Αριστερά δεξιά γράφεται, δίκην χαρμόσυνης υπερβολής, ότι η φετινή παρουσία της Ελλάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο ήταν «η καλύτερη όλων των εποχών». Μπορεί να μην είχε ιστορικές στιγμές όπως η κούρσα της Πατουλίδου και η κραυγή του Πύρρου από τη Βαρκελώνη του ’92, μπορεί να μη σημειώθηκε μια τιτάνια έκπληξη όπως εκείνη του Κεντέρη στο Σίδνεϋ το 2000, μπορεί τα μετάλλια να μην ήρθαν βροχή όπως στην Αθήνα το 2004, όμως μια άλλη έλλειψη ήταν τελικά σημαντικότερη. Η ελληνική συμμετοχή στην Ολυμπιάδα του 2016 δεν είχε σκιές. Είχε 6 μετάλλια «μνημονιακά» (με την έννοια ότι προετοιμάστηκαν σε καιρό σκληρής οικονομικής κρίσης), 6 μετάλλια χωρίς ψιθύρους και καταγγελίες (τουλάχιστον ως τώρα κι ελπίζουμε δια παντώς). Χωρίς «ατυχήματα» που υποτιμούν την παγκόσμια νοημοσύνη σαν εκείνο των Κεντέρη-Θάνου, χωρίς αποθέωση της χυδαίας κυνικότητας του «ντοπαρισμένος είναι μόνο αυτός που πιάνεται» του Χρήστου Τζέκου, χωρίς σταρ που μιλάνε για τον εαυτό τους σε τρίτο πρόσωπο κι εκστομίζουν φριχτές κορώνες για «ξεχωριστό ελληνικό DNA».
Και τότε γιατί δεν το χαιρόμαστε; Γιατί εδώ και 20 μέρες ξεκατινιαζόμαστε σε παραδοσιακά και social media βουτώντας τις διακρίσεις σε μια ανυπόφορη μιζέρια; Και, κυρίως, γιατί τσιμπάνε και οι πρωταγωνιστές, οι κάτοχοι των μεταλλίων, και συμμετέχουν, αν και πρωταθλητές, στη συνωμοσία των μετρίων;
Όλα ξεκίνησαν με τα το καλό σημάδι της Άννας Κορακάκη. Βοήθησε κι ο ζεστός μήνας Αύγουστος που δεν παλεύεται αν τον περνάς στο facebook. Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές, λίγο πολύ αναμενόμενες. Από τη μία οι κλασικοί «πού είναι το κράτος;» να παραπονούνται γιατί ως παραδοσιακή δύναμη στην σκοποβολή από αρχαιοτάτων χρόνων δεν έχουμε ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης του σπορ στην πατρίδα μας που θα γεννήσει έναν Γουλιέλμο Τέλλο σε κάθε ελληνικό σπίτι (τι πιστόλι, τι τόξο, κέντρο να βρίσκει είναι ο σκοπός). Κι από την άλλη, η στάνταρ ξυνίλα του «αφού δεν έχετε ξαναδεί ποτέ σκοποβολή πώς τολμάτε και πανηγυρίζετε;». Και δώστου οξείες αντιπαράθεσεις μπροστά σε ιδρωμένες οθόνες με φωτό από την «παράγκα» που προπονείτο η ολυμπιονίκης να ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Παρότι, η ίδια και ο προπονητής-πατέρας της κράτησαν χαμηλά τους τόνους και δε γκρίνιαξαν.
Μετά ήταν η παραδοσιακή, κι εν μέρει δικαιολογημένη, γκρίνια για την αποκρουστική λεζάντα, πολιτικών, παραγόντων και κάθε λογής παρατρεχάμενων στο πανηγυρικό κάδρο των αναμνηστικών φωτογραφιών. «Τους έχουν χεσμένους 4 χρόνια και μόλις είναι να πάρουν λίγη από τη δόξα τους πάνε και ποζάρουν στο πλευρό τους», η χαρακτηριστική επωδός. Η οποία μόλις οι VIPs έλαμψαν δια της απουσίας τους από την υποδοχή του Σπύρου Γιαννιώτη μετεξελίχθηκε από τους ίδιους ανθρώπους, τα ίδια accounts, τα ίδια media σε «ε βέβαια, άμα είσαι ασημένιος ούτε να σε φτύσουν». Τελικά, θέλουμε ή δε θέλουμε υποδοχές; Ποια είναι η ετυμηγορία;
Μέσα σε όλα αυτά συνέβη και η Ολυμπιάδα της «Αυγής». Μέσα στους εορτασμούς για τα 54α γενέθλιά της που γιόρτασε προχθές αποφάσισε να μη χαριστεί σε κανέναν (αρκεί να μη λέγεται Καμμένος ή Καραμανλής θα έλεγε κάποιος εγκάθετος). Ντοπαρισμένη από τη γλυκιά ουσία της εξουσίας, η ιστορική εφημερίδα τα έβαλε με τον Πύρρο Δήμα που πια δε λογίζεται ως Ολυμπιονίκης αλλά ΠΑΣΟΚος που ψήφιζε Μνημόνια (ο ίδιος εγκάθετος θα έλεγε ότι μνημόνια ψηφίζουν και οι ΣΥΡΙΖΑιοι βουλευτές κι ας μην έχουν υπάρξει Ολυμπιονίκες). Κάπου εκεί πήρε η μπάλα και το χρυσό κορίτσι του επί κοντώ, Κατερίνα Στεφανίδη, η οποία διερωτήθη στο twitter «τι είναι η Αυγή;» επιστρέφοντας στην Ελλάδα. Ένας άλλος εγκάθετος θα μπορούσε να πει ότι είναι η εφημερίδα που η Ολυμπιονίκης ενάμιση χρόνο πριν έδινε συνέντευξη, αλλά ίσως θα φοβόταν ότι θα είχε την ίδια τύχη με την παρουσιάστρια του ANT1 που δέχθηκε το παγωμένο άδειασμα από την «Κατερίνα των αιθέρων» στο απόσπασμα από το δελτίο ειδήσεων που ποστάρεται παντού με την ένδειξη «Κατερίνα, καλά τους τα πες»…
Το πρόγραμμα, μέχρι στιγμής, κλείνει με τη θυμωμένη μαμά Πετρούνια να καταχεριάζει τους δημοσιογράφους στο Ελευθέριος Βενιζέλος γιατί «ξεχνάνε όσους δεν έχουν κρεμασμένο μετάλλιο στο στήθος», διορθώνοντας- δίκαια- μερικά ατοπήματα στην κάλυψη των αγώνων. Και, φυσικά, με την απίθανη γκάφα της μη πρόσκλησης στο Προεδρικό Μέγαρο της Άννας Κορακάκη στην παραδοσιακή υποδοχή των oλυμπιονικών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Είτε η ευθύνη είναι της ΕΟΕ, είτε της ΠτΔ μιλάμε για φιάσκο που προκάλεσε μια δικαιολογημένη οξεία αντίδραση από την ολυμπιονίκη (που έβαλε και λίγη συνωμοσιολογία στο μενού κάνοντας λόγο για εσκεμμένη παράληψη).
Τι μας δείχνουν όλα αυτά; Σίγουρα ότι παραμένουμε ένα έθνος σε παράκρουση, έχουμε πανελληνίως τα νεύρα μας και δεν πρόκειται να καλμάρουμε προσεχώς. Αλλά και ότι, σε όλα τα επίπεδα έχουμε μια πολύ διαστρεβλωμένη αντίληψη περί αθλητισμού, πρωταθλητισμού και των διαφορών μεταξύ τους. Βασικά, έχουμε πλήρη άγνοια, γιατί έχουμε μάθει –ίσως λίγο παραπάνω από τον υπόλοιπο πλανήτη- να εκτιμάμε μόνο τη νίκη (να ετεροπροσδιοριζόμαστε για την ακρίβεια απ’ αυτήν) . Φυσικά, με κάθε μέσο.
Σε καμια χώρα του κόσμου, η σκοποβολή δεν είναι εθνικό άθλημα. Ούτε πρόκειται να γίνει. Σε καμιά χώρα του κόσμου, τα μίντια δεν ξεκινάνε τις αθλητικές τους ειδήσεις με τα νέα του επί κοντώ. Ούτε οι επικοντιστές (sic) είναι πουθενά σούπερ σταρ – κι αν συμβαίνει αυτό είναι επειδή λέγονται Σεργκέι Μπούμπκα (άρα άλλαξαν τους όρους του παιχνιδιού) ή Γελένα Ισινμπάγεβα κι εκτός από τρομερά αθλητικά πρόσοντα έχουν και υπέροχα μάτια. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτοί είναι οι εμπορικοί κανόνες του στυγνού (και στεγνού) πρωταθλητισμού.
Στις περισσότερες χώρες του κόσμου όμως, η αθλητική παιδεία αναπτύσσεται από το σχολείο, ο αθλητισμός είναι ερασιτεχνικός και μαζικός κι έχει σκοπό να παράξει fit ανθρώπους και όχι καφενόβιους που χαίρονται με πέτσινα πέναλτι. Οι χώρες αυτές παράγουν, επίσης, πρωταθλητές στα ολυμπιακά αθλήματα που ακολουθούν τον ίδιο μοναχικό δρόμο με τους δικούς μας. Απλά τους σέβονται κι αντι να τους ανταμείψουν κάνοντάς τους ανθυποσμηναγούς (όπως τα παλιά καλά ελληνικά χρόνια) τους παρέχουν τις στοιχειώδεις υποδομές για να προπονούνται με αξιοπρέπεια. Κι εκείνοι, παλεύοντας κυρίως με τον εαυτό τους, φτάνουν σε διακρίσεις στο όνομα του κόπου τους και όχι κατ’ ανάγκη στο όνομα ενός ολόκληρου λαού που διψάει για εθνικά ντελίρια. Καλλιεργώντας, παράλληλα με τις αθλητικές τους δεξιότητες, και το class να διαχειριστούν την επιτυχία χωρίς να ξοδεύονται σε αχρείαστα ξεκατινιάσματα (εκτός αν είσαι ο Γιουσέιν Μπολτ και σε έχουν αφήσει λυτό στο βραζιλιάνικο nightlife).
Κάτι παραπάνω θα ξέρει για όλα αυτά ο Σπύρος Γιαννιώτης. Έκλεισε την καριέρα του με έναν συγκλονιστικό αγώνα. Έχασε το χρυσό για κάτι πολύ λιγότερο από μια χεριά και παρολ’ αυτά χαρακτήρισε «δίκαιη» τη νίκη του αντιπάλου του, δεν υποστήριξε την ένσταση της ελληνικής πλευράς τηρώντας το fair play και δεν έδωσε – δημοσίως τουλάχιστον- δεκάρα αν τον υποδέχθηκαν ή όχι πολιτικάντηδες.
He stayed classy.