Αν μια φορά το έχει η μοίρα της ποπ κουλτούρας και του ευρύτερου καλλιτεχνικού ρεπορτάζ να προκαλούν (δικαίως, δεν θα διαφωνήσω) το αυτόματο σχόλιο “εδώ ο κόσμος καίγεται”, μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί τι γίνεται με τα δημοσιογραφικά θέματα που ασχολούνται με τη ζωή των εστεμμένων, ανθρώπων εξ’ ορισμού απομακρυσμένων από αυτό που εμείς οι μη γαλαζοαίματοι αποκαλούμε αληθινή ζωή.
Η είδηση για την απόφαση του πρίγκιπα Χάρι και της Meghan Markle να αποποιηθούν τους τίτλους και να ζήσουν μακριά από το παλάτι δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει τις αναμενόμενες αντιδράσεις, “α τους καημένους” “δηλαδή τι μας λένε, θα αναγκαστούν να δουλέψουν;” “μπορούμε να αλλάξουμε θέσεις αν θέλουν” “πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ασχολούμαστε” – όμως σε όλο αυτό το θέμα υπάρχει και μια διαφορετική, σοβαρότερη οπτική: σε αυτή τη ζωή και αυτή την κοινωνία, η γυναίκα, καμιά φορά και ανεξαρτήτως προνομίων, σχεδόν πάντα βγαίνει χαμένη.
Με δυο λόγια, η ιστορία είναι ότι Χάρι και Μέγκαν ανακοίνωσαν, καθώς φαίνεται σχετικά αιφνιδιαστικά, την απόφασή τους να απέχουν των βασιλικών καθηκόντων τους και να ζουν τον μισό χρόνο στον Καναδά. Έκτοτε οι αναλύσεις είναι ποικίλες, αλλά οι περισσότερες συγκλίνουν στο προαιώνιο “η πλανεύτρα σειρήνα κατάφερε να απομακρύνει τον ερωτευμένο θύμα από τους τίτλους, μέχρι και από την οικογένειά του” (κερασάκι στην τούρτα της τοπικής γελοιότητας οι ουραγοί μπον βιβέρ του φτωχοδιάβολου, κάτι καημένοι έλληνες δανδήδες που νοσταλγικά και λάγνα λοξοκοιτάζουν περασμένα μεγαλεία στο Τατόι ενώ τους τρέχουν τα σάλια πάνω από τόμους για το σαβουάρ βιβρ των εστεμμένων).
Έχουμε λοιπόν μια γυναίκα προνομιούχα, case study Σταχτοπούτας, κλασική περίπτωση εκείνης που έκανε τον πετυχημένο γάμο, που όμως χωράει, χωρίς να περισσεύει μάλιστα τίποτα, στη στερεοτυπική πατριαρχική αφήγηση της φταίχτρας, γιατί ως γνωστόν, όσο δυναμικός και αν είναι ο άντρας, η γυναίκα κάνει κουμάντο/κρατάει την οικογένεια.
Στην πραγματικότητα, το love story πρίγκιπα και θνητής συνοδεύτηκε από την αρχή από ένα παρασκήνιο που ήταν βούτυρο στο ψωμί των βρετανικών tabloids και φαινόταν να διασκεδάζει τους καταναλωτές gossip, αλλά που μπορούσε να κλονίσει συνθέμελα έναν άνθρωπο.
Η νύφη ήταν μεγαλύτερη, διαζευγμένη (οι συνειρμοί με την ακατανόμαστη Wallis Simpson ήταν αυτόματοι) – και μισή μαύρη. Στη συνέχεια εμφανίστηκε ένας πατέρας βγαλμένος μέσα από τη μεγαλύτερη φαντασίωση των trash εκπομπών, έτοιμος να κανιβαλίσει την κόρη του για χρήματα, και μια χαμηλών τόνων μάνα, απρόθυμη να παίξει το παιχνίδι της χλιδής – και μαύρη.
Ο ρατσισμός και ο μισογυνισμός των οποίων γινόταν αποδέκτης το νέο μέλος της οικογένειας ήταν πρωτοφανής: και η Νταϊάνα είχε υποφέρει παρόμοια, αλλά τουλάχιστον ήταν Η Χλωμή (… άρα λευκή) Θλιμμένη Πριγκίπισσα, η συμπαθής, υπομονετική παραμελημένη, και όχι μια δυναμική μιγάδα αλλοδαπή, γεμάτη αχαριστεία για την τιμή που της έκανε κοτζάμ πρώην βρετανική αυτοκρατορία. “Θα έπρεπε να το περιμένει”, ακούγεται ως επιχείρημα, “άμα δεν ήθελε ας έπαιρνε κάναν φτωχό”.
Καμιά όμως γυναίκα δεν “θα έπρεπε να τα περιμένει”, δεν έχει σημασία αν παντρεύεται πρίγκιπα ή βιοπαλαιστή. Δεν είναι δουλειά της γυναίκας να είναι σκληραγωγημένη. Είναι δουλειά της κοινωνίας να μην την εξαναγκάζει να σκληραγωγηθεί ή να αντέχει την όποια κακομεταχείριση, και είναι αδυναμία της κοινωνίας τα θύματα του συστημικού μισογυνισμού και ρατσισμού, που δεν πτοούνται από τίτλους, προνόμια, τάξη και πλούτη.
Πέραν και πάνω του υπερπρονομίου της να είναι παντρεμένη με τον καλύτερο γαμπρό της Βρετανίας, η Meghan Markle υπέμενε καθημερινά ένα ανηλεές bullying με απανωτά πρωτοσέλιδα που αφορούσαν τις σχέσεις με τον πατέρα της, την αδυναμία της να ενταχθεί σε ένα καθορισμένο από την πολύχρονη παράδοση ασφυκτικό πλαίσιο διαβίωσης, την αντισυμβατικότητά της που αφορούσε ακόμα και το ότι “έκλεισε η ίδια την πόρτα του αυτοκινήτου” ή ότι “αρνήθηκε να ποζάρει με το μωρό της στα σκαλιά του μαιευτηρίου” (θεωρούνται κινήσεις εκτός πρωτοκόλλου) και το ότι συνεργάστηκε για ένα τεύχος με τη βρετανική Vogue. Και αυτά, σημειωτέον, ήταν οι φλωριές: τα αληθινά hardcore δημοσιεύματα την περιέγραφαν ως straight outta Compton ενώ δημοσιογράφος του BBC έκανε την αδιανόητη σύγκριση του νεογέννητου με χιμπατζή.
Στη Βρετανία του Brexit, δεν είναι λίγες οι προοδευτικές φωνές που προειδοποιούν ότι οι “ξένοι” αντιμετωπίζονται τώρα με περισσότερη καχυποψία από ποτέ – σε αυτό το ήδη υπάρχον κλίμα, μια δούκισσα που όχι μόνο δεν προέρχεται από μια τιτλούχο ή έστω αριστοκρατική οικογένεια, δεν θα μπορούσε παρά να μην είναι ιδανική επιλογή: το γεγονός ότι είναι κατά το ήμισυ μαύρη δεν θα μπορούσε παρά να την κάνει ανεπιθύμητη, όχι μόνο σε μια μοναρχική δομή, κλειστή και αποκλειστική εκ προοιμίου, αλλά και σε έναν λαό που, ακόμα, για κάποιον λόγο, προσδοκά από αυτήν την ανάκτηση μιας υπερηφάνειας που χάνεται.
Μισογυνισμός και ρατσισμός ήταν ο μοχλός που κίνησε την απόφαση μιας γυναίκας να εγκαταλείψει τον ίδιο θεσμό που στην αρχή φερόταν ότι θα ανανεώσει ή θα εκμοντερνίσει: να τον εγκαταλείψει και επειδή, προφανώς, τα φώτα θα έπεφταν αναπόφευκτα και πάνω στο παιδί της, όπως έπεσαν και στον πατέρα του και τον αδερφό του, που όμως ως καλύτερα προετοιμασμένα παιδιά του συγκεκριμένου συστήματος μπόρεσαν να τα βγάλουν καλύτερα πέρα – και ως Λευκά και Άρρενα Παιδιά της Βρετανίας να λάβουν άφεση αμαρτιών ακόμα και όταν στον τύπο διέρρεαν φωτογραφίες τους με τη σβάστικα στο μπράτσο.