Μήπως ξεγυμνώνουμε υπερβολικά τον εαυτό μας στα social media;

Είμαι Facebook whore (όρος που δηλώνει την υπερβολική έκθεση και δραστηριότητα κάποιου στο Facebook). Δεν θα το αρνηθώ. Όταν χαλάει κάτι στο σπίτι ή παθαίνω λουμπάγκο, θα το μοιραστώ με κάποιο status. Όταν ο γάτος μου κρέμεται από τα κάγκελα θα το δείξω σε όλους τους «φίλους» μου. Όταν κάνω γυμνισμό, δεν θα το κρύψω. Κάποιες από αυτές τις φορές που μοιράζομαι, έχω δεχτεί μήνυμα από τον Σταύρο Διοσκουρίδη ο οποίος με πειράζει επειδή δεν τα κρατάω για μένα. Το τελευταίο του μήνυμα έλεγε: «Μπορείς σε παρακαλώ να γράψεις σε ένα κείμενο γιατί συμβαίνει αυτό;» για να πάρει την απάντηση: «Γιατί δεν έχω σταθερή δουλειά σε γραφείο και περνάω πολλές ώρες στο σπίτι ρε άνθρωπε, τι γιατί;» Βεβαίως αυτή είναι μόνο μία πλευρά της ιστορίας. Η υπερβολική έκθεση προσωπικών στιγμών δεν είναι μονόπλευρη υπόθεση.

Είναι φορές που κι εγώ η ίδια έχω αναρωτηθεί πώς ένας άνθρωπος που όλη μέρα τρέχει σε δουλειές και πήζει το πράμα του βρίσκει χρόνο να κάνει δέκα αναρτήσεις με όσα του συμβαίνουν κάθε ώρα και στιγμή. Γυναίκες με γατιά, σκυλιά, παιδιά και δουλειά μιλούν για τα κουλουράκια που έκαψαν, για τα ρούχα που χάλασαν στο πλύσιμο, για το αμάξι που βγάζει καπνούς και δεν ξέρουν γιατί ή για το φρύδι που βγήκε στραβά. Άντρες με επαγγελματική απασχόληση 10 ωρών και πάνω, γράφουν για τα χιλιόμετρα που έκαψαν στο διάδρομο του γυμναστηρίου, για τον πυρετό που δεν λέει να πέσει και τώρα το γύρισε σε συνάχι και έχουν τελειώσει τα χαρτομάντιλα, για την τρίχα από το μούσι που φύτρωσε στριφτά και δημιούργησε πόρο με πύον, για το σουβλάκι που τους έφερε καούρα. Κι εμείς διαβάζουμε και άλλες φορές συμπονούμε άλλες γελάμε άλλες σιχτιρίζουμε.

Είχα μία φίλη κάποτε στο προφίλ μου που βίωνε έναν δραματικό χωρισμό. Επί δύο μήνες έγραφε τον πόνο της με στίχους από ελληνικά καψουροτράγουδα, διανθισμένους με δικά της αποφθέγματα για τη ζωή και το μαρτύριο αυτής, εκθέτοντας παράλληλα κάθε βήμα της σχέσης που τελείωσε και του χωρισμού. Στην αρχή όλοι νιώσαμε μια στοργικότητα και μία στεναχώρια γι’ αυτό που περνούσε. Μετά τις πρώτες 10 μέρες, όμως, η στοργικότητα μετατράπηκε σε γέλιο για να φτάσουμε στο τέλος να βρίζουμε και να αναρωτιόμαστε γιατί το κάνει αυτό στον εαυτό της και μαστιγώνει την ίδια και τον άλλο δημόσια; Και καλά όταν όλα αυτά μπορείς να τα υποστηρίξεις μέχρι το τέλος. Αν όμως γίνονται εν βρασμώ και μετά προσπαθείς να τα μαζέψεις και να αρχίσεις τις κωλοτούμπες; Ποιος ο λόγος να βρεθείς σε αυτή την κατάσταση; Δεν είναι λίγοι που έχουν βρεθεί σε αντίστοιχη θέση. Ημίγυμνες φωτογραφίες που κατεβαίνουν μόλις υπάρξουν αρνητικές αντιδράσεις, δηλητηριώδεις ατάκες που διαγράφονται όταν πέσει κράξιμο. Όλα αυτά φαίνεται να φωνάζουν: «Θέλω προσοχή, προσέξτε με». Ναι, όλοι ξέρουμε ότι η διαδικτυακή παγκοσμιοποίηση μας έχει βοηθήσει να κάνουμε έμμεσες εκκλήσεις για προσοχή πολύ πιο εύκολα απ’ ότι κάποτε. Σίγουρα όμως δεν είναι μόνο αυτό.

Υπάρχει η μερίδα ανθρώπων που πάντοτε μοιράζονταν τις προσωπικές τους στιγμές με όλους γύρω τους. Είτε στο καπνιστήριο της δουλειάς, είτε φωναχτά σε ένα καφέ, είτε σε ένα δείπνο. Εκείνοι που την ώρα που θα έτρωγες την πρωινή σου τυρόπιτα, θα σου ανέλυαν τη δυσκοιλιότητά τους με κάθε λεπτομέρεια και πολλά αστειάκια (ναι, ίσως αυτή να είμαι εγώ). Οι πρωταγωνιστές της συγκεκριμένης μερίδας, πιθανότατα δεν έχουν καταλάβει ότι ένα μέσο όπως το Facebook δεν είναι το μικρό καπνιστήριο του γραφείου τους και πώς πιθανότατα κάπου σε κάποιο άλλο γραφείο ένας από τους διαδικτυακούς τους φίλους δείχνει το status τους σε άλλους δέκα άσχετους και γελάνε όλοι μαζί as we speak. Είναι οι αυθόρμητοι -και λίγο αφελείς θα πρόσθετα- που νομίζουν ότι όλος ο κόσμος είναι καλοπροαίρετος και «φιλαράκι». Αυτοί βέβαια, συνήθως, γελούν και οι ίδιοι με τις χαζομάρες τους, οπότε μικρό το κακό.

Ένα ισχυρό χαρτί που βοηθάει τον διαδικτυακό «διασυρμό» είναι οι τάσεις κάθε εποχής. Η μόδα. Και η μόδα των τελευταίων χρόνων είναι να δείχνουμε ποιοι είμαστε ή ποιοι θα θέλαμε να πιστεύουν οι άλλοι ότι είμαστε μέσα από τα σόσιαλ. Μπορεί, για παράδειγμα, το αυτοκίνητο της κυρίας που βγάζει καπνούς να μη βγάζει όντως καπνούς αλλά να σκηνοθέτησε η ίδια την ιστορία για να δείξει ότι είναι μια γλυκιά και αβοήθητη κοπέλα, ένα σπουργιτάκι, που θέλει να μάθει αλλά δεν ξέρει και κάποιος τέλος πάντων ας βρεθεί να τη βοηθήσει στο δύσκολο αυτό της έργο. Μπορεί τα χιλιόμετρα στο διάδρομο να μην τα έκαψε ο κύριος που ανέβασε τη φωτογραφία αλλά ο διπλανός του στο γυμναστήριο. Κάπως όμως πρέπει κι αυτός να δείξει στις γκόμενες ότι γυμνάζεται, τι να κάνει, θα «κλέψει» τις επιδόσεις του άλλου. Οι ιστορίες «ψεύτικης ζωής» είναι άπειρες. Όταν όλοι γύρω διψούν για προβολή, για παραπάνω followers και γρήγορη ένταξη στις τάσεις της εποχής, για αποδοχή, ακόμα και ο πιο αντιδραστικός καμιά φορά μπορεί να λυγίσει και να ακολουθήσει το ρεύμα. Το αν θα καταληφθεί από μυθομανία, αυτό θα εξαρτηθεί από την ανταπόκριση του “κοινού”. Όσο το κοινό διψά, τόσο η μυθομανία μεγαλώνει και οι άνθρωποι που μέχρι τότε ήταν δίπλα του στη ζωή του, αρχίζουν να τον κοιτούν με μισό μάτι και να γελούν στα μουλωχτά. Τι σημασία έχει όμως -σκέφτεται συνήθως- αφού το διαδίκτυο τον αποθεώνει;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Και κάπου εκεί αρχίζει η κατρακύλα. Διότι αναπόφευκτα, όσο περισσότερο χρόνο περνάς στα σόσιαλ, τόσο χρόνο χάνεις από την πραγματική και ουσιαστική επαφή με τους γύρω σου. Η αποξένωση μέσα στην καθημερινότητα θα γιγαντώσει την ανάγκη για διαδικτυακή οικειότητα και ένας στάτους με προσωπικά στοιχεία και λίγη δόση χιούμορ ίσως καταφέρει να φέρει πιο κοντά σου όλους εκείνους που επίσης είναι κρυμμένοι πίσω από ένα κινητό, ένα τάμπλετ ή ένα pc. Όταν είσαι αναγκασμένος για διάφορους λόγους να απέχεις από την φυσική κοινωνικοποίηση, σίγουρα ένα διαδικτυακό καφενείο μοιάζει με λύτρωση, όταν όμως φτάνεις σε σημείο να νιώθεις μόνος την ώρα που πας για καφέ με φίλους και αντί να μιλάς μαζί τους περνάς χρόνο συζητώντας στο Facebook, τότε μάλλον έχει χαθεί η μπάλα.

Η μοναχικότητα είναι σίγουρα ένα πολύ ισχυρό χαρτί στην ανάγκη για έκθεση και αλληλεπίδραση μέσα στα σόσιαλ. Είναι κατανοητό όταν αυτό συμβαίνει εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων, όταν όμως το έχουμε επιλέξει μόνοι μας, τότε ίσως πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τους λόγους που μας οδήγησαν εκεί και να προσπαθήσουμε να ανατρέψουμε τα πράγματα αντί να βυθιστούμε περισσότερο στη μοναξιά. Σε κάθε περίπτωση όλο και κάποιο θετικό υπάρχει κι εδώ όπως σε κάθε ιστορία άλλωστε, αρκεί να μπορέσουμε να το εκμεταλλευτούμε όπως πρέπει. Και αν κάπου σε όλα αυτά, αναγνωρίζουμε στοιχεία του εαυτού μας, μήπως για αρχή να σκεφτούμε σε περιπτώσεις αυτή την επιλογή που έχουν όλα τα σόσιαλ: “Share only with favorite friends” για να προφυλαχθούμε και να αποφύγουμε στο μέλλον δυσάρεστες εκπλήξεις; Μια ιδέα έριξα.

Σε κάθε περίπτωση, αν όλοι οι άλλοι λόγοι δεν είναι αρκετοί για να μας κάνουν να αποφύγουμε την υπερέκθεση, υπάρχει και ένας ακόμη. Λίγοι από όλους αυτούς που παρακολουθούν όλους μας στα σόσιαλ, το κάνουν με ειλικρινή αγάπη και καλοσύνη. Οι περισσότεροι είναι οι γνωστοί-άγνωστοι λάτρεις της κλειδαρότρυπας και υπάρχουν βεβαίως και εκείνοι που θέλουν να νιώθουν ότι κάποιος με ευρύ κοινωνικό δίκτυο στα σόσιαλ θα ασχοληθεί έστω και λίγο μαζί τους όταν θα κοιτάξει τα likes ή τα comments τους (ακόμη περισσότερο αν τους απαντήσει κιόλας). Κάτι που μαθαίνουμε να το κάνουμε σε καθημερινή βάση, αναπόφευκτα γίνεται εθισμός αλλά όπως κάθε εθισμός έτσι και ο συγκεκριμένος έχει την αποτοξίνωση που του ταιριάζει. Όταν κατανοήσουμε πλήρως αυτή την κατάσταση σοσιαλομηντιακής αδηφαγίας, ίσως τότε μόνο καταφέρουμε να επιλέξουμε με ποιους πραγματικά θέλουμε να μοιραστούμε τα πάντα.

Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά

Share
Published by
Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά