Είδα στο TV5 σε δυο συνέχειες τη φίνα ταινία Νés en 68 των Olivier Ducastel και Jacques Martineau, μια πολύ όμορφη αφήγηση μέσα από έρωτες, λουλούδια, γεννητούρια, διαδηλώσεις, μπάφους, παρεκκλίσεις, βιολογικές ντοματιές, στάχτες νεκρών που σκορπίζονται σε ρυάκια, βιβλία, κρατητήρια, οροθετικά μειράκια, αγώνες για μια συνειδητή διαγωγή και στάση, και μπόλικη ωραία μουσική, είδα λοιπόν σ’ αυτό το τρίωρο κινηματογραφικό fresco πώς φτάσαμε από το Μάη του ’68 σε ποσοστό 11% του Λεπέν στις εκλογές του 2007. Με χτύπησε σαν ασημένιο γλωσσίδι σε κρυστάλλινο κουδούνι η φράση ενός ήρωα: «Δεν πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη στα φαντάσματα. Ποτέ δεν παρουσιάζονται όταν έχεις την ανάγκη τους.» Άραγε τι θα ψήφιζε το αγαθό φάντασμα του πατέρα μου στις εκλογές του Μάη που μας έρχονται με βήμα ταχύ;
Η πιο παραστατική εικόνα για τη σχέση μου με τη ζωή του πατέρα μου είναι αυτή: από το χιλιοδιαβασμένο στα παιδικά μου χρόνια βιβλίο του Antoine de Saint Exupéry Ο μικρός πρίγκιπας το σκίτσο του βόα που προσπαθεί να χωνέψει τον ελέφαντα.
Περιέχω αγνώριστη, αμάσητη κι αχώνευτη τη ζωή ενός ιδεολόγου, βιοπαλαιστή αριστερού, φανατικού για γράμματα, σε όλο το μήκος του 20ού αιώνα, 1909-1991. Θυμάμαι τη ζεστασιά της παλάμης του που με κρατούσε στην κηδεία του Γιώργου Παπανδρέου (για τον οποίο μάθαινα αργότερα ότι είχε περίεργο ρόλο στη συμφωνία της Βάρκιζας).
Θυμάμαι τα χειροκροτήματα το 1963 στο φίνις της Πορείας Ειρήνης, όταν σήκωσε ψηλά το αχώριστό του μπαστούνι να χαιρετήσει. Θυμάμαι τις φωτογραφίες του Λένιν, του Μπαλζάκ, του Ντοστογιέφσκι στους τοίχους του τυπογραφείου, τη Ντόυτσε Βέλλε, εδώ Κολωνία, τη Φωνή της Αμερικής, τη Φωνή της Αλήθειας, άλλοτε εδώ Βουκουρέστι, άλλοτε εδώ Βελιγράδι, την επιστροφή στο Τρίτο Πρόγραμμα (ο Μπετοβενάκος) ή στο Θέατρο της Δευτέρας (ο Τσέχωφ). Τη διεγερτική αγορά της Αυγής από το περίπτερο, τυλιγμένη πάντα μέσα στο Βήμα για να μη φαίνεται. Στη φτωχική μας κάμαρη ποτέ δε στερηθήκαμε το υπέρτατο αγαθό της εφημερίδας. Την Κυριακή μάλιστα παίρναμε δυο-τρεις.
Όμως ποτέ δε μου διηγήθηκε τίποτα απ’ τα παλιά παρόλο που κάναμε τόσο πολλή παρέα. Ποτέ δεν μπήκε στον πειρασμό να μου πει πώς έφυγε από το Σουφλί της Θράκης το 1923 μ’ ένα συρίγγιο στο γόνατο μόνος, ένα αγόρι μόνο, μέσα στο βραδυκίνητο τρένο, να ‘ρθει στο Ασκληπιείον Βούλας, να μείνει δυο χρόνια σε ακινησία για να γίνει καλά (δεν υπήρχαν τότε τα Ρεμιφόν). Πώς γύρισε στο Σουφλί θεραπευμένος αλλά με το ένα πόδι λίγο πιο κοντό, το γόνατο να μη λυγίζει και τη μαγκούρα (απ’ τα 16 ως τα 82), πώς βρήκε το δικό του πατέρα στο πτωχοκομείο, του πήγε ένα γιαούρτι και τον αποχαιρέτησε για πάντα. Ποτέ δε μου διηγήθηκε πώς ίδρυσαν εκεί με τους συντοπίτες του Κώστα Θρακιώτη και Τριαντάφυλλο Πίττα το μαρξιστικό περιοδικό Έβρος το 1925 (κυκλοφόρησαν 8 τεύχη ως το 1926). Η Θράκη δέχτηκε γόνιμα τις νέες ιδέες. Το 1926 ο Σουφλιώτης Τάσος Χαϊνόγλου, 24 χρονών, εκλέγεται βουλευτής του ΚΚΕ με το συνδυασμό του «Μετώπου Εργατών Αγροτών και Προσφύγων», όπως και άλλοι εφτά βουλευτές από τη Βόρεια Ελλάδα, και την ίδια χρονιά γεννιέται στο Σουφλί ο ξάδερφος του Χαϊνόγλου Στέφανος Στεφάνου, άλλος «ένας από τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς», μέλος της ΟΚΝΕ, της ΕΠΟΝ, αντάρτης του ΕΛΑΣ, τρόφιμος όλων των τόπων εξορίας ως το 1962, κομματικό στέλεχος ως το 1967 οπότε πια έκλεισε η σχέση του με το κόμμα. Άνθρωπος του βιβλίου κι αυτός από άλλη μεριά, άριστος επιμελητής επιστημονικών εκδόσεων και συντάκτης διορθωτής εφημερίδων και περιοδικών. Ο Στεφάνου διηγείται τη δράση του με όλες αυτές τις μυθικές ιδιότητες σ’ ένα εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο και όταν τον ρωτά το 2013 η συνομιλήτριά του Χριστίνα Αλεξοπούλου «Τι σκέφτεστε τώρα που όλα αυτά έχουν τελειώσει;» αποκρίνεται: «Ζούμε σ’ έναν κόσμο εφιαλτικό. Γι’ αυτό τον κόσμο βασανιστήκαμε, τραβήξαμε τα πάνδεινα δεκάδες χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σε όλη την Ελλάδα; Γι’ αυτό τον κόσμο σκοτώθηκαν ή πέθαναν σε άθλιες συνθήκες χιλιάδες σύντροφοί μας; Όταν αναθιβάνω πράματα για τα οποία πόνεσα πολύ, ξανανιώθω τον πόνο όχι μόνο στην καρδιά, στα στήθια, αλλά σ’ όλη την ύλη του κορμιού. Νιώθω το μούδιασμά του να με σφίγγει ολόκληρο. Ίσως είναι και αυτό απόδειξη πως η ύπαρξή μας δεν είναι τρία ξεχωριστά πραγματα: κορμί, ψυχή, μυαλό.»
Μήπως αυτός ο τριπλός πόνος ήταν ο λόγος που δεν μου μίλησε ο πατέρας μου ποτέ για τους αγώνες του, για τις περιπέτειές του; Ενώ αντίθετα μου είχε πει για τα μαθήματα του Εκπαιδευτικού Ομίλου και τις διαλέξεις του Δημήτρη Γληνού στο Θέατρο Κεντρικόν για τον Χέγκελ (1932) και τον Μαρξ (1933), με πήγε στους Δελφούς κι είδαμε το σπίτι του Άγγελου Σικελιανού και τις έντονες φωτογραφίες από τις παραστάσεις του αρχαίου δράματος, μου μιλούσε για το Βάρναλη και το Δίπορτο στη Σωκράτους, για τα κυκλάμινα, τα πεύκα, τα έλατα που υπεραγαπούσε, το μέλι του Παρνασσού, το βούτυρο της Καρδίτσας, τα φιρίκια του Πηλίου και τη φρέσκια παλαμίδα του Ευρίπου.
Ο Θωμάς Γκόρπας στο βιβλίο του Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα δίνει κάποια στοιχεία για τον Σταύρο Τσακίρη: «Στα 1927 ήρθε στην Αθήνα. Οργανώνεται στο ΚΚΕ. Στα 1928, μαζί με το Θρακιώτη, εκδίδει το περιοδικό Καινούργια Ζωή, σαν “αντίβαρο” στη Νέα Εστία του Ξενόπουλου και στα Ελληνικά Γράμματα του Μπαστιά. Την ίδια χρονιά γίνεται επαγγελματίας τυπογράφος κι απ’ την επόμενη συνεργάζεται με το εκδοτικό τυπογραφείο του Αριστείδη Μαυρίδη, στην οδό Βούλγαρη, όπου συχνάζουν οι πρωτοποριακοί νέοι της εποχής: Σαράβας, Τερζάκης, Μαυροειδή-Παπαδάκη, Θρακιώτης, Νίκβας, κ.ά. Ανήκε στην ιδρυτική ομάδα του κομματικού περιοδικού Νέοι Πρωτοπόροι (1932), όπου και πρωτοδημοσίευσε. Στα 1949 δημιουργεί εκδοτικό τυπογραφείο με τον τίτλο “Λογοτεχνική Γωνιά” και εκδίδει γύρω στα 50 βιβλία αριστερών συγγραφέων. Στα 1950 εκδίδει κ’ ένα φιλολογικό Ημερολόγιο, σημαντική έκδοση της εποχής.»
Στην προπολεμική παρέα μαζί με τον ποιητή Γιώργο Κοτζιούλα ήταν και ο λογοτέχνης Γεράσιμος Γρηγόρης, ο ζωγράφος Αντώνης Κανάς, ο ποιητής Γιώργος Μακρής, ο Βασίλης Ρώτας. «Ως μέλος του ΕΑΜ εδιώχθη ο Κανάς. Ο Ρώτας έστησε κι αυτός “Θέατρο στο Βουνό”. Ενώ το δεύτερο βιβλίο του Στάβρου Τσακίρη, όπως βρίσκουμε το όνομά του στα εξώφυλλα των βιβλίων του, είναι η νουβέλα “Μέρες και νύχτες στη Γάβδο”, που εξέδωσε το 1934.» (Μάρη Θεοδοσοπούλου, Ελευθεροτυπία, 2/4/2011) Είχε πάει ο πατέρας μου εξορία στη Γαύδο;
Μια μαρτυρία του Ν. Α. Παπαδάκη δημοσιευμένη στο Ριζοσπάστη μου δίνει κάποιες άλλες πληροφορίες: «Το καλοκαίρι του 1937, τότε που εργαζόμουν στη διαχείριση του Σανατορίου Πάρνηθας, συνάντησα τον Γιώργο Κοτζιούλα στον ενδιάμεσο δρόμο μεταξύ εξωτερικής εισόδου του Σανατορίου και της περιοχής Αγίας Τριάδας. Ο Κοτζιούλας βάδιζε αργοκίνητα με μια γκλίτσα στο χέρι. Εκείνος δε με πρόσεξε, μα εγώ του φώναξα και αυτός σταμάτησε. Σφίξαμε τα χέρια μας, με αμοιβαία εγκαρδιότητα. Μου είπε πως πήγαινε εκεί, όπου βρισκόταν ο Σταύρος Τσακίρης, λογοτέχνης κι αυτός, πουλώντας τσιγάρα και διάφορα δροσιστικά αναψυκτικά στους παραθεριστές της Πάρνηθας. Ο Τσακίρης, παρ’ όλη την αναπηρία του, πήρε υπό την προστασία του τον Κοτζιούλα. Κι όπως γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στα “Ενθυμήματά” του, ο Τσακίρης “πήγαινε κούτσα κούτσα, κρατώντας ραβδί για μπαστούνι. Τ’ όνειρό του ήταν ν’ ανοίξει τυπογραφείο. Κατόρθωσε να το πραγματοποιήσει. Μικρό ημιυπόγειο μαγαζί, με μερικές κάσες στοιχεία. Μοναδικός στοιχειοθέτης ο ίδιος. Τα πρώτα βιβλία που τύπωσε ήταν του Κοτζιούλα”.»
Στο τέλος της δεκαετίας του ’60, όταν εγώ φορούσα μίνι κι έπινα βερμούτ, ο πατέρας μου έκανε παρέα με τον Αναστασιάδη και άλλους τροσκιστές, αλλά και με τον πνευματιστή Αντώνιο Πισσάνο. Ο ηθοποιός και μεγας τυπογράφος Νίκος Μπαλής (1951-2000), κεντρική μορφή της αναρχικής βράσης στα Εξάρχεια τη δεκατία του ΄60, μου είχε πει ότι ο Τσακίρης του σύστησε στην εφηβεία του να διαβάσει Ρόζα Λούξεμπουργκ και Μπακούνιν.
Ωστόσο ο Παλαμάς, ο Σικελιανός και ο Παπαδιαμάντης ήταν οι μεγάλοι του ήρωες. Πάντα όταν περνούσαμε από την Ασκληπιού μου έδειχνε την είσοδο της αυλής του αγκρέμιστου τότε σπιτιού του Παλαμά. Κοιτούσα τις πλάκες, έβλεπα απέναντι το κυπαρίσσι στον κήπο του τότε Δημοτικού Νοσοκομείου και νόμιζα πως εισέπραττα μια ενέργεια και πως καταλάβαινα τους στίχους: Όσο να σε λυπηθή / της αγάπης ο Θεός, / και να ξημερώση μιαν αυγή, / και να σε καλέση ο λυτρωμός, / ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα! / Και θακούσης τη φωνή του λυτρωτή, / θα γδυθής της αμαρτίας το ντύμα, / και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή / θα σαλέψης σαν τη χλόη, σαν το πουλί, / σαν τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα, / και μην έχοντας πιο κάτου αλλού σκαλί / να κατρακυλήσης πιο βαθιά / στου Κακού τη σκάλα, — / για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί / θα αιστανθής να σου φυτρώνουν, ω χαρά! / τα φτερά, / τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
Ναι, αυτά μου τα έλεγε. Και πως, όταν είχε δικό του περίπτερο στην Ακαδημίας και Ασκληπιού με άδεια αναπηρική, ο Παλαμάς περνούσε κάθε πρωί πηγαίνοντας στην Ακαδημία Αθηνών και τον χαιρετούσε ανασηκώνοντας ελαφρά το καπέλο. Σα να θυμάμαι κι ότι αγόραζε από κει τα τσιγάρα του. Ο 20ός αιώνας μας έδωσε άλλους ποιητές ίσως πιο μεγάλους αλλά η Αθήνα του μεσοπολέμου ήταν τυχερή που είχε στο κέντρο της, στην καρδιά της, τον Κωστή Παλαμά.
Είχα πάντα μια αγωνία μήπως ο πατέρας μου ήταν δηλωσίας (μια λέξη που ήταν στο μυαλό μου χειρότερη κι απ’ τη λέξη δωσίλογος), μήπως είχε κακοχαρακτηριστεί απ’ τους συντρόφους του, είχα ακούσει και για μια αδέσποτη σφαίρα που του ‘γδαρε το μανίκι το ’45 Σόλωνος και Μπενάκη κι έχασε το δίχτυ με τα τρόφιμα που κουβαλούσε για τη μάνα μου. Όμως ποτέ δε μιλήσαμε γι’ αυτά, να μου τα διηγηθεί με δικά του λόγια, που τόσο ωραία ήξερε να διηγείται, που ούτε ένα βράδυ όσο ήμουνα μωρό δε μ’ άφηνε χωρίς παραμύθι, δικής του πάντα επινόησης με τρεις φίλους, τρία κουνελάκια ή κατσικάκια (τους έδινε και ονόματα Μίμης, Κωστάκης και Τζούλια), που πήγαιναν στο δάσος εκδρομή, έβρισκαν άλλους φίλους και κατέληγαν σε γλέντι και χορό. Αυτά που κάναμε δηλαδή μια ζωή, εμείς η πρώτη μετεμφυλιακή γενιά.
Όμως και όταν μεγάλωσα για τα άλλα, τα πολιτικά, δε μου είπε ποτέ τίποτα. Μόνο ότι έλπιζε ο Αμερικανός νονός μου να μας δώσει το ξύλινο container, όπου είχε κουβαλήσει την οικοσκευή του σαν αξιωματικός του Έκτου Στόλου, και ήταν εκεί αραγμένο στον κήπο με τις νεραντζιές στην Κηφισιά. Να μας το έδινε, λέει, να στήσουμε παράγκα στα Βριλήσσια για να παραθερίζουμε. Το έδωσε αλλού τελικά αλλά αυτό δεν ανέστειλε τη δική μας σχέση με την εξοχή.
Ξέρω καλά τα χρόνια που πέρασε στο κρεβάτι, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, όταν άκουγε στο ραδιόφωνο Εκκλησία της Ελλάδος γιατί πολύ του άρεσαν οι ψαλμωδίες και τα λόγια τους. Πρέπει να ανάσαινε σ’ αυτά τη θρακιώτικη παιδική του ηλικία, τη βυζαντινή ομίχλη ανάμεσα στις μουριές και τα καβάκια του Έβρου όπως φαίνεται πάνω απ’ το ύψωμα στο Διδυμότειχο. Όταν τον ρωτούσα «Τι κάνεις, μπαμπά;» είχε δύο απαντήσεις «Διαβάζω, παιδί μου» ή «Ακούω μουσική».
Στην επόμενη σελίδα: Από την Αριστερά στο Ματέο Ρέντσι.
Page: 1 2