MEGA: Παρά τις αστοχίες, το κανάλι δεν πρέπει να κλείσει

Από την ώρα που άκουσα πριν κάποιες μέρες πως η Μαρία Σαράφογλου παρουσίασε το τελευταίο, πιθανότατα, δελτίο ειδήσεων του Mega, μια ακαθόριστη σκέψη τριβέλιζε το μυαλό μου. Τελικώς την εντόπισα: η συγκεκριμένη παρουσιάστρια, χωρίς φυσικά δική της ευθύνη – αλίμονο, οι περισσότεροι παρουσιαστές δελτίων, εκτός από τους μεγαλοσχήμονες, σπάνια αποτελούν κάτι περισσότερο από ομιλούσες κεφαλές – υπήρξε όντως μοιραίο πρόσωπο για το κανάλι, όχι όμως σε αυτό το ύστατο δελτίο, αλλά σε ένα άλλο, λίγο περισσότερο από ένα χρόνο νωρίτερα: όταν, παραμονές του δημοψηφίσματος, σε εκείνο τον αξέχαστο διάλογό της με τον Κλέωνα Γρηγοριάδη, διατύπωσε (καθ’ υπαγόρευσην, προφανώς) την απόστροφή πως «όλες οι κοινωνικές ομάδες είναι υπέρ του ΝΑΙ.»

Μετά το αποτέλεσμα, ήμουν σίγουρος ότι η Διεύθυνση Ειδήσεων του Mega, προστατεύοντας κατ’αρχήν ό,τι απέμεινε από την ούτως ή άλλως τρωθείσα αξιοπιστία του, και δευτερευόντως την ταλαίπωρη παρουσιάστρια που εξετέθη τόσο ανεπανόρθωτα, θα την απέσυρε από τον «αέρα», τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, μέχρι το γεγονός κάπως να ξεχαστεί (όσο απίθανο κι αν μοιάζει κάτι τέτοιο, η πικρή μας πείρα αποδεικνύει πως ΟΛΑ ξεχνιούνται). Όταν είδα πως κάτι τέτοιο δεν έγινε, δεν είχα πλέον την πραγματική αμφιβολία πως το κανάλι μετράει μέρες. Γιατί, απλούστατα, το Mega έδινε πάντοτε πρωτεύοντα ρόλο στον τομέα της ενημέρωσης, και το να μην κάνει την παραμικρή κίνηση για να τον διασώσει, δεν μπορούσε να σημαίνει τίποτε άλλο από αυτό που σύντομα διαπιστώσαμε: είχε ήδη ρίξει λευκή πετσέτα. Γι αυτό και συντάσσομαι με όσους θεωρούν πως το πιστοποιητικό θανάτου του καναλιού θα φέρει τις υπογραφές των μετόχων του. Άλλωστε, αν η (όποια) κυβέρνηση θέλει να αλλάξει η γραμμή ενός μέσου, δεν χρειάζεται να προβεί στο κλείσιμό του: αρκούν μερικές καίριες αλλαγές προσώπων, και ένα κανάλι στρέφεται προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση όπως ο φούρνος του Χότζα.

Μου κάνει εντύπωση το με πόση επιμονή ένας οργανισμός τέτοιου μεγέθους φρόντισε να μην έχει το παραμικρό στην ιδιοκτησία του. 

Για όσους αμφιβάλλουν για την πρωτοκαθεδρία της ενημέρωσης σε ένα κανάλι που ήταν επίσης γνωστό για τον ψυχαγωγικό του χαρακτήρα, θα υπενθυμίσω στους γνωρίζοντες και θα γνωστοποιήσω στους αγνοούντες ορισμένες χρήσιμες λεπτομέρειες. Όπως το γεγονός ότι ακόμα και σε εποχές παχύτατων αγελάδων, όταν η διαφημιστική πίτα ήταν μεγάλη, ζηλευτή και προσοδοφόρος και κάθε εκπομπή που δεν συγκέντρωνε πάνω από τα επιθυμητά ποσοστά τηλεθέασης (τα περίφημα νούμερα της AGB) επί μερικές εβδομάδες έβρισκε πρόωρο και ξαφνικό θάνατο, μια εκπομπή που βρισκόταν συχνότατα κάτω από τον πήχη αλλά ουδέποτε έπεσε θύμα του «κόφτη» (πώς αλλάζουν νόημα κάποιες λέξεις με την πάροδο του χρόνου…), ήταν αυτή του Γιάννη Πρετεντέρη. Ή το πώς ο κάθε παρουσιαστής μιας ενημερωτικής εκπομπής απολάμβανε του στάτους μικρού δικτάτορα στην εκπομπή του επί όλων των λοιπών συνεργατών – δημοσιογράφων, σκηνοθετών, τεχνικών – ασχέτως αν οι γνώσεις του περί τηλεοράσεως δεν του επέτρεπαν να τη βλέπει ως κάτι παραπάνω από εικονογραφημένο ραδιόφωνο ή ομιλούσα εφημερίδα…

2007, τα χρυσά χρόνια.

Το τι είδους ενημέρωση ή προπαγάνδα ήταν αυτή που προσέφερε το Mega δεν θα μπω στον κόπο να το εξετάσω εδώ: όποιος είχε μάτια έβλεπε, και δεν ήταν δα και το μόνο. Άλλωστε, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα πολιτικά κόμματα αποτελούν ευθέως συγκοινωνούντα δοχεία εδώ και πολλά χρόνια. Δεν μπορώ ας πούμε να γνωρίζω αν η Μαρία Σπυράκη (εντελώς τυχαίο παράδειγμα τόσο σε πρόσωπο όσο και σε κόμμα, μπορείτε να τα αντικαταστήσετε με όποιο άλλο θέλετε, δεκάδες είναι άλλωστε οι περιπτώσεις) ενημέρωνε αντικειμενικά μέχρι που να της δώσει έδρα το κόμμα της, ή αν ακολουθούσε απλώς τη γραμμή του καναλιού τότε, και τώρα με το κόμμα εξακολουθεί να κάνει το ίδιο.

Εκείνο που βρίσκω ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο έχει λειτουργήσει το κανάλι όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μπορώ να πω πως έχω γνώσεις διοίκησης επιχειρήσεων, και προφανώς κάποιος ειδικότερος θα μπορούσε να με διορθώσει, αλλά το βρίσκω παράδοξο που ο μακροβιότερος ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός δεν θέλησε να έχει ποτέ στην κατοχή του στούντιο (πολλοί έκαναν την τύχη τους ενοικιάζοντας εγκαταστάσεις και εξοπλισμό στο κανάλι) , αλλά ούτε καν ιδιόκτητα γραφεία. Δεν δοκίμασα να πληροφορηθώ αν τα ενοίκια του κτιρίου της Μεσογείων εξακολουθούν να καταβάλλονται. Αν όχι, μια ενδεχόμενη έξωση θα μπορούσε να αποτελέσει την επόμενη (τελευταία;) πράξη του δράματος. Όμως μου κάνει εντύπωση το με πόση επιμονή ένας οργανισμός τέτοιου μεγέθους φρόντισε να μην έχει το παραμικρό στην ιδιοκτησία του,

Φυσικά δεν χαίρομαι καθόλου με το διαφαινόμενο τέλος του Mega, και ακόμη και τώρα απεύχομαι να συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς: σχεδόν δέκα χρόνια συνεργάστηκα μαζί του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αφ’ ενός, ανάμεσα στους εργαζόμενούς του είναι μέχρι σήμερα κάποιοι από τους καλύτερούς μου φίλους, και πολλοί συνάδελφοι με τους οποίους μοιραστήκαμε πολλές στιγμές, από δύσκολες έως και υπέροχες. Αφ’ ετέρου, βρίσκω αφελείς τις τοποθετήσεις αυτών που ισχυρίζονται πως «κι αυτοί δεν έκαναν τίποτα όταν έπεσε μαύρο στην ΕΡΤ»: κάθε νοήμων εργαζόμενος σε αυτό το χώρο, γνωρίζει πως κάθε περαιτέρω απώλεια θέσεων εργασίας σε ένα χώρο που είναι ήδη πλήρως απορρυθμισμένος και όπου επικρατούν αδιανόητες συνθήκες, θα έχει αργά ή γρήγορα αντίκτυπο και πάνω του, θα επιδεινώσει και τη δική του εργασιακή σχέση, και τη δική του διαπραγματευτική ικανότητα, θα μειώσει και τις δικές του ελπίδες να μπορέσει να διεκδικήσει σχετικά αξιοπρεπείς όρους και για τη δική του εργασία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Όσο για τις δυνατότητες αντίδρασης, πάντοτε περιορισμένες ήταν στον κλάδο της ιδιωτικής τηλεόρασης, κι αυτό το γνωρίζουν καλά όσοι πέρασαν από εκεί. Ούτε κι οι συνθήκες εργασίας ήταν ποτέ εύκολες. Οι κατηγορίες αμοιβών ήταν δύο: αστρονομικές για τους εκλεκτούς, τους προβεβλημένους, τους «αστέρες» που λογικά θα τα «έφερναν» κιόλας (το κατά πόσον όντως συνέβαινε αυτό, μπορεί κανείς να το δει αποτυπωμένο στους οικονομικούς απολογισμούς των καναλιών και τα χρέη τους, οπότε κάποιος άλλος πρέπει να ήταν ο λόγος που αμείβονταν τόσο ιλιγγιωδώς), και ταπεινές, στα όρια του αξιοπρεπούς, για τους «κανονικούς» εργαζόμενους, αντιστρόφως ανάλογες με τις μεγάλες απαιτήσεις.

Η παρηγοριά ερχόταν για κάποιους με τη μορφή ενός τίτλου, «καρέκλας» χωρίς αντίστοιχο μισθολογικό αντίκρυσμα ή με κάποια αντισταθμιστικά οφέλη: κανένα εταιρικό κινητό τηλέφωνο, ή κάποιες φορές, στην περίπτωση του Mega, και κάποιες μετοχές του καναλιού, της Τηλέτυπος ΑΕ δηλαδή, οι οποίες ουδέποτε, αλίμονο, διέγραψαν λαμπρή πορεία (ακόμα ηχούν στα αυτιά μου οι φωνές συναδέλφων που ρωτούσαν χαρακτηριστικά: πόσο έκλεισε ο Τηλέπατος σήμερα;). Η δική μου απορία είναι το κατά πόσον ένας χώρος ο οποίος απαιτεί εξ ορισμού ανθρώπους με δημιουργική διάθεση, πρωτότυπες ιδέες και φρέσκο βλέμμα, μπορεί να λειτουργήσει με τους όρους ακραιφνούς καπιταλισμού που διέπουν οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση. Ίσως όμως αυτό να αποτελεί θέμα άλλου κειμένου.

Aκόμα ηχούν στα αυτιά μου οι φωνές συναδέλφων που ρωτούσαν χαρακτηριστικά: πόσο έκλεισε ο Τηλέπατος σήμερα;

Το ίδιο ισχύει, προφανώς, και για τη συνήθη σύγκριση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής τηλεόρασης (και ραδιοφώνου, νομίζω πως κι εκεί εν πολλοίς ίδιες είναι οι αναλογίες). Ως κάποιος που θήτευσε τόσο στην ιδιωτική τηλεόραση (αρκετά χρόνια) όσο και στην ΕΡΤ (λιγότερα), μπορώ να δηλώσω εν συντομία πως πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, με άλλους νόμους και προφήτες, άλλες συνθήκες και παθογένειες, και βεβαίως άλλους λόγους ύπαρξης: τα ιδιωτικά κανάλια (υποτίθεται πως) είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις που αποβλέπουν στο κέρδος – η παρένθεση έχει να κάνει με το κατά πόσον αυτό το κέρδος προέρχεται από το ίδιο το κανάλι, ή από άλλες, παράπλευρες οδούς. Αντιστοίχως, τα δημόσια μέσα (υποτίθεται πως) έχουν χαρακτήρα εκπαιδευτικό, πολιτιστικό, και γενικώς πραγματεύονται αξίες μη εμπορεύσιμες – εδώ πάλι η παρένθεση έχει να κάνει με το γεγονός πως αυτό το έργο επιτελείται παραπλεύρως, ενίοτε και στη ζούλα, ενώ συνήθως οι σκοποί των εκάστοτε κυβερνήσεων και διοικήσεων είναι διαφορετικοί.

Είναι σαφές πως οι τηλεοπτικές συχνότητες, ένα δημόσιο αγαθό που κάποιοι νέμονταν δωρεάν επί 27 χρόνια, απέφεραν ξαφνικά μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια, και κάποιοι δεν βρίσκουν κανένα καλό σε αυτό!

Αυτό που μπορώ να πω είναι πως στην ΕΡΤ μπόρεσα να ασχοληθώ με θέματα θεάτρου, μουσικής και χορού που αν τα είχα προτείνει (για παράδειγμα) στο Mega, θα είχαν αναρωτηθεί μήπως παραφρόνησα – κι όταν συνειδητοποιώ πόσους ενδιαφέρουν αυτά τα αντικείμενα, καταλαβαίνω πως είχαν τα δίκια τους οι άνθρωποι. Κι όταν έπεσε το μαύρο στην ΕΡΤ αυτό που είχα πει ήταν πως, άσχετα από το πόσο χαμηλά ήταν τα ποσοστά τηλεθέασης της κρατικής τηλεόρασης (η πολύχρονη και συστηματική απαξίωσή τους από τις ίδιες τις διοικήσεις τους βοήθησε σε αυτό), το ποσοστό των πολιτιστικών εκπομπών της ελληνικής τηλεόρασης που εκπέμπονταν από αυτά ήταν 100%. κατόπιν βέβαια, το ειδεχθές έγκλημα του κλεισίματος της ΕΡΤ εν μία νυκτί, ακολούθησε το τραγικό λάθος της επανίδρυσής της ακριβώς όπως ήταν, με όλες της τις παθογένειες, και η απώλεια μιας μοναδικής ευκαιρίας να αποκτήσουμε τα δημόσια μέσα που θα μπορούσαμε να έχουμε. Ο Ταλλεϋράνδος θεωρούσε το λάθος χειρότερο του εγκλήματος. 

Το θέμα είναι πως στο ζήτημα της τηλεόρασης και των τηλεοπτικών αδειών όλες ανεξαιρέτως οι πλευρές κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους, προβάλλοντας με μανία το ποσοστό του δικού τους δίκιου και αποκρύπτοντας τις δικές τους αστοχίες. Είναι σαφές πως οι τηλεοπτικές συχνότητες, ένα δημόσιο αγαθό που κάποιοι νέμονταν δωρεάν επί 27 χρόνια, απέφεραν ξαφνικά μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια, και κάποιοι δεν βρίσκουν κανένα καλό σε αυτό! Από την άλλη, οι κυβερνητικές αδεξιότητες και μεθοδεύσεις στη ρύθμιση του τηλεοπτικού περιβάλλοντος είναι κραυγαλέες, κι ο περιορισμός του αριθμού των καναλιών, ακόμα κι αν είναι μάλλον ρεαλιστικός, θα μπορούσε, αντί να επιβληθεί άνωθεν, να επιτευχθεί στην πράξη, αν απλώς τηρούνταν οι κανόνες του παιχνιδιού κι ένα κανάλι που δεν μπορούσε να επιβιώσει δεν κατέφευγε σε σκανδαλώδη και ευνοιοκρατικό υπερδανεισμό, αλλά απλώς έκλεινε.

Ταυτόχρονα, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αναζητώντας συμμάχους στους πολίτες για τον συνεχιζόμενο ακήρυχτο πόλεμο του κόμματός του ενάντια στην κρατική τηλεόραση, εξήγγειλε πως θα μειώσει στο μισό το ανταποδοτικό τέλος που πληρώνεται μαζί με τη ΔΕΗ – χωρίς φυσικά να διευκρινίσει πως το όφελος αυτής της κίνησης για τον πολίτη ανέρχεται σε 3 ευρώ ανά λογαριασμό! Και οι μέτοχοι του Mega προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο πως, μετά από αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, και με τους πολύπαθους εργαζόμενους απλήρωτους επί πεντάμηνο, προσπαθούν να αποσείσουν τις ευθύνες τους λέγοντας πως φταίει η κυβέρνηση που δεν εντάσσει στη διαδικασία αδειοδότησης ένα σταθμό όπου επικρατούν οι παραπάνω συνθήκες…

Ο λόγος ύπαρξης αυτού του κειμένου είναι να συνοψίσει κάποιες αλήθειες που ενδεχομένως χάνονται μέσα στην υπερπληροφόρηση και τις βαριές κουβέντες, να προσθέσει κάποιες πληροφορίες που όσοι δεν έχουν ζήσει από μέσα τα κανάλια ίσως να μην γνωρίζουν, και να δώσει την άποψη ενός ανθρώπου που βιοπορίστηκε από αυτά επί σειρά ετών. Κυρίως όμως γράφτηκε με τη σκέψη μου στους χειμαζόμενους συναδέλφους του Mega, με τους οποίους είμαστε στην ίδια μοίρα. Κι αν τύχει στιγμιαία να μην ισχύει αυτό, δεν πρέπει να πάψουμε να κοιταζόμαστε στα μάτια.

Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης