O Burial είναι ένας παραγωγός ηλεκτρονικής μουσικής από το νότιο Λονδίνο. Ο σημαντικότερος της τελευταίας δεκαετίας, για να είμαστε ακριβείς. Αποτέλεσε το poster boy του πλέον καινούριου, σχετικά μαζικού, είδους (dubstep) που τάραξε τη μανιέρα της ανακύκλωσης όσον αφορά τη μουσική παραγωγή, πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους, ανάγκασε τα mainstream media να ασχοληθούν διεξοδικά με την περίπτωσή του. Ο λόγος δεν ήταν ακριβώς η υπέροχη μουσική του, αλλά κυρίως το μυστήριο που περιέβαλλε την ταυτότητά του. Από το 2005 που έκανε δειλά την εμφάνισή του απέφευγε επιμελώς να αποκαλύψει το όνομά του. Και φυσικά να φωτογραφηθεί, παρότι τα δύο άλμπουμ του, βρέθηκαν στην κορυφή των πιο έγκριτων μουσικών λιστών, έντυπων και ηλεκτρονικών. Κάθε άρθρο γι’ αυτόν περιείχε σχεδόν υποχρεωτικά την φράση «ο Τόμας Πίντσον της μουσικής βιομηχανίας» κι ακόμα κι όταν αποκάλυψε το όνομά του (Γουίλ Μπίβαν) μαζί με μια φωτογραφία μεγέθους γραμματοσήμου το καλοκαίρι του 2008 πολλοί ήταν εκείνοι που δεν πείστηκαν. Μάλλον γιατί η, ούτως η άλλως εγκεφαλική, μουσική του ακούγεται καλύτερη όταν την περιβάλλει κι ένα πέπλο μυστηρίου. Το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής, εντελώς απρόβλεπτα, στην ιστοσελίδα της δισκογραφικής του εταιρείας, ο Burial αποκάλυψε την ταυτότητά του. Με τον τρόπο της εποχής, ένα ξεγυρισμένο selfie (πόσες φορές ακόμα να επαναλάβουμε ότι το 2014 «το πρόσωπο είναι το μήνυμα»;), μας έδειξε το πρόσωπό του και μας αποκάλυψε τα μελλοντικά του σχέδια. Προκαλώντας φυσικά ένα νέο παγκόσμιο γύρο σχολίων στα social media, από εκείνους που απογοητεύτηκαν (μάλλον θα περίμεναν ένας Λονδρεζος που κάνει αστική σκοτεινή μουσική να μοιάζει με τον Thor) μέχρι εκείνους που παραμένουν άπιστοι Θωμάδες υφαίνοντας νέες θεωρίες συνωμοσίας.
Ο Μαρκ Έντουαρντ Σμιθ ζει εδώ και 57 χρόνια στο Σάλφορντ, κοντά στο Μάντσεστερ. Τα τελευταία 39 ηγείται των The Fall, ενός εκ των σημαντικότερων συγκροτημάτων της βρετανικής σκηνής που γεννήθηκε από τις στάχτες του πανκ. Την υστεροφημία του την έχει ήδη εξασφαλισμένη ως μια από τις πιο sui generis περσόνες της μουσικής ιστορίας . Ποιητής της καθημερινότητας του βρετανικού προλεταριάτου, τόσο διανοούμενος ώστε να ονομάσει το συγκρότημά του από έργο του Καμύ και τόσο λαϊκός ώστε να μη συγκρίνει τίποτα με την αγάπη του για την Μάντσεστερ Σίτι. Μοναδικά κυκλοθυμικός ώστε να απολύει ακόμα κι επί σκηνής μέλη της μπάντας, βιτριολικά ατακαδόρος ώστε να είναι περιζήτητος για συνεντεύξεις, συνιστά πραγματικό περιεχόμενο του ταλαιπωρημένου όρου cult. Το Σάββατο έδωσε άλλη μια συναυλία στην Αθήνα (από την οποία κατάγεται η σύζυγός του Έλενα). Βγήκε, είπε με το γνωστό στριφνό offbeat ύφος του 4-5 κομμάτια, έδωσε χρίσμα και μικρόφωνο στον ντράμερ κι αποχώρησε, αφήνοντας μια εμφανώς απροετοίμαστη για κάτι τέτοιο μπάντα να συνεχίσει κακήν κακώς για άλλα 3-4 τραγούδια. Το όλο φιάσκο κράτησε 30-35 λεπτά και παρότι υπήρξαν κάποιες φήμες ότι τον ενοχλούσε πολύ το πόδι του (έχει χρόνιο πρόβλημα), κανένας δε φρόντισε να μας το επιβεβαιώσει, αφού ακόμα κι ο διοργανωτής της συναυλίας δεν τον κάλυψε. Οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί του συγκροτήματος πανηγύριζαν επειδή ο Σμιθ δικαίωσε το παρελθόν του (πριν καμιά 10ρια χρόνια στο Club 22 είχε παίξει ακόμα λιγότερο πριν σηκωθεί να φύγει, κάτι σαν 20 λεπτά), οι υπόλοιποι έκλαιγαν 22 ευρώ βγαίνοντας άπραγοι στην παγωμένη Λιοσίων.
Ο Γούντι Άλεν βρέθηκε το Σαββατοκύριακο στο παγκόσμιο στόχαστρο. Πριν τρεις εβδομάδες τιμήθηκε στις Χρυσές Σφαίρες με το «βραβείο Σεσίλ Μπ. Ντε Μιλ» για τη συνολική κινηματογραφική του προσφορά. Κατά την προσφιλή του συνήθεια δεν παραβρέθηκε για να το παραλάβει, αλλά την ίδια στιγμή στο twitter η – επί 12 χρόνια σύντροφος και κάποτε μούσα του – Μια Φάροου μαζί με τον γιο τους (;) Ρόναν τον κατηγορούσαν ως «παιδόφιλο». Ανακινώντας μια υπόθεση εικοσαετίας σχετικά με την υποτιθέμενη σεξουαλική παρενόχληση που είχε ασκήσει επανειλημμένα ο Γούντι με θύμα την θετή κόρη του ζευγαριού, Ντίλαν. Μια υπόθεση που ήταν η γαρνιτούρα του ταμπλόιντ σκανδάλου που είχε ξεσπάσει το καλοκαίρι του 1992, όταν Άλεν και Φάροου χώρισαν αφού η αμερικανίδα ηθοποιός ανακάλυψε γυμνές φωτογραφίες της θετής της κόρης από προηγούμενη σχέση, Σουν Γι, τραβηγμένες από τον σκηνοθέτη. Τότε ο Γούντι ήταν 56 και η Σουν Γι 19, αυτό δεν τους εμπόδισε να παντρευτούν και να ζουν μαζί έκτοτε, έχοντας μάλιστα υιοθετήσει με τη σειρά τους 2 παιδιά. Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε το Σάββατο όταν στο blog του στους NY Times ο δημοσιογράφος Νίκολας Κρίστοφ δημοσίευσε μια σοκαριστική ανοιχτή επιστολή της 28χρονης σήμερα Ντίλαν Φάροου που κατηγορεί ανοιχτά τον Γούντι, προχωρώντας σε ανατριχιαστικές περιγραφές. Τα δίκτυα, παραδοσιακά και κοινωνικά, πήραν φωτιά, ο αντίλογος υπεράσπισης του «auteur των σύγχρονων αστικών νευρώσεων» δεν άργησε να έρθει, εκείνος μένει για την ώρα πιστός στο «ουδέν σχόλιον». Η Ντίλαν αναρωτιέται βέβαια στο τέλος της καλογραμμένης επιστολής της. «Μετά από όλα αυτά που διαβάσατε, ποια είναι αλήθεια η αγαπημένη σας ταινία του Γούντι Άλεν;».
Ο Φίλιπ Σίμουρ Χοφμαν βρέθηκε χθες το απόγευμα νεκρός στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη με τα σύνεργα από χρήση ηρωίνης να μην αφήνουν αμφιβολίες για τα αίτια του θανάτου. Ήταν ένας από τους πολύ μεγάλους ηθοποιούς της γενιάς μας. Αληθινά σπουδαίος, χαμαιλεοντικός, ταυτόχρονα ευπροσάρμοστος αλλά και μοναδικά ιδιαίτερος είτε υποδυόταν τον Τρούμαν Καπότε είτε τον γκουρού μιας παραθρησκευτικής σέχτας ή ακόμα και τον προπονητή στο επαγγελματικό πρωτάθλημα baseball. Η απώλειά του μαρτυρά μια ακόμα αλήθεια για τους ήρωες του θεάματος. Για κάθε Iggy ή Keith που ενσωμάτωσαν τον κάποτε έξαλλο βίο τους στην προσωπικότητά τους και τώρα θρέφονται από αυτό, υπάρχουν κι εκείνοι που βασανίζονται και τελικά την πληρώνουν χωρίς το “sex, drugs and rock ’n’ roll” φίλτρο. Κι επίσης, για άλλη μια φορά, αυτό που κάνει εντύπωση είναι το οικουμενικό RIP. Συντονισμένα εκατομμύρια accounts από χθες θρηνούν ταυτόχρονα και – για να μείνουμε στα ελληνικά – με ένα πολύ ιδιαίτερο προσωπικό τόνο που μερικές φορές ξεπερνά το σχήμα του «αγαπημένου ηθοποιού» και φτάνει σε εκείνο του «δικού μας ανθρώπου». Φυσικά, το ένα δεν αναιρεί το άλλο, αλλά γνωρίζοντας τα δεδομένα της νέας εποχής, δεν μπορείς να αναρωτιέσαι αν το μέσο υπαγορεύει την ένταση της θλίψης, αν αυτό το #RIP αποτελεί πια μια μορφή ηλεκτρονικής κοινωνικοποίησης στα άγρια χρόνια του facebook.
Ο μύθος είναι απαραίτητος στην ποπ κουλτούρα. Είναι το πιο ισχυρό καύσιμό της. Οι τέσσερις περιπτώσεις που έσκασαν μέσα σε 48 ώρες, εντελώς ανόμοιες μεταξύ τους και με απόλυτα δυσανάλογο εκτόπισμα, δείχνουν πόσο ανάγκη έχει η εποχή από μυθολογίες που να μυρίζουν ανθρωπίλα (;). Αν είχαμε δει από την αρχή την (τυπικά chav) φάτσα του Burial θα είχαμε μαγευτεί τόσο από τη μουσική του; Πώς θα τον αντιμετωπίσουμε αντανακλαστικά στην επόμενη κυκλοφορία; Ο Μαρκ Ε. Σμιθ δικαιούται να σκηνοθετεί παρωδίες σαν αυτή του Σαββάτου, γιατί διαφορετικά ούτε θα ήταν αυτός που είναι και μοιραία ούτε κι εμείς θα ήμασταν εκεί για να τον δούμε; Έχει καμία σημασία αυτό ή τα πράγματα είναι απλά και γίναμε θύματα ενός γραφικού μονομανή που μπαίνει στην τρίτη ηλικία αλλά συμπεριφέρεται σαν 13χρονο κοριτσάκι; Αγαπάμε τον Γούντι ακόμα με το ίδιο πάθος; Θα ξαναξεκαρδιστούμε με τον ίδιο τρόπο στην ετήσια προβολή του Υπναρά που καταφεύγουμε όταν θέλουμε κάτι οικείο για να μας φτιάξει το κέφι; Θα πάμε σινεμά στο επόμενο του φιλμ; Θα είναι αυτή η απόφαση η ψήφος μας στο αν διαχωρίζουμε τον καλλιτέχνη από τον άνθρωπο; Θα αγιοποιήσουμε ακόμα έναν, έστω όχι συνηθισμένο, σταρ που χαράμισε τη ζωή και το ταλέντο του; Για ποιον κάνουμε όλα αυτά τα μελοδραματικά posts (δε βγάζω τον εαυτό μου απ΄έξω – στον Λου Ριντ ένιωσα το ίδιο); Για να μας διαβάσουν οι mutual εκπληρώνοντας το FOMO του πένθους ή στη μνήμη κάποιου που δε γνωρίσαμε κι όμως του απευθυνόμαστε στο β΄ενικό; Η απάντηση σε όλα αυτά μου μοιάζει κοινή. Aκόμα κι αν πλέον η απομυθοπόιηση απέχει μερικά κλικ, οι μύθοι είναι πιο σπάνιοι – άρα πιο αναγκαίοι – από ποτέ. Δεν ξέρω και σεις τι λέτε.