Το καλοκαίρι του 2015, αν έπαιζες σε ένα στοίχημα τον συνδυασμό να βγει η Λέστερ πρωταθλήτρια της Πρέμιερ Λιγκ, το BRexit να επικρατήσει στο βρετανικό δημοψήφισμα και ο Ντόναλντ Τραμπ, που μόλις είχε ανακοινώσει την υποψηφιότητά του, να αναδειχθεί 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ θα έπαιρνες 3 εκατομμύρια φορές πίσω τα λεφτά σου. Αλλά, θα σε έλεγαν, δικαιολογημένα, τρελό. 1.5 χρόνο μετά έχουν συμβεί και τα τρία, χωρίς να έχει προκύψει κανένας καινούριος μεγιστάνας. Κι αν στο ποδόσφαιρο η κανονικότητα νομοτελειακά κάποια στιγμή επιστρέφει, ο πλανήτης προσπαθεί ακόμα να αναρρώσει από τα άλλα δύο, απείρως σημαντικότερα, γεγονότα. Να επουλώσει πληγές οπισθόδρομησης που ματαιώνουν κοπιαστική δουλειά προόδου.
Έχω διαβάσει πάνω από εκατό χιλιάδες λέξεις την τελευταία εβδομάδα για την εκλογή Τραμπ, στην πλειοψηφία τους από αμερικάνικα μέσα. Είναι αναλύσεις ντροπής, δικαίωσης (για όσους –λένε σήμερα ότι- το είχαν προβλέψει), ανησυχίας, αμηχανίας, οργής. Ελάχιστες, και πάντα προσεκτικά κρυμμένες πίσω από το αναπόφευκτο blame game, είναι λέξεις αυτοκριτικής. Ο φιλελεύθερος (σημ.: η λέξη χρησιμοποιείται εδώ και στο υπόλοιπο κείμενο ως απόδοση του «αμερικάνικου» liberal και όχι ως ευφημισμός του «δεξιός») κόσμος, είτε αριστερής είτε δεξιάς απόχρωσης και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, υπέστη το πιο βαρύ από τα συνεχόμενα χτυπήματα του 21ου αιώνα. Όμως, ακόμα και τώρα που ο εφιάλτης «να έχει ο Ντόναλντ Τραμπ τα κουμπιά των πυρηνικών» έγινε πραγματικότητα, μοιάζει σταθερά παγιδευμένος σε έναν αθεράπευτο ιδεολογικό ναρκισσισμό. Διαβάζει κανείς το ίσως πιο μοιρασμένο κείμενο των ημερών, το φριχτά καλογραμμένο (παρότι εν θερμώ) Μια Αμερικάνικη Τραγωδία του διευθυντή του New Yorker, David Remnick, και δε βλέπει πειστικές απαντήσεις στην ερώτηση «Τι Κάναμε Λάθος;», είναι σαν ο Τραμπ να εκλέχθηκε εν κενώ. Διαβάζει κανείς και τον Paul Krugman στο blog του στους NY Times κι αναρωτιέται πώς μπορεί να πέφτει από τα σύννεφα μιλώντας για την Άγνωστη Αμερική – όπου και να πετάξεις ένα βελάκι στο κέντρο του αμερικάνικου χάρτη θα βρεις ένα προπύργιο ρεπουμπλικανικού συντηρητισμού. Το ζήτημα είναι πώς χάθηκαν οι υπόλοιποι ψηφοφόροι.
Και η λίστα συνεχίζει. Χωρίς να εξηγεί γιατί η προοδευτική Αμερική δεν πίεσε (απλά συμπαρατάχθηκε, όταν το «κακό» πλησίασε για τα καλά) για μια διαφορετική υποψηφιότητα από την πλέον ακατάλληλη, όπως αποδείχθηκε, της Χίλαρι Κλίντον. Μια υποψηφιότητα μπαγιάτικη, βγαλμένη σχεδόν από την επετηρίδα του ολοσχερώς αποτυχημένου Τρίτου Δρόμου, που κατέληξε «αυτή για την οποία μας διαβεβαίωναν όλοι ότι είναι η πιο καταρτισμένη υποψήφιος, να αποδειχθεί τελικά η χειρότερη όλων των εποχών», όπως γράφτηκε κάπου αλλού. Μια υποψηφιότητα που από το αμφιλεγόμενο της σημείο, το φύλο, δεν κατόρθωσε να πάρει ούτε το μίνιμουμ των θετικών: αναμενόμενο ήταν ότι η ήδη σεξιστική redneck Αμερική δε θεωρούσε ότι «μια γυναίκα μπορεί να κάνει τη δουλειά», αλλά πώς είναι δυνατόν οι γυναίκες WWC (οι Λευκές της Εργατικής Τάξης) να ψηφίσαν 62% Τραμπ (έναντι 34%); Αν η ενόχλησή τους για τον πρωτοφανή σεξισμό του Τραμπ ήταν τουλάχιστον στο 50-50 με την αρνητική τους γνώμη για την Κλίντον, η Χίλαρι θα είχε βγει.
Δεν είναι μόνο αυτό, όμως. Υπήρξαν κι άλλα, φαινομενικά, παράδοξα. Ας πούμε, οι Λευκοί Θυμωμένοι Άντρες της Rust Belt, της κάποτε ακμαίας βιομηχανικής γεωγραφικής ζώνης των ΗΠΑ. Σε κάποιες πολιτείες της, όπως το Μίσιγκαν ή το Γουισκόνσιν, έγειραν την πλάστιγγα υπέρ του Τραμπ, παρότι ανήκαν στους Δημοκρατικούς από το 1988, εδώ κι έξι συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Ανέθεσαν, δηλαδή, σε έναν όχι ακριβώς αυτοδημιούργητο επιχειρηματία (δεν είναι πολλοί τέτοιοι που τους έδωσε ο μπαμπάς τους 1 εκατομμύριο δολάρια για να ξεκινήσουν τις μπίζνες) να τους βγάλει από τη λακκούβα της Κρίσης του 2008 που ακόμα δεν έχει κλείσει. Παρότι ο Ομπάμα έριξε τους δείκτες της ανεργίας και η Κλίντον υποσχόταν την ίδια σταθερή πορεία.
Το πραγματικό ερώτημα όμως δεν είναι γιατί τελικά ο Τραμπ έφτασε στο 50%, γιατί πήρε όσους ψηφοφόρους (άρα κι εκλέκτορες) χρειαζόταν. Το πραγματικό ερώτημα είναι γιατί δεκάδες εκατομμύρια Αμερικάνοι τον είδαν με καλό μάτι εξαρχής, εξελίσσοντας την υποψηφιότητά του από ένα showbiz αστείο σε αξιόμαχη και τελικά νικήτρια.
Ένα σχετικό πλυντήριο έχει ήδη ξεκινήσει. Οι φιλελεύθεροι στα media είναι σίγουροι ότι ως κυβερνών θα είναι πιο μετριοπαθής από την προεκλογική του εκστρατεία, ότι δε θα κάνει όσα αποτρόπαια υποσχέθηκε, ότι θα συγκρουστεί με την πραγματικότητα και θα φρενάρει. Με α λα καρτ ρεαλισμό «κανονικοποιούν» την εκλογή, προσπαθώντας να ζήσουν μαζί της και να την αντιμετωπίσουν. Προσπερνώντας ότι η εκλογή Τραμπ πάνω απ’ όλα δικαιώνει έναν δημόσιο λόγο ξενοφοβικό, μισαλλόδοξο, συμπλεγματικό, απολιτίκ στην ουσία του. Αποτελώντας το αποκορύφωμα της νομιμοποίησής του. Ξέρετε, white working class women και white angry men υπήρχαν και στον βρετανικό βιομηχανικό βορρά κι ακολούθησαν τον Φάρατζ εκτός Ευρώπης. Υπάρχουν και στον Άγιο Παντελεήμονα, είναι οι «αγανακτισμένοι πολίτες» της Χρυσής Αυγής. Νομίζω δε ότι σίγουρα υπάρχουν και σε κάποια παριζιάνικα διαμερίσματα.
It’s the end of the world as we know it. Το τραγούδι των REM κατέκλυσε το feed μας στο facebοοκ δίνοντας στο πρωινό της εκλογής Τραμπ τον απαραίτητο σοσιαλμιντιακό λυρισμό. Είναι αλήθεια όμως. Ο παλιός κόσμος τελείωσε (και παραμερίζοντας λίγο όσα αρνητικά συμβαίνουν, είναι κάπως συναρπαστικό ότι το ζούμε). Ζούμε μια νέα εποχή και προσπαθούμε να την εξηγήσουμε με παλιά φιλελεύθερα εργαλεία. Την εποχή της «μετα-αλήθειας», λέξη της χρονιάς για το λεξικό της Οξφόρδης.
Τις δημοσκοπήσεις η εποχή δεν τις ξεπέρασε απλά, τις ακύρωσε, τις συνέθλιψε επανειλλημένα. Τα παραδοσιακά media μοιάζουν πια με τον ασφαλέστερο τρόπο αντι-προπαγάνδας, τό είδαμε από το ελληνικό δημοψήφισμα μέχρι τις αμερικάνικες εκλογές. Τα social media, το είπε και ο Ομπάμα στην ομιλία του, είναι βασικός παράγοντας του νέου περιβάλλοντος – μετέτρεψαν ακόμα και την ψήφο σε trending topic, αμφιβάλλει κανείς ότι η συνεχής παραμονή του Τραμπ στη δημοσιότητα (ακόμα και αρνητική) ήταν ένα από τα μυστικά της νίκης του; Οι opinion leaders είναι διαφορετικοί, οι celebrities που στάθηκαν δίπλα στην Κλίντον μάλλον την έβλαψαν (όλοι ξέρουμε Ρόμπερτ Ντε Νίρο ότι δεν την εννοούσες την μπουνιά στο πρόσωπο του Τραμπ) η νέα εποχή έχει εντελώς grassroots χαρακτηριστικά.
Οι «επιτήδειοι» έδειξαν εξαιρετικά αντανακλαστικά, επικοινώνησαν άμεσα με την απογοητευμένη βάση που παρακολουθεί σαστισμένη το νέο πολύπλοκο τοπίο. Οι liberals τους βάφτισαν λαϊκιστές, ξεμπέρδεψαν και συνέχισαν να αυτοθαυμάζονται συμφωνώντας μεταξύ τους στο facebook. Ποστάροντας φωτογραφίες από τα ταξίδια τους, ανταλλάσσοντας απόψεις για το κυριακάτικο brunch, διογκώνοντας τη φούσκα τους. Οικτίροντας παράλληλα τους «ψεκασμένους», «οι φτωχοί», άλλωστε, «κάνουν λάθος επιλογές σε κρίσιμες στιγμές». Τελικά, το “basket of deplorables” της Χίλαρι γέλασε τελευταίο. Δυστυχώς. Πολύ δυστυχώς. Όποιος έχει μείνει έστω και μια φορά ακάλεστος σε πάρτυ καταλαβαίνει γιατί, έχω δυο φίλους που το είχε κάνει ο ένας στον άλλον πριν είκοσι χρόνια κι ακόμα δεν το συζητάνε.
Η κρισιμότητα της επίσκεψης Ομπάμα αποδυναμώθηκε σημαντικά μετά την εκλογή Τραμπ, ο απελθών Πλανητάρχης δε θα μπορούσε να εγγυηθεί καμία πολιτική συνέχεια. Ήρθε, είπε, σε πολιτικό επίπεδο, αυτά που (αναμενόταν και ίσως) έπρεπε να πει, μας χάρισε μια διακριτική –αλλά όχι επιτακτική- στήριξη και ταξίδεψε για τελευταία φορά ως Πρόεδρος στο Βερολίνο για να «παραδώσει τα κλειδιά του δυτικού κόσμου στην Άνγκελα Μέρκελ» όπως τον πρότρεπουν να κάνει οι liberal αμερικάνικες εφημερίδες (καλώντας παράλληλα την καγκελάριο να απεγκλωβιστεί από τον Σόιμπλε, βλέποντας το πολιτικό αδιέξοδο που έχουν προκαλέσει «οι φονταμενταλιστές των αγορών»).
Η παρουσία του στη χώρα μας δεν ήταν τυπικά πολιτική. Ήταν η επίσκεψη ενός σταρ, του απόλυτου ποπ σταρ της εποχής μας. Την οποία αντιμετωπίσαμε με τον τυπικό μας ιδεολογικό επαρχιωτισμό. Πολιτική αντιπαράθεση της πλάκας πάνω στην ερμηνεία των δηλώσεών του, πολιτική κριτική με όρους σαβουάρ βιβρ για τον «ενικό» και τα «χτυπήματα στην πλάτη», πολιτικά σχόλια υπονόμου για τον «χαπακωμένο Τσίπρα» και πολιτικοί συμβολισμοί 15μελούς από τον ίδιο τον πρωθυπουργό που επιμένει να μη φοράει γραβάτα ως το μοναδικό ενθύμιο «κόκκινης γραμμής» που του έμεινε ανέπαφο από τους τελευταίους 21 μήνες – ένας συμβολισμός που είναι αμφίβολο πια αν αφορά κάποιον άλλον εκτός από εκείνον και τον Νίκο Παππά. Μαζί με κάποια «απαραίτητα» εθιμοτυπικά επεισόδια κι έναν μπουφονικό θαυμασμό για κάθε κίνηση του Ομπάμα (ακόμα και για τα αυτονόητα) που κάνει το θρυλικό you tube video του Γιώργου Γεωργίου από την επίσκεψη Κλίντον να μοιάζει με την πλέον οξυδερκή ανάλυση όλων των εποχών. Ίσως, θαυμάσαμε απροκάλυπτα γιατί νιώσαμε τυχεροί που ως λαός γίναμε μέρος της Ιστορίας, στο (σχεδόν) κύκνειο άσμα του πιο επικοινωνιακού προέδρου μετά τον JFK.
Στην πολυαναμενόμενη ομιλία ο Ομπάμα με το απαράμιλλο χάρισμά του έδωσε ένα υψηλού επιπέδου μάθημα πολιτικής αγωγής. Δημοκρατικής αγωγής. Τα περισσότερα από τα πράγματα που είπε ήταν μάλλον κοινότοπα, αλλά εδώ που έχουμε φτάσει προφανώς χρειάζεται να επαναλαμβάνονται. Όμως, φορώντας λίγο τα γυαλιά για να μην τυφλωθούμε από τη λάμψη του, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι κυβέρνησε τον Ελεύθερο Κόσμο για οκτώ χρόνια. Σηκώνει μεγάλη κουβέντα αν τον άφησε καλύτερο απ’ ότι τον πήρε. Ήταν ο προοδευτικός ευαγγελιστής του γκέι γάμου και του Obamacare ή ο ασυνεπής ηγέτης που δεν έκλεισε το Γκουαντάναμο, εξόρισε τον Σνόουντεν και «θεσμοποίησε τον πόλεμο, κάνοντάς τον ατέλειωτο» όπως γράφει το Time αυτής της εβδομάδας; Το μόνο σίγουρο, εκ του αποτελέσματος, δεν κατάφερε ως βαρύ φιλελεύθερο πυροβολικό να τον θωρακίσει από το φαινόμενο Τραμπ. Στις μέρες του οι ανισότητες μεγάλωσαν, η αποστροφή του 99% για τις ελίτ θέριεψε και παρότι (μας έπεισε ότι) υπηρέτησε με ειλικρίνεια την πρόοδο (την ενσαρκώνει έτσι κι αλλιώς ως ο πρώτος Αφροαμερικανός Πρόεδρος στην Ιστορία), στο τέλος ηττήθηκε. Δια του διαδόχου του.
Χάσαμε. Όλοι μας. Και με την εκλογή Τραμπ, δε χάσαμε μια μάχη. Αλλά τον πόλεμο. Τουλάχιστον για τα επόμενα 4 χρόνια.