Είναι πάντα ντυμένη στα μαύρα αραχνούφαντα φορέματα. Μαύρα σαν του κόρακα μαλλιά, ένα μενταγιόν μεγεθυντικός φακός για την ανάγνωση και αρκετά ενώτια με αναπαραστάσεις συμβόλων του αποκρυφισμού και της μαγείας. Μια οδοντοστοιχία παράξενη, σαν φτιαγμένη αποκλειστικά από κοπτήρες για δύσκολα φιλιά αιμορραγικού τύπου. Λεπτή σαν αερικό ή σαν θεότητα σκοτεινής λατρείας. Για να μπορεί να μεταβαίνει ανάερα απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Μακιγιάζ goth και λίγο φοβερό μαζί. Πολύ λευκό δέρμα στο πρόσωπο με λευκή πούδρα ψιμυθιωμένο. Θωριά εύθραυστη σαν της πορσελάνινης κούκλας. Μια κατάθλιψη λίγο πιο μέσα στο λιπόσαρκο σώμα της. Όλα φτιαγμένα πάνω της και μέσα της για να ανακουφίζεται την νύχτα. Νομίζω πως έχει ασπαστεί τον αστερόεντα ουρανό. Απόκαμε από τις απογοητεύσεις της ημέρας, τις περιθωριοποιήσεις, τον παραγκωνισμό της ιδιαιτερότητας απ’ τον κομφορμισμό και βρήκε καταφύγιο στο έρεβος. Του δόθηκε ολοκληρωτικά. Η νύχτα με τις εικόνες της από άλλο υλικό απ’ αυτό της ρουτίνας κερδίζει όλα τα παράξενα πλάσματα, τα αχώρητα στους καθωσπρεπισμούς μιας κοινωνίας. Το όνομα της είναι Γεωργία. Ακόμη και ο σύντροφος της Φώτης είναι παράξενος. Κάθε φορά που τον βλέπω ξαφνιάζομαι. Σαν άρτι αφιχθείς από κάποιο μοναστήρι ζηλωτών χριστιανών του Αγίου Όρους. Πελώρια γαλάζια μάτια, πανομοιότυπα με εκείνα του ηθοποιού που ενσάρκωσε τον Χριστό στην ταινία του Φράνκο Τζεφιρέλι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ. Μπορώ να βρω το όνομα αλλά δεν είναι το θέμα αυτού του κειμένου. Το θέμα μου είναι η Γεωργία και καταφυγή των σπάνιων ανθρώπων στην νύχτα προκειμένου να κερδίσουν την συγκίνηση της ζωής που τους αποστέρησαν οι προκατειλημμένοι και οι ρατσιστές όλων των ειδών.
Το απόγευμα θα βρισκόμουν μ’ αυτή την σκοτεινή φωνή. Αφού όλο το υπόλοιπο της ύπαρξης της σε ξεμυάλιζε, καλό ήταν να επικέντρωνε κανείς στις συναντήσεις του με την Γεωργία σε όσα του αποκάλυπτε. Έμαθα για τις παρέες της στα απάγκια της νύχτας. Είπαμε το ορόσημο (η νύχτα) – η κλήση για τους απανταχού εξορισμένους της ημέρας και του ήλιου. Το βραδάκι στα πιο νιάτα της τσάρκες στην bar street της Κω με όλη την παράξενη κουστωδία των εντόπιων βαμπίρ. Νταραβέρια με την trans Βαλεντίνα στο Sex Shop που δούλευε. Εναλλακτικές, εκκεντρικές προσωπικότητες σε διαδρομές χλεύης απ’ τους κανονικούς της γειτονιάς. Να τρώει πόρτα στα bars η trans και να τους επιτίθεται με λόγια αλιευμένα από την βαθιά γνώση των περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για τη Γεωργία όλο αυτό ήταν μία ξέφρενη γιορτή. Για να σε διασύρουν οι μικροαστοί, πάει να πει τις έριξες τις λεκτικές μολότοφ σου. Γιατί η αλήθεια της νύχτας και τον μοναδικών συντρόφων της έχει να προσκομίσει προς τους άλλους την αλήθεια ενός σαν κολασμένου πίνακα του Ιερώνυμου Μπος. Όλα μοιάζουνε βλάσφημα στον μίζερο που δεν αξιώθηκε ποτέ του να ακούσει εκστασιασμένος το κρώξιμο ενός κόρακα. Ο ομοφοβικός, ο οικογενειάρχης, ο νοικοκυραίος χάνουν το μεγαλύτερο μέρος της ομορφιάς του κόσμου. Δεν έχουν δική τους αισθητική. Ό,τι τους προστάζουν τα στερεότυπα, έχουν μια ψυχαναγκαστική ροπή σε ό,τι τους προσδίδει αίγλη και κύρος. Σε ό,τι δηλαδή τους αφαιρεί την αληθινή τους φύση. Και μόνο τέτοια μου έλεγε η Γεωργία. Και άλλα πολλά για την άλλη υποκρισία. Την υποκρισία των προοδευτικών μυαλών που διαβάζουν λίγο τον κύριο Τάδε και μετά αναφομοίωτα επιδίδονται στην εκφορά λόγου ανεξάντλητου μιμητισμού. Η Γεωργία απόμακρη μες στο σκοτάδι τους ακούει κι αυτούς, τους σερβίρει μπύρα και για να τους τη σπάσει τους μιλάει για τα υπέροχα ζώδια.