Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, από τους επισκέπτες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Φλωρεντίας, τραβούν πρώτα ολόισια και βιαστικά προς την αίθουσα όπου βρίσκεται ο «κρατήρας Φρανσουά», το καταπληκτικό εκείνο και ένδοξο αγγείο που το εργάστηκαν ο Κλειτίας και ο Εργότιμος.
Ένας φύλακας προσέχει από την γωνία του τους μελετητές και, αφού περιμένει διακριτικά να θαμπωθούν και να το γνωρίσουν, τους καλεί προς αυτόν, ενώ σπεύδει ν’ αναποδογυρίσει το σκαμνί του. Είναι από το παλαιικό, φαγωμένο ξύλο, απλό, σαν σκαμνί ενός λαϊκού καπηλειού, κάποιας βόρειας πολιτείας. Σχήματος ακαθορίστου τραβάει, θα έλεγε κανείς, από την γοτθική τέχνη.
Ο φύλακας το σηκώνει ανάποδα και δείχνει ένα χαρτί κολλημένο στο βάθος, ένα χαρτί όπου διαβάζουμε χωρίς κόπο τα μισοσβησμένα γράμματα: Sgabello che colpi il celebre vaso François, il 9 Settembre 1900 (σκαμνί που έσπασε το περίφημο αγγείο Φρανσουά. Στις 9 του Σεπτέμβρη 1900). Πριν από κάθε άλλη σκέψη κυριεύεται κανείς από ένα ξάφνιασμα. Πώς είναι δυνατό να φυλάγεται τόσα χρόνια και να είναι σε χρήση το ίδιο σκαμνί του 1900; Πώς είναι νοητή τόση ευλάβεια προς την ιστορία ενός επίπλου τόσο ασήμαντου και απαρχαιωμένου;
Ακόμη και αν το εξηγήσουμε από τον κερδώο σκοπό, που σαν γνήσιος Ιταλός φύλακας, κρύβει και τούτος δείχνοντας το σεβαστό κειμήλιο (και θα το κάνει χωρίς άλλο πολλές φορές κάθε ημέρα) και πάλι πρέπει να υπάρχει ριζωμένη μέσα στο μυαλό του η επίγνωση, ότι το ταπεινό ξύλο που συνδέθηκε με το θαυμαστό ελληνικό αγγείο όχι μόνο πρέπει να φυλάγεται ευλαβικά, αλλά του οφείλεται και μια αναμνηστική επιγραφή.
Το σημείωμα λακωνικό, επιγραμματικό, αν και τονίζει την καταστρεπτική δράση του σκαμνιού, δεν λέει τίνος το χέρι το εσήκωσε, ίσως γιατί είναι γνωστό από τα βιβλία. Εδώ και εξήντα χρόνια κυριεύτηκε έξαφνα ένας φύλακας τόσο πολύ από έναν τρελό θυμό, ώστε όρμησε με το σκαμνί και εκομμάτιασε το καύχημα τούτο του Μουσείου. Σε μερικές δημοσιεύσεις εικονίζεται πώς είχε καταντήσει τότε, σήμερα το ξεχνούμε βλέποντά το τόσο καλά ξανακολλημένο. Αυτή είναι η θαυμαστή αντοχή των ελληνικών αγγείων, η δύναμη της έξοχης τεχνικής τους. Όσο και αν τα θρυμματίσουν οι άνθρωποι και ο χρόνος, καταφέρνουν να τα αναστήσουν και πάλι τα έμπειρα και στοργικά χέρια σημερινών τεχνιτών.
Το αγγείο Φρανσουά χρωστάει το όνομά του στον άξιο Ιταλόν ερευνητή, που εδώ και εκατόν είκοσι χρόνια το έσωσε μέσα από τον αρχαίο τύμβο μιας Ετρουσκικής πολιτείας, του Βούλτσι. Αρχαιοκάπηλοι τυμβωρύχοι τον είχαν αναστατώσει και σκορπίσει μακριά όλα τα κομμάτια του, χρειάστηκε να ερευνηθεί μια τεράστια έκταση για να βρεθούν σχεδόν όλα. Δίκαιη στάθηκε η ανταμοιβή της ιστορίας: το όνομα του Αλεξάνδρου Φρανσουά αναφέρεται πριν από των αρχαίων τεχνιτών που υπερήφανοι για τα κατορθώματά τους, έγραψαν απάνω του τα ονόματά τους, βάζοντας όμορφα το αγγείο να μιλάει γι’ αυτά: «Κλειτίας μ’ έγραψεν, Εργότιμος μ’ εποίησεν» (ο πρώτος ήταν ο ζωγράφος, ο δεύτερος ο αγγειοπλάστης).
Ποιος σπουδαστής δεν ξέρει το ηγεμονικό τούτο δημιούργημα του αττικού μελανόμορφου ρυθμού; Ποιος αρχαιολόγος δεν το αγάπησε θερμά και δεν το σπουδάζει πάντα έως το τέλος της ζωής του; Μ’ αυτό αρχίζουν όλα τα ξένα Πανεπιστήμια τις φροντιστηριακές ασκήσεις των φοιτητών, αυτού τις εικόνες άπλωνε μπροστά στους πρωτοετείς πριν από κάθε άλλη διδαχή ο Χρήστος Τσούντας.
Κανένα άλλο αγγείο δεν κατορθώνει να μυήσει τόσο καλά στην ελληνική μυθολογία. Ένα πλήθος μύθους ιστόρησε ο Κλειτίας στις απανωτές ζώνες που το κυκλώνουν. Ακόμη και πάνω στο στιβαρό απλό πόδι ιστόρησε μιαν αλλόκοτη, εξωτική μάχη! τους Πυγμαίους που μάχονται τα μεγάλα πουλιά, τους γερανούς, υψώνοντας ρόπαλα και σφεντόνες.
Έχουν μετρήσει πόσες μορφές, μαζί με τα θεοτικά άλογα και με τα ζώα, είναι ζωγραφισμένες πάνω στην επιφάνεια του αγγείου. Φτάνουν τις 250. Δεν έγινε για να μείνει στην Ελλάδα ο κρατήρας τούτος. Ένα από τα πιο άφθαστα δημιουργήματα του αθηναϊκού Κεραμεικού κατασκευάστηκε γύρω στα 570 π. Χ. για να πουληθεί στην Ετρουρία. Όχι για να χαροποιήσει ένα συμπόσιο, αλλά για να στολίσει έναν νεκρικό θάλαμο και να ξεδιψάσει τους κατοίκους του με το δώρο της αιώνιας μέθης.
Όμοιους κρατήρες με ελικοειδείς λαβές μόνο στους θεούς συνήθιζαν εδώ να χαρίζουν σαν απαρχή οι τεχνίτες, στους ολυμπίους θεούς που είχαν ελευθερώσει τους ανθρώπους από των νεκρών τον σκιερό φόβο. Οι Ετρούσκοι έμειναν στενά προσκολλημένοι σ’ αυτόν έως ότου, άβουλοι πάντα και τρυφηλοί, εχάθηκαν από το προσκήνιο της ιστορίας.
Το βλέπουμε καλύτερα όταν περιφερόμαστε στα ατέλειωτα εκείνα μικρά δωμάτια του Μουσείου της Φλωρεντίας, με τις χαμηλές θύρες. Γεμάτα από σαρκοφάγους, από χάλκινα λεβέτια, από λυχνοστάτες, από θυμιατήρια, από μεγάλα και μικρά αγγεία και αγαλμάτια φυλάνε το περιεχόμενο και ανακαλούν τις διαστάσεις των τάφων της Ετρουρίας. Πόσα πράγματα δεν χρειάζονται οι νεκροί αυτοί των Ετρούσκων, συντροφιά μαζί και παρηγοριά τους. Ένα πλήθος αγγεία και χρυσαφικά, χάλκινα και πήλινα σκεύη κάθε λογής. Η ωραία εκείνη νέα γυναίκα της πήλινης σαρκοφάγου με το πικρόγλυκο στόμα φοράει ακόμη τα χρυσά της ενώτια, σαν να όφειλε να μένει στολισμένη εκεί-κάτω, στον σκοτεινό θάλαμο, όπως στάθηκε και στην ζωή.
Ήταν, αλήθεια, παραφορτωμένοι από πράγματα οι άνθρωποι-σκιές των Ετρούσκων, για μια επιβίωση που την είχαν πιστέψει αιώνια. Θα ήταν άδικο να τους μεμφθούμε γι’ αυτό σήμερα εμείς που βαραίνουμε με υλικές ανάγκες μια ζωή που την ξέρουμε εφήμερη.
Τα πιο χαροποιά απ’ όλα τα κτερίσματα είναι χωρίς άλλο τα ελληνικά, ιδίως τα αττικά αγγεία. Η αττική χάρη του σχήματος, η λαμπρότητα του γανώματος, τα τόσα ωραία, διασκεδαστικά, ή κάποτε τολμηρά και ανείπωτα που ιστόρησαν πάνω στον πηλό οι αγγειογράφοι εξηγούν γιατί οι Ετρούσκοι ήταν οι πιο μόνιμοι, χωρίς άλλο και οι πιο γενναιόδωροι πελάτες του αθηναϊκού Κεραμεικού.
Ελληνικά πλοία εφόρτωναν αγγεία στο λιμάνι του Πειραιά και τα επήγαιναν στις ακτές της Αδριατικής ή του Τυρρηνικού πελάγους, για να φέρουν πίσω άφθονο χρήμα που συντηρούσε και έκανε να αυξαίνουν τα τόσα εργαστήρια κάτω από το «Θησείο», από τον αγοραίο Κολωνό.
Καθώς διαβαίνουμε ανάμεσα από τα δωμάτια-τάφους του Μουσείου της Φλωρεντίας θυμόμαστε, ανάμεσα σ’ άλλους, τους υπόγειους εκείνους τάφους της Tarquinia με τις τόσες τοιχογραφίες, έργα άλλα Ελλήνων, άλλα Ετρούσκων ζωγράφων: την Tomba della caccia e della pesca (του κυνηγιού και του ψαρέματος), την Tomba delle Leonese με τους χορευτές και τις κομψές χορεύτριες και προ πάντων τις καταθλιπτικές τοιχογραφίες της Tomba del Bacco, όπου μέσα στα αραχλιασμένα δώματα του κάτω κόσμου ξεχωρίζουμε την πεντάμορφη κεφαλή της γυναίκας που εκφράζει έναν βαθύτατο καημό στα κόκκινα χείλη, στο ολάνοιχτο βλέμμα.
Αν από τους Έλληνες έμαθαν οι Ετρούσκοι να ζωγραφίζουν κατόρθωσαν έως ένα σημείο να ξεπεράσουν το στάδιο μίμησης δημιουργώντας έργα αξιόλογα, με δροσερή πνοή ή με σκοτεινή χθόνια αίσθηση.
Μεγάλοι τεχνίτες στάθηκαν περισσότερο σ’ ένα άλλο πεδίο, στην επεξεργασία του χαλκού. Μπορεί να προσπερνούμε ανόρεχτα τα άχαρα εκείνα μικρά αγαλματάκια του Μουσείου της Φλωρεντίας ή του άλλου ετρουσκικού, του Μουσείου της Βίλλα Τζιούλια στην Ρώμη, όταν μάλιστα έχουμε πρόσφατη την ενθύμηση των ελληνικών μικρών χάλκινων, των εργασμένων με τόσο δημιουργική πνοή. Δεν μπορούμε όμως να παραγνωρίσουμε την μεγάλη επίδοση των Ετρούσκων στον χαλκό, όταν σταθούμε εμπρός στα μεγάλα αγγεία τα στολισμένα στα χείλη των με τόσες μορφές σατύρων, συμποσιαστών, Μαινάδων και νυμφών, στους λυχνοστάτες ή ακόμη περισσότερο εμπρός στα μεγάλα χάλκινα αγάλματα.
Στο Μουσείο της Φλωρεντίας ξεχωρίζουν από το άλλο πλήθος τρία μεγάλα χάλκινα έργα: η Χίμαιρα του Αρέτσο, το κεφάλι του αγοριού, τέλος το μεγάλο άγαλμα του ρήτορα Άβνε Μετέλ και του «Arringatore».
Ακόμη και όσοι πιστεύουν βαθιά ότι μόνοι οι Έλληνες αισθάνθηκαν και απόδωσαν την ομορφιά του άψητου αγοριού θα αναθεωρήσουν την γνώμη των εμπρός στο χάλκινο κεφάλι του Μουσείου της Φλωρεντίας. Αγέλαστο, σοβαρό έχει τόσο στερεομετρική διαμόρφωση, ώστε να μην ερμηνεύεται μόνο από την ελληνική επίδραση. Έργο χωρίς άλλο Ετρούσκου γλύπτη του 4ου αιώνα π. Χ. κάνει εντύπωση για το ωμό αντίκρισμα της πραγματικότητας. Τα παχιά φρύδια, τα κλειστά χείλη, ο γερός σκελετός κάθε άλλο παρά συγγενεύουν με την βελούδινη όψη των ελληνικών αγοριών. Μια πρώιμη γνώση ρίχνει την σκιά της απάνω στο πρόσωπο τούτο, που μένει ωστόσο ανίδεο και αθώο.
Με περισσότερη προσοχή στέκεται κανείς στον ανδριάντα του Arringatore. Όλα τα χαρακτηριστικά του, ιδιαίτερα το πρόσωπο τον τοποθετούν στα τελευταία χρόνια της ρωμαϊκής δημοκρατίας (1ον αιώνα π. Χ.), όταν πια μόνο σαν άτομα όχι σαν κράτος ή φυλή επιζούσαν οι Ετρούσκοι.
Ελεύθερο το πρόσωπο από τον άμουσο ρωμαϊκό θερισμό κρατάει παρ’ όλη την απαραγνώριστη κενότητα στην έκφραση, την κινητικότητα της ελληνιστικής τέχνης στην διαμόρφωση της σάρκας, στις υποβλητικές ρυτίδες του προσώπου, στην ζωντανή διάπλαση των παρειών. Ελληνική κληρονομιά προδίνει και η μεγαλοσύνη του υψωμένου βραχίονα, το χέρι που φαίνεται ότι χαιρετάει τα πλήθη από κάποια απόσταση. Όμως το να στήσει κανείς ένα άγαλμα, ακόμη και με την βοήθεια της ελληνικής παράδοσης δεν είναι, φαίνεται, εύκολο πράγμα. Αν προσέξουμε απ’ όλες τις πλευρές την στάση, το άνετο και το στάσιμο σκέλος, τότε μόνο γίνεται φανερό ότι λείπει η οργανική διαμόρφωση, εκείνη η εκ των ένδον, η λανθάνουσα κίνηση του σώματος. Δεν κατάφερε να μεταφέρει ο ανδριαντοποιός από τα ελληνικά του πρότυπα την μουσική σχέση, τον ρυθμό των μελών, που κάθε γνήσιος Έλληνας καλλιτέχνης ήξερε να διακρίνει και να παρασταίνει.
Το έργο «γέρνει» αδέξια, γιατί εστήθηκε εξωτερικά, όχι κινημένο από εσωτερική ορμή, πράγμα που από τα αρχαϊκά κιόλας χρόνια το είχαν σωστά παρατηρήσει και μελετήσει οι Έλληνες, γεννημένοι παρατηρητές και επιστήμονες, μουσικοί και ποιητές των ορατών.
Φεύγοντας από το Αρχαιολογικό Μουσείο θα σταθεί ο καθένας στην ήρεμη γειτονική πλατεία με την παλιά εκκλησία την στολισμένη με έργα της Αναγέννησης, την Σάντα Ανουντσιάτα. Δεν μπορεί παρά θα περάσει, ας είναι και για λίγο, για να σταθεί και πάλι μπροστά στην τεράστια τοιχογραφία του Αντρέα ντελ Σάρτο που παρασταίνει την γέννηση της Παναγίας. Είναι μια από τις τόσες θαυμαστές του ζωγράφου μέσα στην Φλωρεντία. Το φλωρεντινό δωμάτιο του 1514, ο ψηλός «ουρανός» πάνω από την κλίνη της λεχώνας, οι γυναίκες με το μωρό δίπλα στην παραστιά και πάνω απ’ όλα οι δυο όρθιες αρχόντισσες στο πρώτο επίπεδο, μεγαλόσωμες, επιβλητικές, τονισμένες με ευχάριστα ζωηρά χρώματα, θα κυριεύουν πάντα τον θεατή, αν μάλιστα έχει πριν μυηθεί από την ανάλυση του Βέλφιν στην αριστοκρατική νωχέλεια, στην ελεύθερη κίνηση των μορφών, στην κυκλική σύνθεση του πίνακα.
Μέσα στην απόλαυση αυτή των φρενών προβάλλει έξαφνα στη σκέψη το σκαμνί του φύλακα του Μουσείου, που φυλάγεται απείραχτο τόσον καιρό. Τριγυρισμένος από τόσα θαύματα όλων των αιώνων, ζώντας στην πολιτεία με την αδιάκοπη συνέχεια, από την Αρχαιότητα έως τα χρόνια του Ντάντε και του Βοκακκίου, έως την Αναγέννηση των Μεδίκων και στο μπαρόκ, στο οποίο μετέχει ενεργά και ο Αντρέα ντελ Σάρτο, πώς να μην έχει μάθει και ο πιο απλός άνθρωπος την αξία και του παραμικρού που σχετίζεται με τα μεγάλα έργα των ανθρώπων, πώς να μην κρύβει στην ψυχή του της ιστορίας την ανέκφραστη ποίηση;
Το πρώτο θραύσμα από τον κρατήρα Φρανσουά βρέθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1844 σε ανασκαφές στο Κλύσιον, Clusium για τους Λατίνους, Chiusi για τους Ιταλούς, στην Τοσκάνη. Ο οργισμένος φύλακας το κατέστρεψε στις 9 Σεπτεμβρίου 1900. Η αρχαιολόγος Σέμνη Καρούζου (1898-1994), από την Τρίπολη Αρκαδίας, Κλεοσέμνη Παπασπυρίδη το πατρικό της, φίλη του Σικελιανού, του Καζαντζάκη, του Γληνού, του Τριανταφυλλίδη και του μουσικούΔημήτρη Μητροπούλου έδωσε μαζί με τον σύζυγό της Χρήστο μερικά σπουδαία έργα ελληνομάθειας και αγάπης για την τέχνη. Την εποχή της Χούντας έγινε persona non grata, απομακρύνθηκε από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο όπου είχε εργαστεί ιεραποστολικά το 1933 και στάλθηκε στην εξορία. Ο Μανόλης Ανδρόνικος έγραψε γι’ αυτήν: «Όταν πριν από μερικά χρόνια ένας καλοπροαίρετος δημοσιογράφος, σε κάποιο δημοσίευμά του που αναφερόταν στο πρόσωπό μου, με χαρακτήρισε ως το μέγιστο Έλληνα αρχαιολόγο, ένιωσα ντροπή και ταραχή για το λάθος του. Όταν υπάρχει μια Σέμνη Καρούζου, σκέφθηκα, πώς μπορούν να το αγνοούν; […] Και η αγάπη, ο απέραντος σεβασμός, η ευγνωμοσύνη όλων μας για την προσφορά της στην επιστήμη και στον τόπο είναι το μικρό μας ευχαριστώ στη μεγάλη κυρία της οικογένειάς μας.»