Μεγάλωσα στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού μου σε μία προσφυγική πολυκατοικία στην Καισαριανή. Το ψυγείο ήταν πάντα γεμάτο, ο φούρνος μονίμως αναμμένος και σχεδόν κάθε Κυριακή είχαμε το οικογενειακό τραπέζι, από το οποίο δεν έλειπε τίποτα. Τυριά, αλλαντικά, σαλάτες, πατάτες, κρέας, μακαρόνια, τζατζίκι. Όλα ήταν εκεί, τοποθετημένα σε μικρά και μεγάλα οβάλ λευκά πιάτα με μία λουλουδένια μπορντούρα γύρω γύρω. Ήταν το γαμήλιο σερβίτσιο της.
Η γιαγιά μου ήταν ένα από τα έξι παιδιά της οικογένειάς της. Έζησε την κατοχή του 40, τα Δεκεμβριανά, τη Χούντα. Στις ιστορίες που μας έλεγε από την παιδική της ηλικία σχεδόν πάντα θα υπήρχαν μέσα οι λέξεις μπομπότα, πείνα και πόλεμος. Για να καταφέρει να επιβιώσει η φαμίλια της, εκείνη δεν πήγε σχολείο και κάθισε σπίτι να μεγαλώσει τους δύο μικρότερους αδερφούς της, τον θείο Ηλία και τον θείο Κώστα. Ήταν η γυναίκα, που μέσα στην ψωμιέρα της θα έβρισκες ψωμί τριών ημερών φυλαγμένο. Ήταν η γυναίκα, που θα μπορούσε να φάει για όσες μέρες χρειαστεί το ίδιο φαγητό προκειμένου να μην το πετάξει. Ήταν η γυναίκα που μου έμαθε πως με ένα φακελάκι τσάι μπορείς να φτιάξεις τέσσερα φλιτζάνια για να σερβίρεις.
Η έγνοια της δεν ήταν τα λεφτά. Δεν ήταν τσιγκούνα. Κάθε φορά που πήγαινε σούπερ μάρκετ έκλαιγε το καρότσι. Η μοναδική της έγνοια ήταν να τρώω. Με κάθε μου μπουκιά, που έβαζα στο στόμα μου, εκείνη έπαιρνε δύναμη. Ένιωθε πως είχε κάνει το καθήκον της. «Το παιδί έφαγε». Ακόμα και αν αυτό που έφαγε είχε βαφτιστεί μέσα στο βούτυρο ή είχε τόσο ζάχαρη που θα μπορούσε να κάνει έναν τυφλό να δει την Παναγία να κάνει άλμα επί κοντώ ξυπόλητη στην ταράτσα ανάμεσα σε κεραίες.
Μέχρι σήμερα πιστεύω πως η γιαγιά μου ήταν η καλύτερη μαγείρισσα του κόσμου όλου και για να είμαι ειλικρινής το σουφλέ με το μπέικον και τα πέντε διαφορετικά τυριά, αλλά και τα σουτζουκάκια της με το ρύζι ήταν ό,τι πιο νόστιμο είχα φάει ποτέ. Μπορεί τα φαγητά της να μην ήταν για χρυσό σκούφο, αλλά ήταν φτιαγμένα με αγάπη. Στα συστατικά τους είχαν τη χαρά, την ευγνωμοσύνη, την ιστορία, τη συμπόνια, τη θρησκεία, τα αρώματα της οικογένειάς της όλης.
Όταν άρχισα να ασχολούμαι με την yoga και να μπαίνω ολοένα και πιο βαθιά μέσα στον κήπο αυτής της ινδικής φιλοσοφίας, μέσα μου ξύπνησαν διάφορα «θέλω». Άρχισα να θέλω να γίνω ένας πιο ευσυνείδητος άνθρωπος. Σταμάτησα να είμαι γερό ποτήρι (γεμάτο βότκα με δύο παγάκια, χωρίς φέτα λεμόνι), έκοψα τις χημικές καταχρήσεις, άρχισα να κοιμάμαι περισσότερο, να googleαρω συνταγές για detox smoothies. Πήγαινα βόλτα στη θάλασσα, έκλαιγα βλέποντας τον πορτοκαλί ήλιο από τον κυματοθραύστη στο Φλοίσβο, έγινα πιο ήρεμη, ένιωθα πως είμαι κομμάτι της ολότητας και σταμάτησα να τρώω κρέας, ψάρια, όστρακα και οτιδήποτε άλλο ζει (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα μαρούλια και οι πατάτες δεν έχουν ζωή).
Η yoga έγινε το κίνητρό μου για να απαρνηθώ την κρεοφαγία. Η Ahimsa (μία από τις βασικές αρχές της yoga που έχουν να κάνουν με τη σχέση μας με τον υπόλοιπο κόσμο) η οποία είναι ένας σύντομος ορισμός της μη-βίας έγινε η σημαία μου στην προσπάθειά μου να μη θέλω να βυθίσω στον πόνο τους συγκατοίκους μου σε αυτόν τον πλανήτη. Να μην θέλω να τους τρώω. Στην πραγματικότητα όμως η σκέψη να μην ξαναφάω κρέας είχε φυτευτεί ήδη μερικά χρόνια πριν, όταν στη ζωή μου μπήκε ο Bonno.
Ο Bonno με έκανε να πιστέψω στον κεραυνοβόλο έρωτα. Ήταν μία αφράτη λευκή μπάλα με δύο τεράστια αυτιά, που έμοιαζαν να τα έχουν πάρει από νυχτερίδα και να του τα έχουν φορέσει στα στέκα πάνω στο γεμάτο δίπλες κεφάλι του. Μαζί με τον τότε σύντροφό μου (και «μπαμπά» του πλέον) τον πήραμε στο σπίτι. Του φτιάξαμε σπίτι από χάρτινες κούτες, στο οποίο έμεινε μόνο ένα βράδυ γιατί έκλαιγε και σκεφτήκαμε ότι τελικά θα ήταν καλύτερη ιδέα να του παραχωρήσουμε ένα ολόκληρο δωμάτιο (για τις ώρες που θα λείπαμε από το σπίτι). Μετά από καιρό σκέφτηκα ότι από το να κοιμάται στο καλάθι του, καλύτερη ιδέα θα ήταν να κοιμάται μαζί μας στο κρεβάτι. Και σήμερα ο Bonno είναι ο άρχοντας κάθε σπιτιού στο οποίο μένει.
O Bonno δεν είναι ένα άβουλο πλάσμα, που θέλει μόνο να του δίνεις χάδια και μπισκότα και να σου κουνάει ουρά. Ενίσχυσε την πεποίθησή μου πως τα ζώα έχουν προσωπικότητα και χαρακτήρα. Με το που βρίσκει ευκαιρία ανεβαίνει πάνω στον καναπέ και αυτοϊκανοποιείται με τον αγκώνα του μπροστινού του ποδιού, τα πρώτα χρόνια της ζωή του πόζαρε σαν μοντέλο στις φωτογραφίες αλλά κάποια στιγμή αποφάσισε πως κουράστηκε και από τότε όταν βλέπει κινητό ή φωτογραφική γυρνάει την μούρη του από την άλλη, χτυπάει το ντουλάπι της κουζίνας όταν θέλει μπισκότο, μόλις δει σακούλες σούπερ μάρκετ χώνει τη μουσούδα του μέσα (αλλά δεν κάνει το ίδιο όταν βλέπει τσάντες από το Zara). Ανταποκρίνεται σε λέξεις που θέλει αυτός και δείχνει να έχει σκέψεις και συναισθήματα. Όταν με βλέπει να είμαι στον καθρέφτη του μπάνιου για ώρα καταλαβαίνει ότι ετοιμάζομαι να βγω και κάνει μούτρα και όταν ξυπνάει πιο νωρίς το πρωί από εμένα έρχεται μέχρι την πόρτα του υπνοδωματίου και κατά την εκπνοή του βγάζει ένα παράπονο του τύπου «άντε ξύπνα, γιατί βαριέμαι».
Ξέρω ποια λέξη ίσως να σου έρχεται τώρα στο μυαλό. Ανθρωπομορφισμός. Η παρόρμηση, δηλαδή, να προβάλλουμε την ανθρώπινη εμπειρία στα υπόλοιπα ζώα, ώστε να δώσουμε απαντήσεις στα ερωτήματα και στην αμηχανία που μας προκαλούν. Όμως αν το σκεφτείς είμαι και εγώ (και εσύ) που με διαβάζεις ένα ζώο και αναγνωρίζω πως και ο Bonno και εγώ μπορεί να έχουμε διαφορετική ψυχολογία, ωστόσο επεξεργαζόμαστε και βιώνουμε τον κόσμο (έστω και με διαφορετικό τρόπο ο καθένας).
Δεν θα μπορούσα να φάω ποτέ τον Bonno.
Πώς γίνεται όμως να μην μπορώ να φάω τον Bonno, αλλά μπορώ να φάω την αγελάδα και το γουρούνι και το κοτόπουλο και την τσιπούρα; Επειδή, ο Bonno είναι το κατοικίδιό μου; Δηλαδή όσοι δεν έχουν κατοικίδιο, μπορούν να φάνε για μεσημεριανό έναν σκύλο;
Αναρωτιέμαι αν η οικειότητά μας με τα ζώα που μας συντροφεύουν μπορεί να γίνει οδηγός μας στο πως αντιμετωπίζουμε τα ζώα που τρώμε. Αλλά από την άλλη πόσοι από εμάς δεν έχουν βρεθεί στο χωριό, όπου η γιαγιά σφάζει την κότα που μεγάλωνε για καιρό. Άρα ίσως αυτή η οικειότητα να μην παίζει και σημαντικό ρόλο.
Είμαι σχεδόν σίγουρη πως από την αρχή που ξεκίνησες να διαβάζεις αυτό το κείμενο περιμένεις πότε θα ξεκινήσω τον ιερό μου πόλεμο – όπως μία φίλη μου είπε κάποτε «εσείς οι χορτοφάγοι είσαστε οι μουτζαχεντίν της γαστρονομίας» – αλλά προς έκπληξή σου δεν θα αρχίσω να αραδιάζω μία σειρά από μελέτες που έχουν γίνει για το ότι ο άνθρωπος δεν είναι κατασκευασμένος για να τρώει κρέας, ούτε θα σου μιλήσω για τις συνθήκες που μεγαλώνουν τα ζώα της κτηνοτροφικής βιομηχανίας, για την καταστροφή του περιβάλλοντος και και και. Το ότι είμαι χορτοφάγος δεν σημαίνει πως έχω και την όρεξη να προσηλυτίζω κόσμο. Άσε που για να είμαι και ειλικρινής έχω κουραστεί να αισθάνομαι πως αυτοί που έχω απέναντί μου νιώθουν ότι τους κολλάω στον τοίχο ή τους θίγω το διατροφικό τους γούστο και τις ηθικές τους αξίες και αντιδρούν με επιχειρήματα του τύπου «έτσι είναι η διατροφική αλυσίδα» και ούτω καθεξής. «Έχω προσέξει πως αν πεις σε κάποιον ότι νηστεύεις, δεν θα σου πει κάτι. Αν όμως του πεις ότι είσαι χορτοφάγος θα αρχίσει τις ερωτήσεις και στη συνέχεια την επίθεση», παρατήρησε πρόσφατα μια άλλη φίλη μου, η Αλεξάνδρα.
Ας πούμε ότι απλά σε μένα η ντροπή και μόνο που ένιωθα όταν έβλεπα τον Bonno ήταν αρκετή στο να με κάνει να σκεφτώ αν για χάρη της δικής μου άμεσης και μικρής διάρκειας ικανοποίησης που θα μου πρόσφερε ένα ζουμερό burger με μπιφτέκι του μισού κιλού, αξίζει να θανατώνεται ένα ζώο. Στην ουσία δεν ήθελα να βρίσκομαι σε έναν πόλεμο με τον ίδιο μου τον εαυτό. Το αίσθημα της συμπόνιας ήταν μεγαλύτερο από αυτό της λαχτάρας για σάρκα και η yoga ήρθε στη σωστή στιγμή για να μου κάνει ένα «πατ» στην πλάτη και να γίνω χορτοφάγος.
Σχεδόν σε ολόκληρη την παιδική μου ηλικία γιορτάζαμε το Πάσχα στο εξοχικό του θείου μου το Κώστα στο Πόρτο Ράφτη. Ο θείος μου, ο μικρότερος αδερφός της γιαγιάς μου, είναι κρεοπώλης. Φτάναμε στο εξοχικό γύρω στις 11. Μας περίμενε ένα τεράστιο τραπέζι στρωμένο με πλαστικό πολύχρωμο τραπεζομάντηλο στον κήπο με καμιά εικοσαριά διαφορετικές καρέκλες στημένες γύρω γύρω. Λίγο πιο πέρα ήταν η σούβλα με το αρνί και παραδίπλα δύο μικρότερες για το κοκορέτσι.
Γιορτάζαμε με τα πιάτα να πηγαίνουν και να έρχονται και το κρασί να ρέει. Το πασχαλινό τραπέζι είναι αγαπημένο στους περισσότερους και πολλοί ίσως είναι εκείνοι που μπορεί να σκέφτονται τι ωραίο που θα ήταν να έτρωγες έτσι κάθε μέρα (και να μην χρειαζόσουν μετά ένα ολόκληρο κουτί maalox μετά). Είναι ένα τραπέζι που κρύβει μέσα του την ελπίδα ενός καλού γεύματος, ενός γλεντιού. Ταυτόχρονα βέβαια, κρύβει μέσα του και κάτι το παράδοξο. Γιορτάζουμε τη θυσία του θεανθρώπου θυσιάζοντας πολλά ζώα.
Τι θα συνέβαινε άραγε αν δεν υπήρχε αρνί; Θα χαλούσε η παράδοση; Αν αντί για γαρδουμπάκια, έτρωγες ρεβυθοκεφτέδες και αν αντί για μαγειρίτσα με συκωτάκια έτρωγες μαγειρίτσα με μανιτάρια; Σου φαίνεται δύσκολο να το φανταστείς; Δεν είναι. Οι δικοί σου άνθρωποι εξακολουθούν να είναι μαζεμένοι γύρω από το τραπέζι, οι ήχοι εξακολουθούν να είναι οι ίδιοι, η ευφορία εξακολουθεί να υπάρχει και το κρασί, ω ναι, ρέει άφθονο.
Εγώ το έκανα. Μπορείς αν θες να το δοκιμάσεις και εσύ. Έστω για μία φορά.
Η Νίκη Χάγια είναι διευθύντρια σύνταξης του Ladylike.gr