ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ

Μετά τις ομπρελοξαπλώστρες, σειρά έχουν τα τραπεζοκαθίσματα

Πριν από μερικά χρόνια, επισκεπτόμενες με μια φίλη την πόλη της Μπολόνια στην Ιταλία, αποφασίσαμε να περπατήσουμε το πιο μεγάλο σε μήκος σκεπαστό πεζοδρόμιο του κόσμου. Μετά από τέσσερα χιλιόμετρα ανηφορικής διαδρομής, αυτό καταλήγει στην κορυφή του λόφου Colle della Guardia με τη μαγευτική θέα και το ιερό της Παναγιάς του Σαν Λούκα. Ιούνιος μήνας, ζέστη, κι απερίσκεπτα ξεκινήσαμε χωρίς νερό. «Δεν πειράζει, θα κάτσουμε για καφέ μόλις φθάσουμε», συμφωνήσαμε. Μόνο που όταν τελικά βρεθήκαμε στην υπέροχη κορυφή, με σωσμένη ανάσα και υπέρμετρη δίψα, διαπιστώσαμε –έκπληκτες– ότι καμία καφετέρια δεν υπήρχε, παρά μόνο παγκάκια για τους διαβάτες και μια δημόσια κρήνη με πόσιμο νερό. Κοιταχτήκαμε με ένα αμήχανο χαμόγελο βαθιάς ντροπής. «Ελληνίδες. Περιμένουμε να βρούμε παντού τραπεζοκαθίσματα».

Έτσι έχουμε μάθει να αντιλαμβανόμαστε τον δημόσιο χώρο στην Ελλάδα: Κατειλημμένο. Η εικόνα έχει επιδεινωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα του gentrification, όπου σερβιριζόμαστε αβέρτα πανάκριβες σως δηθενιάς επάνω σε ρημαγμένα και βρώμικα πεζοδρόμια. Αλλά και στα νησιά, που πια μας κοιτούν με ένα βλέμμα ύστατης ικεσίας, κάτασπροι γλάροι τσακισμένοι απ’ τα μυδραλιοβόλα του υπερτουρισμού, αβοήθητοι, μεσοπέλαγα της συλλογικής μας λήθης.

Αυτό που συμβαίνει με τον δημόσιο χώρο στην Ελλάδα δεν έχει όμοιό του. Τουλάχιστον όχι σε ευρωπαϊκή χώρα.

Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι γενικά τα «τραπεζάκια έξω» που λατρεύουμε και συνάδουν χάρμα με τη μεσογειακή ανοιχτοκαρδοσύνη. Το πρόβλημα είναι τα «τραπεζοκαθίσματα» που πολλαπλασιάζονται και καταλαμβάνουν ολοένα και συχνότερα κάθε σπιθαμή ελεύθερου δημόσιου χώρου σαν εχθρικός στρατός.

Έχουμε φθάσει σε σημείο τέτοιας αναστροφής αφηγήματος, που θεωρούμε ότι ο δημόσιος χώρος υπάρχει για να καταλαμβάνεται από αυτά. Τι κι αν το παιδί δεν μπορεί να παίξει, ο γονιός να βολτάρει το μωρό στο καρότσι, ο ηλικιωμένος και ο ανάπηρος να κινηθούν ανεμπόδιστα, πέρα από το ήδη «ναρκοθετημένο πεδίο» ενός εκβαρβαρισμένου αστικού τοπίου; Τι κι αν οι πολίτες δεν μπορούν να ξαποστάσουν και ν’ ανταμώσουν αν δεν μετατραπούν σε καταναλωτές; Το ακρωτηριασμένο πλέον φαντασιακό μας αδυνατεί να οραματιστεί την πραγματικότητα διαφορετικά.

Το τονίζω, δεν αναφέρομαι στα τραπεζοκαθίσματα που μας προσφέρουν τη χαρά της κοινωνικοποίησης στο πλαίσιο, όχι μόνο του νόμου, αλλά και του μέτρου. Αλλά σε εκείνα που θεωρούν τον δημόσιο χώρο τσιφλίκι του παππού τους. Περίπου όπως κάποιοι πολιτικοί θεωρούν τη χώρα δηλαδή, γιατί το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι.

Τι εννοώ; Κάποτε στη γειτονιά μου ιδιοκτήτης ψητοπωλείου άρχισε να κόβει «στη ζούλα» τα ελάχιστα δέντρα μιας μικρής δημόσιας πρασιάς πίσω από το μαγαζί του, για να απλώσει τραπεζοκαθίσματα. Ξεσηκώθηκε η γειτονιά, τον σταμάτησε προσωρινά ο δήμος. Σήμερα το βασίλειο του ψητοπωλείου στέκει αγέρωχο πάνω στα πτώματα των κομμένων δέντρων.

Πόσοι δεν γνωρίζουμε ανάλογα παραδείγματα αυθαιρεσίας που «κανονικοποιήθηκαν»;

Δεν είναι η ίδια νοοτροπία που διέπει την αυθαίρετη οικοδομική δραστηριότητα σε προστατευόμενες περιοχές;

Το κράτος που δείχνει τόση ζέση να εκκενώνει καταλήψεις εγκαταλελειμμένων κτιρίων συχνά αξιοποιούμενων από συλλογικότητες προς όφελος του κοινωνικού συνόλου (για παράδειγμα με παροχή στέγης σε άστεγους ή πολιτιστική δράση), όχι μόνο δεν εκκενώνει, αλλά συνεργεί στην άμετρη κατάληψη δημόσιου χώρου από ιδιώτες. Άλλοτε αδειοδοτώντας με κυρίαρχο κριτήριο το αντίτιμο που θα εισπράττει (πόσο υψηλό «αντίτιμο» πληρώνει τελικά ο πολίτης;) και άλλοτε χαϊδεύοντας τις πελατειακές του σχέσεις «κοιτώντας αλλού» όταν τα τραπεζοκαθίσματα επεκτείνονται αενάως ή όταν γύρω τους αρχίζουν σιγά σιγά να υψώνονται θηριώδεις κατασκευές από μέταλλο και γυαλί – ένα κτίσμα που όλοι προσποιούνται πως δεν είναι κτίσμα.

«Μακάρι να υπάρξει κι ένα “κίνημα τραπεζοκαθισμάτων”. Θα ήθελα πάρα πολύ να το δω. Στην πραγματικότητα είναι ένα κίνημα για τη νομιμότητα», δήλωνε τον Αύγουστο ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης. Μόνο που αφενός έτσι απεκδύεται της ευθύνης του για τήρηση της νομιμότητας, αφετέρου, συχνά δεν είναι μόνο θέμα νομιμότητας, αλλά και συνολικής οπτικής για τον δημόσιο χώρο.

Ποιος θυμάται πόσο υπέροχα ελεύθερο ήταν το φαρδύ το πεζοδρόμιο της Υμηττού στο Παγκράτι, με τις μουριές του, πριν καταληφθεί υπό τις ευλογίες της Πολιτείας από αλλεπάλληλες καφετέριες, κάποιες εκ των οποίων απαξίωσαν να αφήσουν αξιοπρεπή δίοδο για τους πεζούς σε έναν χώρο που εξ ορισμού ανήκει σε όλους;

Η ίδια ακριβώς νοοτροπία έχει οδηγήσει στην πλήρη κατάληψη πολλών παραλιών από ομπρελοξαπλώστρες, μια καταφανής παράβαση του νόμου ο οποίος προβλέπει ότι το 50% πρέπει να παραμένει ελεύθερο. Ο τουρισμός αντλεί έσοδα από ένα «προϊόν» που ανήκει σε όλους: τα νησιά μας, τα βουνά μας, το μαγικό απέραντο γαλάζιο μας. Μια τουριστική επιχείρηση αγοράζει το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται υπό όρους τμήμα της παραλίας, όχι την ίδια την παραλία. Ο επιχειρηματίας λοιπόν που επεκτείνεται παράνομα, βγάζει χρήματα από ένα αγαθό που ανήκει στον πολίτη εις βάρος του πολίτη, καθώς επιπλέον του αφαιρεί ετσιθελικά το δικαίωμα να το χρησιμοποιήσει!

Γιατί επιδεικνύουμε τέτοια ανοχή στον σφετερισμό του δημόσιου χώρου;

Γιατί έχουμε εκχωρήσει αβασάνιστα το δικαίωμά μας στον ελεύθερο δημόσιο χώρο;

Γιατί γινόμαστε πελάτες σε μαγαζιά που καταφανώς τον περιφρονούν αντί σε εκείνα των σωστών επαγγελματιών;

Γιατί το θεωρούμε όλο αυτό είναι «κανονικό»;

Υπάρχει μια εξήγηση. Όταν τον 19ο αιώνα η θρυλική Γαλλίδα ηθοποιός Σάρα Μπερνάρ έδινε παραστάσεις στη Βόρεια Αμερική, οι θεατρόφιλοι εφοδιάζονταν με λιμπρέτα για να μπορούν να καταλάβουν στα αγγλικά τι έλεγε. Κάποτε οι ταξιθέτες μοίρασαν κατά λάθος το λιμπρέτο για άλλο έργο από εκείνο που παιζόταν, και δεν παραπονέθηκε κανείς, γράφει ο Τομ Ρόμπινς στο Μισοκοιμισμένοι Μες Στις Βατραχοπιτζάμες Μας. «Εμείς προσπαθούμε να κατανοήσουμε τα περίπλοκα κλιμακούμενα νοήματα μιας απερίγραπτα σύνθετης ιλαροτραγωδίας με λιμπρέτα που αναφέρονται σε μελοδράματα της κακιάς ώρας ή σκετσάκια του νηπιαγωγείου. Και πότε ήταν η τελευταία φορά που άκουσες κάποιον να διαμαρτύρεται γι’ αυτό στη διεύθυνση;». Σήμερα το λιμπρέτο που μας δίνεται για να κατανοήσουμε την «πραγματικότητα» είναι μεταξύ άλλων οι εφημερίδες και οι ειδήσεις τον οκτώμιση.

Στην Ελλάδα, διαβάζουμε λάθος λιμπρέτο.   

Γι’ αυτό το κίνημα για τις ελεύθερες παραλίες είναι βαθιά ριζοσπαστικό: Γιατί επιτέλους κάποιος «διαμαρτυρήθηκε στη διεύθυνση». Και γι’ αυτό δρομολογήθηκε προσπάθεια υποβάθμισης και κατασυκοφάντησής του.

Κι αν μετά τις ελεύθερες παραλίες διεκδικούσαμε, λέει, ελεύθερο από τραπεζοκαθίσματα δημόσιο χώρο;

Κι αν μετά τις ελεύθερες παραλίες, διεκδικούσαμε, λέει εκ νέου τους πεζόδρομους, τις πλατείες και τα πεζούλια μας, στεφανωμένα με τους νοσταλγικούς -οδοδείκτες της ουτοπίας- βασιλικούς μας;

Κι αν μετά τις ελεύθερες παραλίες, γινόμασταν επιτέλους πολίτες και γράφαμε μόνοι μας το σωστό λιμπρέτο;

Δέσποινα Παπαγεωργίου

Share
Published by
Δέσποινα Παπαγεωργίου