Παρασκευή απόγευμα σε ένα σαλόνι στις παρυφές της Πλάκας. Σε ένα από τα τυπικά ανδρικά τελετουργικά της χρονιάς, μια χούφτα 30-somethings μαζεύονται για να παρακολουθήσουν τον πρώτο ημιτελικό του F4. Αναδεικνύοντας το βασικό χαρακτηριστικό της γενιάς τους, την αβυσσαλέα τάση για ειρωνεία, αποφασίζουν να διασκεδάσουν την απουσία της αγαπημένης τους ομάδας από τη διοργάνωση χρησιμοποιώντας prosecco ως καύσιμο του απογεύματος αντί της παραδοσιακής γηπεδικής μπίρας που «πίνουμε όταν έχουμε άγχος». Τα όσα έγιναν στη Μαδρίτη πέρασαν πια στην ιστορία. Ο Βασίλης Σπανούλης πρωταγωνίστησε στο πιο κινηματογραφικό ματς της ζωής του μοιράζοντας απλόχερα μέσα από την οθόνη κρύο ιδρώτα στους ήρωες της ιστορίας μας που ήθελαν να δουν την κατσίκα του γείτονα να ψοφάει (γιατί αυτή είναι, καλώς ή κακώς, και η πεμπτουσία του οπαδισμού – στα αθλητικά ευτυχώς δεν υπάρχει Το Ποτάμι για να είσαι με όλους). Όμως αυτό δε συνέβη, αντίθετα το ενδεχόμενο μιας ακόμα κούπας στη βιτρίνα του αντιπάλου τους σκοτείνιασε, μαζί με έναν ανομολόγητο -σχεδόν ενοχικό- θαυμασμό για το απίστευτο μέταλλό του. Την ίδια στιγμή, την πένθιμη σιγή ασυρμάτου διέκοπταν συνεχόμενα τηλεφωνήματα. Από ένα άλλο σαλόνι, ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά, ακούγονταν μόνο κραυγές. Ακατάληπτες. Ιαχές, πανηγυρισμοί, μισόλογα, βρισιές, όλα μπλεγμένα όμορφα στο ηδονικό σέικερ της νίκης. Ένας ουδέτερος, άσχετος, παρατηρητής, μάλλον θα έβρισκε αστείο αυτό το κοντράστ. Ένας κλισέ αρχισυντάκτης θα του έβαζε τίτλο «τα παιδία παίζει». Κάποιος από τους πρωταγωνιστές, νικητής ή ηττημένος, θα έλεγε απλά ότι ανήκει στα Αγόρια Που Αρνούνται Να Μεγαλώσουν.
Λίγες ώρες πιο μετά, οδός Λιοσίων, Gagarin. Μια άλλη ομάδα, επίσης από 30-somethings, παρακολουθεί το (καθιερωμένο από το 2007 που επέστρεψαν) μαγιάτικο live των Last Drive. Την καθημερινή «εαρινή σύναξη των γκαραζοφυλάκων» (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων). Ξέρουν καλά τι θα δουν, αν και το καινούριο κομμάτι “Always The Sun” περασμένο από εφέ της προχωρημένης βραχνάδας του Γιώργου Καρανικόλα είναι εντυπωσιακό και γκελάρει αστραπιαία. Γύρω τους είναι οι πιτσιρικάδες που ανέλαβαν να πιέσουν τους Drive να αναβιώσουν εδώ και μια οκταετία το μύθο τους (όπως τους άρμοζε), οι συνομήλικοι που συνομολογούν ιερόσυλα προς τους Clash ότι βλέπουν τη δική τους «μόνη μπάντα που μετράει» και οι βετεράνοι των αθηναϊκών 80s με τη νοσταλγική αμηχανία απέναντι στη μυθοποίηση της νιότης τους από τα εναλλακτικά (σόσιαλ) μίντια του σήμερα. Αυτά είναι θεωρίες, όμως. Δεν είναι ροκ εν ρολ. Κάποια στιγμή (στο “Baby It’s Real”; στο “The Bad Roads”;), οι ήρωές μας γίνονται μαλλιά-κουβάρια, χοροπηδώντας σαν τα κατσίκια με ανθρώπους που έχουν σαφέστατα περισσότερους λόγους να οδηγούν το pogo. Γιατί είναι μικρότεροι, πιο θερμόαιμοι, καταλληλότεροι για τη θέση μπροστά στο κάγκελο. Ή μήπως όχι; Αυτοί δεν είναι μπερδεμένοι, δε βρίσκονται ακόμα σε κανένα μεταίχμιο, είναι λιγότερο ανασφαλείς, έχουν λιγότερες υποχρεώσεις (τις οποίες δεν έχουν μετατρέψει σε προσδοκίες) – καριέρες, παιδιά, σπίτια, λογαριασμοί και το υπόλοιπο μικροαστικό ποίημα φαίνεται ακόμα μακριά. Οι φίλοι μας ξελαρυγγιάζονται, τραγουδώντας στο φινάλε με όλη τους την ορμή το εκστατικό “Louie Louie”, γιατί έχουν τελικά περισσότερους λόγους να ξεσπάσουν. Ανήκουν στην πολυπληθή φυλή που βασανίζεται επειδή είναι τα Αγόρια Που Αρνούνται Να Μεγαλώσουν.
Για το φινάλε του Mad Men θέλω να γράψω. Για τη Δευτέρα βράδυ που, μπροστά από οθόνες διαφορετικών συσκευών και μεγεθών, ανάμεσα σε όλον τον υπόλοιπο πλανήτη κάθισαν να δουν την κατάληξή του και όλοι αυτοί οι προαναφερθέντες 30-somethings. Που «είχαν να εμπλακούν τόσο με τα καθέκαστα ενός γκρουπ χαρακτήρων από την εποχή του Six Feet Under» όπως έγραψε στο δικό του απολαυστικό farewell ο Δημήτρης Πολιτάκης, όχι μόνο γιατί είναι ψώνια και πιστεύουν ότι τα σίριαλ γράφονται γι’ αυτούς τους ίδιους (αυτή δεν είναι όμως και η μεγάλη μαγκιά, το κρίσιμο σημείο που η μυθοπλασία κρίνεται επιτυχημένη;), αλλά και γιατί ο Ντον Ντρέιπερ ενσάρκωσε, με τις διάφορες μεταπτώσεις του, ένα συγκεκριμένο αρσενικό καλούπι. Αυτήν την εβδομάδα μπορείτε να διαβάσετε εκατομμύρια λέξεων για το φινάλε και κυρίως το legacy του Mad Men. Μιας και η σειρά ήταν όντως βραδύκαυστη, ομολογώ ότι με κράτησε στους πρώτους κύκλους για την εκπληκτική ακρίβεια με την οποία αποτύπωσε την εποχή της, εξελισσόμενη επεισόδιο το επεισόδιο σε μια συναρπαστική τοιχογραφία/ηθογραφία της πιο σημαντικής δεκαετίας τουλάχιστον του περασμένου αιώνα, των καθοριστικών 60s. Όμως πέρα από αυτό, ειδικά από την στιγμή που ο Ντον άρχισε να πέφτει, κάθε επεισόδιο άρχισε να γίνεται ντιβάνι ερασιτεχνικής (αυτο)ψυχανάλυσης. Εμείς δε γεννηθήκαμε σε μπουρδέλο, δεν πήραμε την ταυτότητα κάποιου άλλου, δεν σκοτώσαμε κατά λάθος τον διοικητή μας στην Κορέα, δε θα παντρευτούμε τρεις φορές, μάλλον δε θα γνωρίσουμε ποτέ σε τέτοια ένταση το σκαμπανέβασμα ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία, αλλά ο ρόλος του Ντον αποτέλεσε ένα πρότυπο. Όχι απαραίτητα θετικό. Στους πρώτους κύκλους συμβόλιζε όλα όσα σε κάποια στιγμή της ζωής σου ίσως αποστρέφεσαι. Ένας (Ρεπουμπλικάνος;) άνθρωπος της αγοράς, ο μάτσο οικογενειάρχης που δε θέλει να ανατρέψει τα κοινωνικά πρότυπα παρότι αλλάζουν τόσο δραστικά γύρω του αλλά αγωνίζεται να αναδειχθεί μέσα από αυτά, ο κοστουμάτος ταλαντούχος που γλυκομιλά στους πελάτες για να πάρει το πράσινο φως να μετατρέψει τις επιθυμίες των ανθρώπων σε ανάγκες (το αιώνιο debate κάθε τάξης που διδάσκεται marketing και σέβεται τον εαυτό της) ακριβώς επειδή έχει βρεθεί και στις δύο μεριές και τους ξέρει καλά, ο μπερμπάντης που ισοπεδώνει τους γύρω του με την παρουσία του και γνωρίζει ότι το σεξ είναι η ύψιστη μορφή εξουσίας (γι’ αυτό κι εθίζεται σε αυτό). Στην πορεία όμως ο Ντον Ντρέιπερ βυθίζεται στην παρακμή. Κάθε μορφής. Προσωπική, επαγγελματική, συναισθηματική. Γίνεται όλο και περισσότερο αποσυνάγωγος, περνάει από το στάδιο του περίγελου, υποβαθμίζεται ταπεινωμένος, όλα εκείνα τα εργαλεία που τον κινητοποιούσαν λειτουργούν πια εναντίον του. Τι τον κρατάει ζωντανό, όπως βγαίνει μέσα κι από το θαυμάσια διφορούμενο, τόσο κυνικό όσο και χαρμόσυνο, φινάλε; Ίσως η πιο συντηρητική πλευρά του αρσενικού υπαρξιακού ζητήματος. Το Καθήκον του να Παρέχει. Είτε του μεγαλώνει τα παιδιά κάποιος άλλος, είτε ζει σε ένα άδειο από έπιπλα σπίτι αλλά στέκεται ιδιαίτερα γενναιόδωρος απέναντι στη γυναίκα που του το άδειασε, είτε αναζητά μια σερβιτόρα ως Κερουακικός ήρωας στη Δυτική Ακτή μοιράζοντας αριστερά και δεξιά τα λιγοστά υπάρχοντά του. Αυτή η αποστολή του Provider, προς τον εαυτό του και προς όσα νοιάζεται γύρω του, είναι πιθανότατα που τον αποτρέπει από το να φουντάρει όπως όλοι μαντέψαμε κάποια στιγμή μέσα στη σειρά. Αυτή δηλαδή η ταυτότητα που φοβούνται (ή πασχίζουν;) να αναλάβουν στο μεταίχμιο νεότητας και ωριμότητας τα Αγόρια Που Αρνούνται Να Μεγαλώσουν και προσπαθούν να παρατείνουν το πάρτι (ή ζητάνε ένα ακόμα encore από τους Drive). Αλλά, μπορεί να είναι και απλά τηλεόραση όλα αυτά, είναι «στα ψέματα» που λέει και η γιαγιά μου…