«Είναι αδύνατον να μάθεις τη σκέψη, τη γνώση, τη συμπεριφορά κάποιου, πριν εκείνος δοκιμαστεί στην εξουσία και την τήρηση των νόμων». Στην τελετή παράδοσης – παραλαβής της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του τον Αύγουστο του 2019, ο Δημήτρης Λιγνάδης άρθρωσε την παραπάνω φράση του Κρέοντα και παρά τη λανθάνουσα μορφή της, έχει ίσως μια συμβολική βαρύτητα το γεγονός ότι από τον πόλο της σύγκρουσης στην τραγωδία του Σοφοκλή, εκείνος επικαλέστηκε τον Κρέοντα, τον πόλο της εξουσίας, την οποία άλλωστε για πολλά χρόνια ασκεί μέσα από τις θέσεις που κατά καιρούς έχει στις δομές του Εθνικού Θεάτρου, σε διάφορες δραματικές σχολές, στα Αρσάκεια Σχολεία αλλά και ως φτασμένος σκηνοθέτης. Σύντομα, λοιπόν, θα μάθουμε ποια ήταν η δική του συμπεριφορά σ’ αυτά τα πολλά έτη που δοκιμάστηκε στην εξουσία και εάν τήρησε τους νόμους, τόσο αυτούς που διέπουν τον Ποινικό Κώδικά, όσο κι εκείνους που θέλουμε να διέπουν την αλληλεπίδραση μας με τους άλλους, για να είναι δίκαιη, σεβαστική και ισότιμη. Να μην πονάει και να μη σημαδεύει σαν πυρωμένο σίδερο.
Θα μάθουμε επίσημα δηλαδή, έτσι όπως θέλει η Υπουργός, με βούλα και ονόματα. Κι αλήθεια αυτό το «δεν υπάρχουν επώνυμες καταγγελίες» που ισχυρίστηκε η Λίνα Μενδώνη πόσο λιγόψυχο και αναντίστοιχο σε σχέση με τη σοβαρότητα της κατάστασης και το βάθος του τραύματος, ήχησε; Το εξοργιστικό με το ελληνικό #metoo είναι ότι εκτυλίσσεται σ’ έναν ανέφελο ουρανό. Δεν υπάρχουν σύννεφα να πέσουμε, γιατί βοά ο τόπος, όχι τώρα μα χρόνια. Όλα τα πρόσωπα που καταγγέλθηκαν επώνυμα ή ανώνυμα – κι είναι απόλυτο δικαίωμα κάθε ατόμου που επέζησε από μια τέτοια εμπειρία να καταγγείλει αν θέλει, όποτε θέλει, όπου θέλει και όπως θέλει – ήταν γνωστό στους καλλιτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους ότι λειτουργούσαν κακοποιητικά και παραβιαστικά. Αυτό σημαίνει ότι ήταν γνωστό και σε όσους τους διατήρησαν ή τους προβίβασαν σε θέσεις εξουσίας, σε φίλους και κολλητούς, σε διοικήσεις θεάτρων, θιασάρχες και παραγωγούς, σε γραμματείς, υφυπουργούς, υπουργούς και πρωθυπουργούς. Ήταν γνωστό και τουλάχιστον ανεκτό – για να το θέσω με μια επιεική διατύπωση- πράγμα που καθιστά τη μοναξιά όσων υπέφεραν απέραντη. Ένα ολόκληρο σύστημα συγκάλυψης και αναπαραγωγής της βίας υφάνθηκε πάνω στην ταπείνωση, τον εκβιασμό, την ευαλωτότητα και τη ντροπή των θυμάτων. Γι’ αυτό σου λέω, μάλλον μια παραίτηση είναι λίγη. Δεν αρκεί για να ξεπλυθεί ο φόβος και το άλγος που προκλήθηκε. Μάλλον χρειάζονται περισσότερες παραιτήσεις, μάλλον χρειάζονται και εισαγγελείς και μάλλον όχι μόνο «η κουίντα του Εθνικού Θεάτρου» δε φτάνει για να κρυφτούν κάποιοι από τις ευθύνες τους αλλά ούτε ολόκληρη η πλάση δε φτάνει.
Κι αν σήμερα μπορούμε με κομμάτια ατόφιας συγκίνησης που ανεβοκατεβαίνουν αδιάκοπα από τα μάτια στο λαιμό, να ατενίζουμε λίγο πιο αισιόδοξα τον ορίζοντα, αν νιώθουμε λίγο πιο κοντά στην προοπτική μιας κάποιας δικαίωσης που μεταφράζεται κατ’ ελάχιστο στο να μη βλέπεις τον άνθρωπο που σε κακοποίησε να μοιράζει σαχλά χαμόγελα στην τηλεόραση ή αρχαιολατρικά φιλιά σε μινιατούρες του Παρθενώνα στην Επίδαυρο, αν σήμερα μπορούμε να ελπίζουμε ότι η τέχνη θα γίνει πιο συμπεριληπτική, το χρωστάμε στα θύματα. Στις γυναίκες που σχεδόν σύγκορμες κατέθεσαν την αλήθεια τους στην κοινωνία. Στα αγόρια που μίλησαν, γιατί η τοξική αρρενωπότητα πλήττει και τις υπόλοιπες αρρενωπότητες κι αυτό είναι ένα ακλόνητο ταμπού που πάλι βαραίνει τα θύματα. Είμαι σίγουρη ότι ο Νίκος που γνωστοποίησε το βιασμό που υπέστη το 2005 μέσω συνέντευξης το Σάββατο στο 2020mag.gr – την ίδια μέρα που ο Δημήτρης Λιγνάδης υπέβαλλε την παραίτηση του – χρειάστηκε να βρει πολλά αποθέματα σθένους για να το κάνει, όπως και τα αγόρια που προηγήθηκαν κι αυτά που θα ακολουθήσουν. Το έκανε κι είναι σπουδαίο, γιατί όλοι και όλες διαβλέπαμε και αφουγκραζόμασταν μια απόπειρα συγκράτησης των καταγγελιών από πολλές μπάντες που την υπερκέρασε. Δεν συνιστά κανενός είδους ηθική υποχρέωση στα επιζώντα άτομα να μιλήσουν. Δε χρωστάνε τίποτα. Είναι απολύτως κατανοητό και σεβαστό να φοβούνται, να μη θέλουν να σκαλίσουν τις πληγές τους, να μην αντέχουν την έκθεση, να μην είναι έτοιμα ακόμα. Αυτό το ποτάμι, όμως, παραφούσκωσε με θυμό, πίκρα και αηδία για να μπορέσει να το κατευνάσει κανείς. Η ορμητικότητα του θα συμπαρασύρει τα φράγματα, όσο άγαρμπα ή εκλεπτυσμένα κι αν τοποθετήθηκαν.
Ένα ακόμα πράγμα που θέλω να επισημάνω και το οποίο σκόπιμα δεν τονίζεται καθόλου στο δημόσιο λόγο είναι ότι στη σημερινή κάπως λυτρωτική και αποκαλυπτική συνθήκη, εκτός από το κουράγιο των επιζώντων, συντέλεσαν ο φεμινισμός και το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα που διανύουν διεθνώς και εγχώρια μια αναγενησιακή πορεία. Είναι εκείνα τα κινήματα που ανέσυραν στον αφρό τα ζητήματα της σωματικότητας, του φύλου και της σεξουαλικότητας, που αφαιρούν συστηματικά συσκοτιστικά επιχειρήματα και μυθοπλαστικές κατασκευές από τις έμφυλες ιεραρχήσεις, που αναδεικνύουν διαρκώς τις δεσπόζουσες της σεξιστικής κουλτούρας και της τοξικής αρρενωπότητας. Με τα εργαλεία του φεμινισμού οφείλουμε να διαβάσουμε τη συγκυρία για να μην οδηγηθούμε στις παραπλανητικές ατραπούς της «ανωμαλίας», του «ψυχάκια» ή της «διαστροφής» που τόσο απλόχερα προσφέρονται αυτή την περίοδο και διατρέχουν το timeline μας. Πέρα από το ότι αυτές οι αναγνώσεις είναι στιγματιστικές ως προς την ψυχική νόσο, επιμένουν να αγνοούν τη συστημικότητα της έμφυλης κακοποίησης τη στιγμή μάλιστα που η ίδια η πραγματικότητα κατακρημνίζει μια σειρά από βολικά στερεότυπα. Δεν είναι άξεστοι, αγροίκοι, αμόρφωτοι ή διαταραγμένοι οι κακοποιητές. Μπορεί κάλλιστα να είναι καλλιεργημένοι, επαγγελματικά αναγνωρισμένοι, ευρυμαθείς ή και «άριστοι». Επίσης, είναι καθίκια επειδή είναι βιαστές και κακοποιητές, ανεξάρτητα από την ιδεολογική τους τοποθέτηση, την κομματική τους ταυτότητα ή την πολιτική τους στράτευση. Κι αυτό πρέπει να είναι κρυστάλλινο, ακόμα κι αν κοστίζει, ακόμα κι αν αφορά ανθρώπους που θεωρούσαμε «δικούς μας», πιο κοντινούς και πιο οικείους. Αν θέλουμε να γίνουμε σύμμαχοι στον αγώνα κατά της έμφυλης βίας, τότε θα πρέπει να αναθεωρήσουμε ποιοι είναι «δικοί μας».
Το έγραψε ο Φοίβος Δεληβοριάς κι ήταν βάλσαμο μέσα στον ορυμαγδό της επιλεκτικής ευαισθησίας: «Δικά μας παιδιά είναι τα θύματα».