Κόπωση, δυσθυμία, ανασφάλεια, τάσεις αναχωρητισμού. Αυτά είναι τα συμπτώματα που εμφανίζει μια σημαντική μερίδα (η μεγαλύτερη ίσως) των συμπολιτών μας, ενώ κορυφώνεται σε συνθήκες εμφυλιακής πόλωσης η προεκλογική διαδικασία. Παρά το κρίσιμο διακύβευμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου, η αίσθηση που έχει κανείς «εκεί έξω» είναι ότι επικρατεί ένα παραλυτικό μούδιασμα (ούτε φόβος, ούτε ενθουσιασμός), αντίθετα από τα κοινωνικά μέσα όπου συντελείται ακραίο επικοινωνιακό φαινόμενο με καθημερινές γενοκτονίες “φίλων”, ατέλειωτους άγονους διαξιφισμούς,  αυθαίρετες, χαοτικές επαγωγές και βέβαια το σήμα κατατεθέν αυτών των εκλογών: τρολιές που μοιάζουν με official προεκλογικές αναρτήσεις αλλά φυσικά και το ακριβώς αντίστροφο. Η διχαστική ρητορική των δύο βασικών διεκδικητών της πρωτιάς, έχει αναγκάσει ανεξάρτητους, προοδευτικούς ανθρώπους είτε να  οικειοποιούνται φοβικά αντανακλαστικά συντηρητικού «νοικοκυραίου» (φριχτός όρος, φριχτή ιδιότητα), είτε να αφήνονται στην αγκαλιά της ελπίδας, που ως γνωστόν πεθαίνει τελευταία, ειδικά όταν πρόκειται για το «ριζοσπαστικό» μετασχηματισμό της χώρας.  

Υπάρχουν αντικειμενικά (ναι, αντικειμενικά) πολλοί αξιόλογοι υποψήφιοι στο χώρο της κεντροαριστεράς και της φιλελεύθερης αντίληψης, με σοβαρές προτάσεις για να στηρίξουμε τη μετα – μνημονιακή μας ύπαρξη, αλλά ο χώρος ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει εγκληματικά διασπασμένος, και με τα στελέχη του να εγκαλούνται διαρκώς για αμετροέπεια και ροπή στην αμφιταλάντευση και στην κωλοτούμπα,  λες και οι πιο “καθαροί” ιδεολογικά σχηματισμοί είναι πρότυπα συνέπειας και φερεγγυότητας. Αλλά στη χώρα της τζάμπα μαγκιάς, οτιδήποτε αναστοχαστικό και μετριοπαθές , λοιδορείται ως ξενέρωτο και  αδελφίστικο – γεγονός περίεργο αν σκεφτεί κανείς πόσα θρασύδειλα φλώρια (και πόσα λαμόγια) έχουν γίνει όψιμοι υπερπατριώτες ή επαναστάτες τα τελευταία χρόνια. Το Κέντρο βέβαια υπήρξε το μεγάλο ανέκδοτο της μεταπολίτευσης, από τον Μαύρο στο Ζίγδη και πιο πέρα στην cult ιλαρότητα του Βασίλη Λεβέντη («είμεθα κεντρώωωωοιοι»), το κόμμα του οποίου ξεπέρασε νομιίζω κάποτε και την κωματώδη ΕΔΗΚ.     

Δε νομίζω πάντως ότι οι υποψήφιοι του μεσαίου αυτού χώρου συμμετέχουν τόσο έντονα όσο οι συνάδελφοι τους σ ‘αυτή την πλειοδοσία συντηρητισμού που βιώνουμε σ’ αυτές τις παρανοϊκά φορτισμένες εκλογές. Δε πάμε “αριστερότερα”, παρά το γεγονός ότι ένα καθαρά αριστερό κόμμα βρίσκεται προ των πυλών της εξουσίας, ενώ δυναμική σχετικά παρουσία καταγράφει και το υβρίδιο ΑΝΤΑΡΣΥΑ / ΜΑΡΣ, που αναδύει πλέον μια εσάνς μιλιτέρ εξέγερσης όπως αρμόζει σε μια φοιτητική παράταξη συσπειρώσεων. Αυτό δεν το λέω ειρωνικά, έχω ψηφίσει κι εγώ Συσπειρώσεις στη Σχολή (κυρίως επειδή είχαν ωραίο, ασεβές χιούμορ) και ο Φορτσάκης, που εξαργύρωσε τις άναρθρες, καστράτες κραυγές του με την πρώτη θέση του επικρατείας της ΝΔ,  με δικαιώνει εκτός των υστέρων, αλλά τώρα είμαστε μεγάλοι άνθρωποι. Και ξέρουμε ότι παρόλο που οι Έλληνες γενικά αυτοπροσδιορίζονται μάλλον ως αριστεροί παρά ως δεξιοί (ασχέτως αν πλακώνουν τις γυναίκες τους ή φοροδιαφεύγουν αγρίως), πάμε δεξιότερα, όχι αριστερότερα: η ΝΔ έχει τρία κόμματα δεξιότερα της – ένα εκ των οποίων έχει προνομιακή θέση συνομιλητή του ΣΥΡΙΖΑ και του κάνει και μετάγγιση επιφανών στελεχών όπως η κυρία Μακρή με τις ωραίες, τελικές λύσεις – και δεν το αναφέρω για να δικαιολογήσω τις εξωφρενικά ακροδεξιές προεκλογικές εξάρσεις του Πρωθυπουργού.  

Συζητώντας με μια φίλη τις προάλλες περί των αβάσταχτων, εκβιαστικών διλημμάτων που μας τρώνε προεκλογικά εν αναμονή της Αποκάλυψης, μου είπε κάποια στιγμή ‘οτι δεν μπορεί να κατανοήσει τις πραγματικές οικονομικές διαστάσεις και τα πιθανά σενάρια και πριν προλάβω να πω «ούτε κι εγώ, διαισθητικά σχεδόν λειτουργώ πια», με ρώτησε γιατί να μη δοκιμαστεί κάτι που μπορεί να είναι εντελώς off οικονομικά, τουλάχιστον όμως θα φρενάρει αυτές τις ακροδεξιές τάσεις που αναζωπυρώνονται διαρκώς; Ναι, αλλά υπάρχουν κι αλλού αυτές οι αντίρροπες δυνάμεις, της αντέτεινα. Δεν ψήθηκε. Την πιθανότητα λευκού / άκυρου δεν τη συζητήσαμε καν, είναι ταμπού πια («τι είσαι εσύ, η ωραία κοιμωμένη;» μου είπαν όταν το έθεσα ως θεμιτή επιλογή σε μια σχετική κουβέντα). Το λευκό έχει κατοχυρωθεί ως μισόκωλη ενίσχυση του πρώτου κόμματος ενώ το άκυρο έχει χάσει την κωλοπαίδιστικη αίγλη που είχε όταν ήμουν μικρός. Θέλει να πιστεύει κανείς ότι ισχύει μαγικά αυτή η αφηρημένη, πασπαρτού και συχνά κενή νοήματος φράση που ξεφουρνίζουν κατά βούληση εκπρόσωποι όλου του πολιτικού φάσματος: στην (κοινοβουλευτική) δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Εδώ όμως πνιγόμαστε από τα αδιέξοδα, και το μόνο κριτήριο που μπορώ να σκεφτώ για να μην παρανοήσω από το βάρος ψυχαναγκαστικών διλημμάτων, είναι η στήριξη άξιων και οικείων υποψηφίων, όχι σχηματισμών. 

Δημήτρης Πολιτάκης

Share
Published by
Δημήτρης Πολιτάκης