Μίλα ρε… (μισ)άνθρωποι σε σύγχυση σε τρώνε

Κατηφορικός φαίνεται να ’ναι ο δρόμος που πηγαίνουμε,
Και η κατηφόρα δεν είναι πάντοτε εύκολη, όπως λαθεμένα νομίζουνε πολλοί.
Συνήθως οδηγεί στον πάτο κι έχει ανηφόρα πιο πολλή μετά για την επιστροφή.
Μα και αν υπάρξει επιστροφή, θα είμαστε εδώ τα λάθη να ξεπλένουμε;

 

Μουδιασμένο μυαλό, μουδιασμένες κι οι λέξεις. Είναι μία από τις παρενέργειες του φασισμού και του ρατσισμού όταν περιφέρεται γύρω σου και πολλές φορές σε παίρνει ξυστά ή άλλες πάλι σε στοχεύει.

Φαντάσου να είναι μέσα σου… Σε τυφλώνει, σε χρησιμοποιεί, σε ελέγχει, σε φοβίζει, σε σοκάρει, εκμεταλλεύεται τις διάφορες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές συγκυρίες και μεγαλώνει. Και τον ακολουθούν αυτοί που πλέουν στα ρηχά, οι κενοί, που δε θέλουν να δουν στο βάθος ή εκείνοι που τους κυριεύει η αφέλεια ή η αυταρέσκεια ή ο φόβος λόγω της άγνοιας και της ανασφάλειάς τους ή ψάχνουν άλλοθι για την προσωπική τους αποτυχία. Και είναι ραγδαία η αύξηση του αριθμού των ανθρώπων εκείνων που τους διακατέχει μια σύγχυση σε ό, τι αφορά στη σκέψη τους και στη στάση ζωής τους, ξεγυμνώνοντας την ημιμάθεια που τείνει να αποτελέσει μάστιγα.

Αυτό, λοιπόν, είναι το κατάλληλο έδαφος και το λίπασμα για να καλλιεργηθούν και να αναπτυχθούν διάφορες ακραίες και μοιραίες κοσμοθεωρίες γεμάτες αντιφάσεις που έχουν ως επίκεντρο το εγώ, με τις αηδιαστικότερες από αυτές να είναι ο ρατσισμός και ο φασισμός, κατά του οποίου μάλιστα γιορτάζουμε σε εθνικό επίπεδο συχνά.

Στην πράξη, ωστόσο, πίσω από το γιορτινό πέπλο κατά αυτής της μολυσματικής νόσου του μυαλού οι ερμηνείες του τι γιορτάζουμε ακριβώς και τι γίνεται στην πράξη διαφέρουν. Ας μην επεκταθούμε, ωστόσο, περισσότερο πάνω σε αυτού του είδους την ερμηνεία, γιατί είναι κάτι το οποίο χρήζει πολιτικής ανάλυσης που θα πρέπει να γίνει σε ξεχωριστό κείμενο. Αυτό που πρέπει να δούμε πριν απ’ όλα είναι απλά ο φασισμός και ο ρατσισμός μέσα μας, μέσα στους κόλπους της κοινωνίας, και ο τρόπος με τον οποίο τον αντιμετωπίζουμε ή τον αγνοούμε.

Προφανώς και δε γελιέμαι ότι λέω και τίποτα καινούριο. Το αντίθετο θα έλεγα. Αλλά δυστυχώς βρισκόμαστε εδώ και πολύ καιρό στο σημείο όπου πρέπει ακόμα να συζητάμε και να εξηγούμε τα αυτονόητα, ειδικά σε ό, τι έχει να κάνει με τις ανθρώπινες σχέσεις. Και η μια κουβέντα φέρνει την άλλη και μεγαλώνει η λίστα όλων αυτών των συμβάντων που ξεδιπλώνουν τις παθογένειες της κοινωνίας μας και του μισανθρωπισμού που φαίνεται να μας πνίγει. Δεν ξέρεις από πού ν’ αρχίσεις να σχολιάζεις, να απαντάς, αλλά πάνω απ’ όλα από πού ν’ αρχίσεις να σκέφτεσαι.

Οπότε αν ξεκινήσουμε από τη σκέψη, το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό είναι τι να κάνεις. Ποιον να πρωτοπιάσεις από τους ώμους και να τον ταρακουνήσεις για να ξυπνήσει. Ταρακουνάω τον εαυτό μου πρώτα και λέω να μιλήσω κι εγώ. Ή μήπως καλύτερα να τ’ αφήσω και να ασχοληθώ με τη δουλειά μου, τα προβλήματά μου και τον κλειστό μου περίγυρο; Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση σ’ αυτό για όσους βιαστούν να πουν ότι την ξέρουν.

Εξάλλου, έχουμε γεμίσει δικαστές και διαιτητές και προπονητές και γιατρούς και πολιτικούς και γενικά ειδήμονες πάσης φύσεως που βρίσκονται κρυμμένοι πίσω από τη γυάλινη προστασία μιας εύθραυστης οθόνης κι ενός πληκτρολογίου από πλαστικό. Αναλώσιμα υλικά και λόγια που πολύ συχνά μολύνουν το κοινωνικό περιβάλλον. Και είναι πολλοί και εκείνοι που επιτρέπουν σε αυτή τη μόλυνση να επεκταθεί, κλείνοντας τα μάτια, κρατώντας αποστάσεις από τα πράγματα είτε από αμηχανία, είτε από αδιαφορία, είτε γιατί είναι πνιγμένοι στη ρουτίνα της καθημερινότητας, είτε γιατί απλά έτσι έχουν μάθει.

Οι εξελίξεις, ωστόσο, φαίνεται να μας προλαβαίνουν και με τις ταχύτητες που τρέχει ο κόσμος σήμερα οι μόνες αποστάσεις που έχει κάπως καταφέρει να μικρύνει ο άνθρωπος είναι οι γεωγραφικές και οι χρονικές με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Κατά τ’ άλλα, οι κοινωνικές και κατά βάση οι ανθρώπινες αποστάσεις μεγαλώνουν κι εκεί η τεχνολογία δε μπορεί να βοηθήσει και πολύ. Μυαλά σε κρίση, αντιστάσεις σε κάμψη και ο εξευτελισμός της ανθρώπινης ύπαρξης σε έξαρση.

Κάπως πρέπει, λοιπόν, να αρχίσουν να ακούγονται περισσότερο και οι απόψεις εκείνες που σέβονται τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του, που δεν χλευάζουν και δεν παίζουν με τον πόνο του άλλου, που κατανοούν, που δεν αναλώνονται σε αναμάσημα αβάσιμων πληροφοριών, υποκειμενικής ιστορίας και διαστρεβλωμένων γεγονότων, που εκφράζονται με λόγια και με πράξεις όχι ασυνείδητα και ανεύθυνα, αλλά αφότου έχουν σκεφτεί τα πράγματα τουλάχιστον δύο φορές. Έχουμε ανάγκη από θέσεις και λόγια μετρημένα, όχι τόσο για να μη θίξουμε κανέναν, αλλά γιατί είναι σημαντικό να κάνει την εμφάνιση της πιο συχνά και μια άλλη οπτική, πιο δίκαιη, πιο ελεύθερη και πιο ισορροπημένη.

Αυτή η προσέγγιση ενδεχομένως θα μπορούσε να περιγράψει και τις σκέψεις κάποιων που είτε δεν αισθάνονται έτοιμοι να μιλήσουν (ακόμα και αν το ένστικτό τους τους λέει ότι πρέπει), είτε γιατί απλώς κρατούν αποστάσεις για τους δικούς τους λόγους. Ωστόσο, οι αποστάσεις είναι πιο πολύ για να στοιχιζόμαστε στις παρελάσεις και να φαίνεται ότι όλα δουλεύουν ρολόι υπό τις διαταγές κάποιου ή υπό τον ρυθμό ενός τυμπάνου. Αλλά η τόση μονοτονία και η αυτοματοποίηση της ζωής δεν οδηγεί σε μονοπάτια που θα σε κάνουν να σκεφτείς, με αποτέλεσμα το μυαλό να φθείρεται και να αρχίζει να κάνει εκπτώσεις σε αξίες.

Είναι στη φύση του ανθρώπου να αντιδράει σε όσα συμβαίνουν γύρω του. Θα ήταν χρήσιμη, επομένως, μια κουβέντα που θα μπορούσε να παροτρύνει τους σκεπτόμενους να δράσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ώστε να σταματήσει αυτή η κοινωνική κατηφόρα την οποία βιώνουμε και που φαίνεται πως έκανε πιο θαρραλέα την εμφάνισή της χέρι-χέρι με την οικονομική κρίση. Κι αυτό γιατί πολλοί αναγκαστήκαμε να κλειστούμε στο καβούκι της οικονομικής επιβίωσης, στο οποίο εσκεμμένα ή όχι οδηγηθήκαμε, και παραμελήσαμε την κοινωνική εξέλιξη των πραγμάτων (και των ειδών), παρελαύνοντας ήσυχα και όμορφα, όπως μας προτάσσουν οι καιροί, ακολουθώντας τους σύγχρονους ρυθμούς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Έτσι όμως επιτρέπουμε σε κάποιους να εκμεταλλεύονται την αδράνειά μας, να κερδίζουν περισσότερο χώρο και να φαίνεται ότι πληθαίνουν οι απόψεις που θέλουν την ελευθερία του ανθρώπου υπό αυστηρό περιορισμό. Είναι αυτοί οι κάποιοι που μιλούν και πράττουν με αλαζονεία, αυταρχικότητα, υποκρισία, χυδαιότητα, ατιμία και αναξιοπρέπεια και θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτατους, κάλλιστους, εξυπνότατους, ομορφότατους και ό, τι άλλο σε υπερθετικό βαθμό. Είναι πολλοί αυτοί οι άριστοι, ναρκισσιστές, αλλά είναι και οι άλλοι που φοβισμένοι, δυστυχείς, τυφλωμένοι από μία υποθετική δύναμη ενός δικού τους τίποτα, τους ακούν και μην έχοντας άλλες παραστάσεις ή μη θέλοντας να δουν τον κόσμο λίγο βαθύτερα, τους μιμούνται. Και έπειτα φανερώνουν τη συμπλεγματικότητά τους εις βάρος άλλων, βασισμένοι στον εγωκεντρισμό, την πατριδολαγνεία, το ελληνοβαρόμετρο (ή βαρόμετρο αγάπης για τη χώρα του ο καθένας, μιας και το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό), την απληστία, την υπεροψία, την εκμετάλλευση και κυρίως στην ημιμάθεια που τους καταβάλλει.

Όλα μαζί αυτά περιγράφουν τη σύγχυση που τείνει να καταλάβει ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου γύρω μας. Είναι η σύγχυση που τους κάνει να αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις με δύο μέτρα και δύο σταθμά, φάσκοντας και αντιφάσκοντας σε πάρα πολλές περιπτώσεις. Και δεν είναι μόνο εκείνοι με την πολιτική ή οικονομική δύναμη ή άλλου τύπου εξουσία που κρύβονται πίσω από αυτό το φαινόμενο. Εκείνοι είτε θα διαστρεβλώσουν την ιστορία και τα γεγονότα προς όφελός τους, είτε θα μεταφέρουν τις ευθύνες τους σε άλλους, είτε θα κάνουν λόγο για ταμπού, είτε το μυαλό τους δεν φτάνει όντως παραπέρα.

Είναι και οι άνθρωποι της μάζας, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας που λειτουργούν φασιστικά και ρατσιστικά, κάνοντας συνεχώς διακρίσεις, στην καθημερινότητά τους, μη βάζοντας τον εαυτό τους στη θέση του άλλου. Και αν δε θέλουμε να συμφωνήσουμε με το ότι το πρόβλημα ξεκινάει από τον τρόπο που ζούμε και που αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους γύρω μας, τουλάχιστον οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι από εκεί εντείνεται, γιατί από εκεί τρέφεται ο ρατσισμός και ο φασισμός.

Τέτοιου είδους ζητήματα, λοιπόν, που συναντάμε όλο και περισσότερο, πρέπει να πάψουν να παραμένουν αναπάντητα. Και ειδικά όταν από πίσω κρύβονται και απειλές ‘‘φιλικού’’ τύπου ή ‘‘στοιχεία αναγκαστικότητας’’ σχετικά με το τι σκεφτόμαστε, τι λέμε, ποιοι είμαστε και πώς ζούμε, τόσο περισσότερο οφείλουμε να απαντάμε. Και ας μιλάμε σε τοίχο όπως μου έχουν πει κάποιες ψυχές. Και ας μας προκαλούν αμηχανία κάποιες καταστάσεις που θεωρούμε υπερβολικές. Και ας μας προκαλούν απέχθεια τα λεγόμενα και οι πράξεις κάποιων. Οφείλουμε να παίρνουμε θέση. Το έχουμε ανάγκη εμείς οι ίδιοι πάνω απ΄ όλα, το έχουν ανάγκη και άλλοι άνθρωποι γύρω μας όλων των ηλικιών, που άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο απογοητεύονται από όσα συμβαίνουν και αποφασίζουν να κρατήσουν αποστάσεις ή απλά έχουν χάσει το δρόμο. Για θέματα κατά του ανθρώπου, είμαστε υποχρεωμένοι να εκφραζόμαστε αντίθετα. Όχι μόνο για τους παραπάνω λόγους, αλλά και με την ελπίδα ότι θα σωθεί έστω και ένα μυαλό που ίσως είναι ανώριμο και δεν αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των λεγόμενών του και των πράξεων του.

Θα πει κανείς, βέβαια, ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος για τα λόγια και τις πράξεις του. Όμως όταν γίνονται τόσα καθημερινά, με τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης να προβάλουν θέματα κατά το δοκούν και βλέποντας να επηρεάζονται πολλοί ευαίσθητοι και ευάλωτοι χώροι όπως τα σχολεία, αλλά και η ίδια η οικογένεια, τότε κάτι πηγαίνει λάθος προφανώς. Σε αυτό, λοιπόν, συμβάλλουν και οι αποστάσεις που τηρούν πολλοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να πάρουν θέση, να εκτεθούν και να μιλήσουν περισσότερο για την άλλη πλευρά των πραγμάτων. Ακόμα και ανάμεσα σ΄ εκείνους με τους οποίους διαφωνούμε, οφείλουμε να ελπίζουμε ότι όλο και κάτι θετικό μπορεί να βγει, με βάση την επιστημονικά αποδεδειγμένη παραδοχή ότι το ανθρώπινο μυαλό έχει τη δύναμη να λειτουργήσει αν το θέλει ο κάτοχός του.

Απλά χρειάζεται λίγο σπρώξιμο μερικές φορές και κάποιες κουβέντες πέρα από τα τετριμμένα. Οφείλουμε να απαντάμε γιατί δε γίνεται κάποια ζητήματα να τα αφήνουμε στην άκρη και να τα θέτουμε όταν μας συμφέρει ή μόνο πίσω από μια οθόνη και ένα πληκτρολόγιο. Γιατί ο διάλογος με όλους (όχι μόνο με όσους συμφωνούμε), όπως και το διάβασμα κειμένων (όχι μόνο όσων συμφωνούμε), βοηθάει στο να καλλιεργούμε τη σκέψη μας και στο να καταλάβουμε λίγο καλύτερα τους λόγους για τους οποίους αξίζει να ζούμε γι’ αυτό το μικρό διάστημα που τυχαίνει να βρισκόμαστε στον πλανήτη.

Ζήτω η Ελευθερία, λοιπόν, χωρίς αλλά και χωρίς πολλά πολλά ζήτω, κρυμμένα πίσω από απάνθρωπα προσωπεία. Ζήτω η πραγματική ελευθερία στο να προσπαθήσουν να σκεφτούν και όλοι εκείνοι που αγνοούν ότι η ελευθερία για την οποία πολλοί πάσχισαν και έδωσαν το αίμα τους δε σημαίνει ότι μπορώ ελεύθερα να επιβάλλω οτιδήποτε μισάνθρωπο μου λένε πως είναι σωστό. Δε σημαίνει ότι εάν δεν έχω την δυνατότητα να εκφραστώ με τα λόγια, διότι δε γνωρίζω ή διότι δεν έχω την ικανότητα ή τη διάθεση να μάθω ή να ακούσω, τότε επιβάλλομαι αυταρχικά. Ούτε σημαίνει πως μπορώ να καταπιέζω οποιαδήποτε ειρηνική ύπαρξη γύρω μου είτε αυτή λέγεται πολίτης, είτε λέγεται πρόσφυγας, είτε συνάδελφος, είτε σύντροφος, είτε γείτονας, είτε φίλος, είτε αδερφός, είτε οικογένεια, είτε λέγεται μετανάστης, είτε λέγεται συνάνθρωπος. Κριτική σκέψη και επανάληψη στα αυτονόητα για όλους μας, λοιπόν.

Ο Γιάννης Μαλισιόβας σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στην Δημόσια Πολιτική και Ανθρώπινη Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ. Eργάστηκε στις Βρυξέλλες ως Σύμβουλος Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων και σήμερα ζει στη Γαλλία εργαζόμενος στον ίδιο τομέα.

 

Γιάννης Μαλισιόβας

Share
Published by
Γιάννης Μαλισιόβας