, για αυτοπροβολή, για παιχνίδια της μαρκίζας, για de profundis μπουρδολογίες, αντί να φτιάχνει βιντεάκια στο τικ τοκ καλό θα ήταν να μη πιάνει στο στόμα της τα ιερά και τα όσια…

Ας ξεκινήσω από αυτό. Όχι, να τα πιάσει. Και τα ιερά και τα όσια. Γιατί χρειάζονται πάντα ένα φρεσκάρισμα. Να φύγει η σκόνη αν έχει μαζευτεί, να καθαρίσει η εικόνα, να δει η σκέψη και κάτι άλλο, να τσεκάρουμε πια βρε αδερφέ και τι μένει. Καλό είναι. Ωραίο. Χρήσιμο. Δεν τα αγοράζουμε και με το σακί. 

Δεν θα εξετάσω αν η Μεγάλη Χίμαιρα είναι η πηγή όλου του κακού. Τη διάβασα πρώτη φορά όταν η φιλόλογος στο γυμνάσιο, μας την «επέβαλε» ως κομμάτι μαθημάτων. Ως ιστορική καταγραφή σχέσεων που αναπτύχθηκαν και υπήρξαν σε συγκεκριμένη χρονική κάψουλα. Και όχι, δεν κατάλαβα τίποτα από όλα αυτά για τα οποία συζητάμε σήμερα. Αλλά και γιατί να καταλάβω; Τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της έκδοση -και εντελώς τυχαία τρεις δεκαετίες πριν από το σήμερα- αυτή η «κανονικότητα» εντός κειμένου, ήταν ίδια με την εκτός κειμένου. Η βία, ο σεξισμός, ο «ύμνος» (αυτό με εισαγωγικά) στη θέση της γυναίκας μέσα στο αθάνατο ελληνικό οικογενειακό περιβάλλον της, ήταν κάτι που συναντούσες καθημερινά στο σπίτι σου – και αν όχι σε αυτό γιατί ήσουν από τους τυχερούς, σίγουρα στων διπλανών. Στο σπίτι του κολλητού σου. Στα σπίτια των ξαδερφιών σου. Στο χωριό όταν σε «πετάγανε» για καλοκαίρι, μετά το τέλος της σχολικής χρονιάς. Ξανά και ξανά, μέχρι το απαράδεκτο να γίνεται παραδεκτό και το ακατανόητο, κανονικό. 

Πέρσι, δεν ξέρω πως μου ήρθε, είπα να το ξαναδιαβάσω. Μάλλον γιατί βρέθηκε μπροστά μου, ούτε θυμάμαι πως, εκδόσεις Εστία 2014, μικρό, βολικό με το σκληρό του εξώφυλλο, με την παλιά γραμματοσειρά του που πάντα συγκινεί, τι σημασία να είχε; Κατέληξα να το κουβαλάω παντού, σε αστυπάλαιες, σε ανάφες, σε λονδίνα και στο τέλος να μην έχω καταφέρει να ξεπεράσω ούτε καν τη σελίδα 42.

Και μετά γίνεται αυτό. Και κάπως χαμογελάω, γιατί νομίζω πως με έναν σουρεαλιστικό τρόπο με αφορά. Σιγά.

Αν ένας άνθρωπος βρει σε ένα χαρισματικό βιβλίο ενός χαρισματικού συγγραφέα, που έζησε και το έγραψε δεκαετίες πριν, κάτω από άλλες συνθήκες, ξέχωρες ξεκάθαρα από τις τωρινές δικές μας, θέματα που κάνουν την ψυχή του να ανταριάζει και να ενοχλείται, θα το ακούσω. Οι αντάρες είναι καλές, ακόμη κι αν εκφράζονται με «άγουρο» τρόπο – έχουν πράγματα να διηγηθούν, αλήθειες που κρύβονται για χρόνια στις σκιές να αποκαλύψουν. Και αν οι δύο φέτες του μυαλού μου μπορούν να γίνουν τρεις, με αυτές τις (νέες) «ενοχλήσεις, καλησπέρα και καλώς ήρθατε θα πω και ευχαριστώ για το δώρο, δεν θα το αρνηθώ. Τα δικά μας, τα ξέρουμε, τα αποφασίσαμε, τα ζήσαμε δεκαετίες, όλα καλά και στο καλό κάποια να πάνε.

Οι νέες αναγνώσεις  χρειάζονται. Ακόμη κι αν φλερτάρουν – τόσο αναίτια – με την αποκαθήλωση. Ακόμη κι αν σπρώχνουν βιαστικά και άγαρμπα το παλιό, ζητώντας άμεσα τη θέση τους στο κόσμο. Ακόμη κι αν μέσα στην «διόρθωση» κρύβουν τόσο έντεχνα το φόβο της «διαγραφής». Η νέα γενιά επιλέγει τον δικό της τρόπο. Είναι επιθετική, θέλει να τα πάρει όλα αμπάριζα, να χτίσει τις δικές της δομές, δεν υπαναχωρεί, βρίσκει κάτι, ακόμη και με λανθασμένο τρόπο και τη λέει, δεν χαρίζεται. Ακόμα κι όταν φτάνει στα άκρα και βαρά το πόδι στο τσιμέντο με μανία, καταλαβαίνεις το γιατί, νιώθεις την κραυγή που είναι έτοιμη να απασφαλιστεί από τα μέσα της, ο χρόνος είναι ο εραστής της και μόνο σε αυτή (οφείλει να) μιλάει. Πρέπει να αλλάξει κάτι και αυτό πρέπει να γίνει τώρα, σου λέει. Όχι αύριο. Σήμερα, αύριο ίσως και να είναι αργά. Το βλέπω, το ακούω. Το ζηλεύω!

Όχι, δεν με ενοχλεί που στη Μεγάλη Χίμαιρα βλέπουν κάτι που εγώ δεν βλέπω. Δεν θα έπρεπε άλλωστε. Αν βλέπαμε το ίδιο, δεν θα κάναμε αυτές τις συζητήσεις. Κι ας υπάρχουν στιγμές που θέλω να φωνάξω «μπάστα». Ειδικά όταν λέξεις όπως disclaimer, cancel και trigger warning μπαίνουν  από τα ανοιχτά παράθυρα. Τις κοιτώ με το παλιακό μου μάτι και προσπαθώ να τις κατανοήσω καλύτερα. Η ζωή εξάλλου βαδίζει πάντα μπροστά, όση γκρίνια κι αν της βάζουμε. Και ένας νέος, καλύτερος κόσμος, που θα κάνει το μυαλό να χορεύει πιο ελεύθερο σε ένα ατέλειωτο safe zone, είναι πάντα αυτό που τόσο κλισεδιάρικα θα ευχόμαστε. Όσο, έστω, του το επιτρέπουμε.

Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος