ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ

Μόνο ο Μίλαν Κούντερα ήξερε ότι ο έρωτας μπορεί να γεννηθεί από μια μεταφορά και μόνο

Μοιάζει με κλισέ αλλά στο άκουσμα του θανάτου του Μίλαν Κούντερα ένιωσα ότι χάνω έναν δικό μου άνθρωπο. Και σίγουρα δεν είμαι ο μόνος ― το ίδιο θα αισθάνθηκαν πολλοί και πολλές από εμάς. Να φτάνει ένας συγγραφέας στο σημείο να γίνεται «δικός μου», να σπάει τα δεσμά της απόστασης και να θεωρείται πλέον φίλος, άξιος συμπαραστάτης σε λύπες και χαρές, δεν είναι καθόλου αυτονόητο· λίγοι συγγραφείς το πέτυχαν, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να συνιστά αυτομάτως αδυναμία ή σημάδι αισθητικής ανωτερότητας. Να το πω διαφορετικά: για να γίνει ένας συγγραφέας «δικός μου» δεν χρειάζεται να είναι μαιτρ του είδους, να χειρίζεται άψογα το θέμα και τα εκφραστικά μέσα, να ξέρει απέξω κι ανακατωτά την Ιστορία της Λογοτεχνίας και της Τέχνης. Ο «δικός μου συγγραφέας» δεν προϋποθέτει κάτι που εγώ, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, θα πρέπει ν’ αναζητήσω για να βρω ― τον «δικό μου» συγγραφέα τον απολαμβάνω, και η απόλαυση υπερβαίνει τη γνώση: τον διαβάζω και κάτι μέσα μου σκιρτάει, σκοντάφτει, μπερδεύεται, γίνομαι ένα με τους ήρωες, ταυτίζομαι, και αυτή η ταύτιση μου αρέσει. Τοποθετούμαι στον πυρήνα μιας απόλυτα προσωπικής επικράτειας όπου όλα επιτρέπονται, όπου όλα συγχωρούνται ― στην επικράτεια του γούστου. Και στο γούστο δεν χωράνε στεγανά, επιτρέπεται στο γούστο να ’ναι εγωπαθές και κακομαθημένο, με ρευστούς κανόνες συμπεριφοράς, χωρίς λογοδοσίες σε μετρήσιμα μεγέθη. Ένας συγγραφέας, εν ολίγοις, μπορεί να είναι «δικός μου» ανεξαρτήτως των “αντικειμενικών” αξιολογήσεων, των βραβείων Νόμπελ, των πολλών ή των ελάχιστων κριτικών αποτιμήσεων.

Ο Μίλαν Κούντερα είναι ένα καλό παράδειγμα, αφού βραβείο Νόμπελ δεν πήρε ποτέ ― και ας αγαπήθηκε σ’ όλον τον κόσμο. Του αφαιρεί ωστόσο αυτό κάτι από την αξία του; Παρά το γεγονός ότι η πλατιά αναγνώριση ενός συγγραφέα συχνά συνοδεύεται από μια ορισμένη καχυποψία για το έργο του ―όσο περισσότεροι αναγνώστες, τόσο περισσότερη καχυποψία― ο Κούντερα δεν έχει ανάγκη από υπερασπιστές. Οι αντιδράσεις για τις πολιτικές του τοποθετήσεις, οι κατηγορίες για τον τρόπο με τον οποίο μιλά για τις γυναίκες, ή ακόμη και οι γενικότερης υφής ενστάσεις για τη λογοτεχνική του ποιότητα είναι αδύνατον να αναχαιτίσουν τις υψηλές πωλήσεις των έργων του, τις συνεχείς ανατυπώσεις και επανεκδόσεις, να εξαφανίσουν τα βιβλία του από τις παραλίες, ή να σβήσουν τις διατριβές γύρω από το έργο του. Κοντολογίς, ο Κούντερα διαβάστηκε, διαβάζεται και θα διαβάζεται. Ο βιολογικός του θάνατος δεν μπορεί να συνιστά θάνατο, τουλάχιστον με την έννοια μιας οριστικής, αμετάκλητης εξαφάνισης ― αντιθέτως, πιο πολύ μοιάζει με μια δεύτερη ζωή, ή, όπως ωραία το θέτει ο Ντελέζ, «οι οργανισμοί είναι εκείνοι που πεθαίνουν, όχι η ζωή». Και ο Κούντερα σφύζει από ζωή.

Ο Κούντερα σφύζει από ζωή όχι γιατί γίνεται θέμα συζήτησης ανάμεσα σε έναν στενό κύκλο διανοούμενων, ούτε γιατί αποτέλεσε «τομή για το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα» όπως συχνά γράφεται ― ο Κούντερα σφύζει από ζωή γιατί κατάφερε να ξεφύγει από τις ακαδημαϊκές αίθουσες, να ελευθερωθεί από το φάντασμα της υψηλής θεωρίας ―παρότι ο ίδιος σπουδαγμένος και πολύ διαβασμένος―, και να γίνει ένας συγγραφέας των πολλών, ένας συγγραφέας που επανασύστησε μια νέα μορφή λαϊκού ―με την έννοια της ευρείας απήχησης― μυθιστορήματος. Ένα μυθιστόρημα το οποίο, παρά την απαιτητικότητά του ―αλλαγές αφηγηματικής εστίασης, μακρές παρεκβάσεις, αποσπασματικότητα, μείξη ειδολογικών παραδόσεων (αυτοβιογραφία, δοκίμιο, μυθιστόρημα)―, μιλά απλά, λιτά, απολύτως κατανοητά με μια αξιοθαύμαστη οικονομία των μέσων, με χιούμορ, ειρωνεία και σαρκασμό για ζητήματα μεγάλα, για ζητήματα που ακόμα και αν δεν τα στοχαζόμαστε, όλοι και όλες τα προϋποθέτουμε: έρωτας, ζήλια, φόβος, αγάπη, θάνατος, ελευθερία, πολιτική ― αγαπημένα του θέματα που επανέρχονται επίμονα. Και αυτός είναι νομίζω ο λόγος που ο Μίλαν Κούντερα γίνεται ένας από εμάς, για αυτό η οικειότητα με την οποία τον είχαμε περιβάλλει, μας ωθεί σήμερα να νιώθουμε ότι πριν από λίγες μέρες χάσαμε έναν δικό μας άνθρωπο.

Ο «δικός μου» Κούντερα γεννήθηκε πριν από τέσσερα χρόνια ― τότε ήταν που διάβασα διαδοχικά τη «Βραδύτητα» και στη συνέχεια την «Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης». Έπειτα ακολούθησαν κι άλλα βιβλία, εκεί ωστόσο ήταν η αφετηρία ― εκεί πρωτοανακάλυψα μια δύναμη που εκπλήρωνε περισσότερα απ’ όσα οι λέξεις υπόσχονται, σαν μια τελετή επανοικειοποίησης του εαυτού μου. Αυτό συντελέστηκε αρχικά με τη «Βραδύτητα», όπου και το τελετουργικό της ερωτικής επιθυμίας σκηνοθετείται ανάμεσα σε δύο πόλους: την ταχύτητα και τη βραδύτητα. Ο χρόνος της ερωτικής επιθυμίας δεν είναι η ταχύτητα ― η ταχύτητα είναι ο ρυθμός που αφορά περισσότερο την πορνογραφία, ένα σόου επίδοσης που υπόσχεται άμεσα και γρήγορα αποτελέσματα· η βολική αυτή φόρμουλα κατανάλωσης δεν έχει καμία σχέση με τον έρωτα. Ο έρωτας γνωρίζει άλλους ρυθμούς, άλλες χρονικότητες ― στον έρωτα δεν καταναλώνω, δεν βιάζομαι να ολοκληρώσω, παραδίνομαι στην «ηδονή της βραδύτητας». Εκεί όπου όλα τρέχουν ―πληροφορίες και εμπορεύματα― γίνομαι αργόσχολος, βραδυπορώ, κατεβάζω ταχύτητα, αφήνω «τη βραδύτητα να αναπτυχθεί σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια».

Στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα», το γνωστότερο ίσως έργο του Κούντερα μαζί με το «Αστείο», ανακαλύπτω ένα αντίστοιχο τελετουργικό ερωτικής επικοινωνίας (άρα και επιθυμίας) ― επαυξημένο και επενδυμένο από τους κινδύνους που κρύβει η γλώσσα: «Ο Τόμας δεν ήξερε τότε πως οι μεταφορές είναι επικίνδυνο πράγμα. Δεν παίζει κανείς με τις μεταφορές. Ο έρωτας μπορεί να γεννηθεί από μια μεταφορά και μόνο». Ότι «ο έρωτας μπορεί να γεννηθεί από μια μεταφορά και μόνο» είναι μια φράση ιδιαίτερα αποκαλυπτική· υποδεικνύει ότι ο έρωτας, μεταξύ άλλων, είναι αισθητική δραστηριότητα, ένα παιχνίδι φαντασίας, ένα παιχνίδι εμφάνισης-εξαφάνισης, όπου τίποτα δεν είναι σαφώς καθορισμένο, καθαρά προσδιορισμένο. Η πολυσημία, το πέπλο, η συγκάλυψη, το μυστήριο είναι μέρος της σκηνογραφίας του ερωτικού παιχνιδιού, μετέχουν της τελετουργίας της αποπλάνησης, αυξάνουν την ηδονική ένταση ― εκεί ακριβώς είναι όμως που ελλοχεύει και ο κίνδυνος: οι μεταφορές είναι θελκτικές καθότι προσκαλούν στην αποκωδικοποίηση του μυστηρίου ―πράξη αναμφίβολα ερωτική―, ταυτόχρονα όμως είναι και «επικίνδυνο πράγμα» γιατί εύκολα κανείς εξωθείται να ονειρεύεται ζωές που δεν υπάρχουν. Οι μεταφορές (όπως και ο έρωτας) δημιουργούν ψευδαισθήσεις, υπόσχονται εμπειρίες που συχνά αδυνατούν να εκπληρώσουν ― φορτίο που φέρει το βάρος μιας αβάσταχτης ευθύνης, το βάρος ενός επίμονου διλήμματος. Το διατυπώνει ο ίδιος ο Κούντερα ― και με τα δικά του λόγια είναι πιο δίκαιο να κλείσω: «Όσο πιο βαρύ είναι το φορτίο, όσο πιο κοντά στη γη βρίσκεται η ζωή μας, τόσο πιο πραγματική και αληθινή γίνεται. Αντίθετα, η απόλυτη απουσία φορτίου κάνει τον άνθρωπο ελαφρύτερο κι από τον αέρα, να απογειώνεται στα ύψη, να αποχωρίζεται τη γη και τη γήινη ύπαρξή του, πραγματικό μόνο κατά το ήμισυ, οι κινήσεις του τόσο ελεύθερες όσο και ασήμαντες. Τι θα επιλέξουμε λοιπόν; Το βάρος ή την ελαφρότητα;».

*Ο Νίκος Σγουρομάλλης είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας Τμήμα Φιλολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Popaganda Guest

Share
Published by
Popaganda Guest