«Ξέρω ότι τα γεγονότα είναι πολύ πρόσφατα και ο καθένας από σας έχει γυρίσει γι’ αυτά το δικό του φιλμ. Το μόνο που σας ζητώ, για τις επόμενες δύο ώρες, είναι αν μπορείτε να το ξεχάσετε και να δείτε την δική μου ταινία. Και μετά να τις συγκρίνετε…».
Σε τόσο καλή φόρμα που σε προκαλεί να διπλοτσεκάρεις αν όντως έκλεισε τα 86 τον περασμένο Φεβρουάριο και με την ακαταμάχητη γαλλική προφορά των ελληνικών του να κερδίζει όπως πάντα τις αντυπώσεις, ο Κώστας Γαβράς είχε μόνο μια παράκληση από την σκηνή του Μεγάρου Μουσικής το περασμένο Σάββατο το απόγευμα πριν την προβολή του Ενήλικοι Στην Αίθουσα στο πλαίσιο της τελετής λήξης του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – «Νύχτες Πρεμιέρας».
Δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό που μας ζήτησε. Χύθηκε πολύ «κακό αίμα» εκείνο το εξάμηνο του 2015 και κάθε σκηνή της ταινίας, κάθε διάλογός της, προκαλεί συναγερμό στο θυμικό: υπενθυμίζει εμπρηστικά status updates, (διαδικτυακές) φιλίες που χάλασαν… για λίγα δις, προπαγάνδα και fake news, καβγάδες που στην πορεία αποδείχθηκαν τόσο μάταιοι καθώς η υπερπολιτικοποίηση έδινε σταδιακά τη θέση της στην κούραση.
Κι ο ίδιος όμως ο Γαβράς, ο δημιουργός που προσδιόρισε -τουλάχιστον στην από δω πλευρά του Ατλαντικού- την έννοια του «πολιτικού θρίλερ» δε μας βοηθάει να ξεκολλήσουμε. Δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να συζητήσουμε γιατί αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία για την διαπραγμάτευση χρησιμοποιώντας το ομώνυμο βιβλίο-απολογισμό του τότε υπουργού Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη, (η απάντηση δεν μπορεί να είναι πιο σύνθετη από ένα «γιατί έτσι ήθελε»). Όμως, σηκώνει πολλή κουβέντα το πώς το έκανε.
Αποφασίζοντας να ακολουθήσει πλήρως την χρονικά γραμμική αφήγηση του βιβλίου του Βαρουφάκη, ο Γαβράς παραδίδει κάτι που μοιάζει περισσότερο με δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ και λιγότερο με μια «πολιτική ταινία που στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα». Για 2 ώρες και 1 λεπτό, λοιπόν, παρακολουθούμε μια συλλογή από snapshots εμβληματικών περιστατικών εκείνης της περιόδου που δεν προσθέτουν και κάτι σε αυτά που (νομίζουμε ότι) ξέρουμε. Ενισχύουν τη λογική άσπρου-μαύρου, αδυνατώντας (ή αδιαφορωντας) να εξερευνήσουν τις όποιες γκρίζες ζώνες, χτίζοντας αντί να γκρεμίζουν στερεότυπα που τελικά τα γκρέμισε η ίδια η πραγματικότητα (με το μπουζουκάκι στη μουσική του Αλεξάντερ Ντεσπλά δυστυχώς να σιγοντάρει με μια εντελώς “Zorba, Retsina, Musaka” προσέγγιση). Και το κυριότερο: αφηγηματικά, όλα αυτά τα περιστατικά είναι άτσαλα ενωμένα μεταξύ τους γιατί εμφανίζεται σπανίως αυτή η θαυματουργή συγκολλητική ουσία που λέγεται «καλό σινεμά», σινεμά Κώστα Γαβρά δηλαδή. Αυτή η ουσία που παρουσιάζει τις δεύτερες σκέψεις, τον εσωτερικό μονόλογο, τα πιθανά λάθη και τις ρωγμές στο προσωπείο των ηρώων του δράματος. Αυτή που υπενθυμίζει ότι μιλάμε για χαρακτήρες και όχι απλά για φιγούρες ή ρόλους.
Ο Γαβράς, που υπογράφει και το σενάριο, παρότι έκανε και τη δική του έρευνα (όπως δήλωσε και στη συνέντευξή του στην Popaganda), δυστυχώς δεν αυθαιρετεί πουθενά. Όχι μόνο για να αμφισβητήσει την κυρίαρχη αφήγηση του Βαρουφάκη – πόσο μάλλον για να του ασκήσει κριτική – αλλά για να μας δώσει την ανθρώπινη διάσταση του δράματος. Ίσως η μόνη τέτοια στιγμή του φιλμ είναι όταν η ελληνική πλευρά παζαρεύει με τον Βιμς (δηλαδή τον Βίζερ) πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ άπαντες γλύφουν τα δάχτυλά τους ξεκοκκαλίζοντας το κατσικάκι (;) που έχει βάλει πριν στον φούρνο η Δανάη Στράτου. Αυτές οι παρωνυχίδες, οι υποπλοκές (ίσως ασήμαντες για την ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά σημαντικές για να καταλάβουμε τους ανθρώπους που την κουβάλησαν έστω για λίγο στις πλάτες τους) είτε λείπουν είτε εξυπηρετούν κάπως κοντόφθαλμα τον Γιάνη. Όταν ξοδεύονται, ας πούμε, τόσες σκηνές/ατάκες, σε πλήρως απολογητικό ύφος, για να δικαιολογηθεί το πολυσυζητημένο casual ντύσιμο της επίσκεψης στο Λονδίνο (επειδή είχε ξεχαστεί το υπουργικό κοστούμι σε ταξί), θες δε θες, σου λείπει η αντίστοιχη «απολογία» για ένα σωρό πράγματα π.χ. για τη φωτογράφιση στο Paris Match.
Είναι προφανές ότι ο Βαρουφάκης είναι το πιο «κινηματογραφικό» πρόσωπο εκείνης της περιόδου. Είναι ακόμα πιο προφανές, όσο κι αν κάνουμε ότι δεν το βλέπουμε στην Ελλάδα, ότι είναι η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα της ελληνικής κρίσης. Για κάθε Brian Eno που συντάσσεται μαζί του, για κάθε Guardian που τον βάζει στην «100αδα με τα καλύτερα βιβλία του 21ου αιώνα», για κάθε διεθνές τηλεοπτικό δίκτυο που τον θέλει στο παράθυρό του. Το χάρισμά του ξεδιπλώνεται πλήρως στην μεγάλη οθόνη από την ψαρωτική ερμηνεία του Χρήστου Λούλη που, πέρα από φωνή και λουκ, καταφέρνει να σταθεί στιβαρά στη λεπτή γραμμή μεταξύ «αγγλοσαξονικής αυτοπεποίθησης» και «μεσογειακού ναρκισσισμού». Δε μαθαίνουμε ποτέ όμως πώς ο Βαρουφάκης απορρόφησε το σοκ της σύγκρουσης του οικονομολόγου με τον πολιτικό, μοιάζει σαν να μην επιτρέπεται να τον δούμε τσαλακωμένο μετά το «παρκάρισμά» του που ακολούθησε το επεισοδιακό Eurogroup στη Ρίγα, διάολε δε μαθαίνουμε καν γιατί απ’ όλους κι απ’ όλα αγαπάει πιο πολύ την Κριστίν Λαγκάρντ 🙂
Μοιραία η ταινία καταλήγει να παρουσιάσει τον Γιάνη ως έναν ατρόμητο σούπερ ήρωα που περιστοιχίζεται απο καρικατούρες: από τη μία τα ανόητα, ανασφαλή, απροετοίμαστα, αγόμενα και φερόμενα στελέχη της κυβέρνησης Τσίπρα (μηδέ εξαιρουμένου του ίδιου του πρώην πρωθυπουργού, με πιο κραυγαλέο παράδειγμα τον Γιώργο Χουλιαράκη που παρουσιάζεται περίπου ως «Αρτέμης Μάτσας»), κι από την άλλη οι Πάρα Πολύ Κακοί Τεχνοκράτες Ευρωπαίοι («ασθένεια» από την οποία υπέφερε και η τελευταία ταινία του Γαβρά, Το Κεφάλαιο, με τους Πάρα Πολυ Κακούς Χρηματιστές).
Αισθάνομαι, κι εδω αυθαιρετώ απολύτως εγώ, ότι ο Γαβράς δεν ενδιαφέρθηκε και πολύ για το αν θα φανεί (ή θα γίνει) αιχμάλωτος του Βαρουφάκη ή αν θα παραδώσει μια λίγο ή πολύ «αγιογραφία» του. Έχοντας πρόσβαση στα ηχητικά ντοκουμέντα του πρώην υπουργού, κάνει -ως αληθινός Ευρωπαίος κι όχι αυτοανακηρυσσόμενος Ευρωπαϊστής- μια ταινία «θυμού» γι’ αυτό στο οποίο εξελίχθηκε η Ευρώπη. Ένα μόρφωμα, στο οποίο η πολιτική ειναι περίπου αναγκαίο κακό μπροστά στην τεχνοκρατική πανάκεια που εκφράζεται από… μέτριους τεχνοκράτες με ανύπαρκτη θεσμική νομιμοποίηση (η σκηνή που ο Ντάισελμπλουμ ομολογεί ότι το Eurogroup είναι «ανεπίσημο όργανο» δίνει στο φιλμ έναν πιο εύστοχο τόνο, εκείνον της μαύρης κωμωδίας). Είναι θυμωμένος γιατί «ο Ντάισελμπλουμ είπε ότι το χρέος δημιουργήθηκε γιατί φάγαμε τα λεφτά σε γυναίκες και ποτά. Είναι βλακώδης άποψη, αλλά πίσω από τη βλακεία υπάρχει ο ρατσισμός», για να ξαναγυρίσουμε στη συνέντευξη που έδωσε στον Θεοδόση Μίχο.
Αλλά συνήθως ο θυμός προκαλεί εκτροχιασμό και η ταινία έχει χτυπητές αδυναμίες. Είναι το κοινό συμπέρασμα των (κινηματογραφικών) κριτικών που θα διαβάσετε σήμερα. Θα μπορούσε όμως να χρησιμοποιηθεί για να ανοίξει μια πιο ψύχραιμη κουβέντα για την περίοδο της διαπραγμάτευσης. Κάτι που δε θα γίνει γιατί ειναι συγκλονιστικά χαμηλό το επίπεδο της κριτικής που κάνουν οι haters. Ένα εκρηκτικό μείγμα ασχετοσύνης και σκοπιμότητας που θεώρησε αρχικά το cash rebate «χρηματοδότηση της ταινίας από τον ΣΥΡΙΖΑ» (ότι η προαναφερθείσα πρόταση περιέχει πολλαπλά άλματα λογικής δεν φάνηκε να απασχόλεί κανέναν), στη συνέχεια συνασπίστηκε για να θάψει ομαδόν το φιλμ στο IMDb (αναγκάζοντας την πλατφόρμα να σβήσει κριτικές/βαθμολογίες), αναζήτησε κάτι που δεν υπάρχει («αντικειμενικότητα» σε μια κινηματογραφική ταινία) ενώ στην πιο ψύχραιμη εκδοχή του οχυρώνεται πίσω από το “too soon”: «Επέλεξε να κάνει πολύ γρήγορα την ταινία», «όλα τα πρόσωπα είναι εν ζωή», είναι λογικό να συζητάμε με τέτοια επιχειρήματα σε μια χώρα που σχεδόν δε διδάσκει την ιστορία του τελευταίου αιώνα στα σχολεία της. (Για να αποκατασταθεί η ψεκασμένη ισορροπία ανάλογο κλίμα αρχίζει ήδη να φτιάχνεται για το ντοκιμαντέρ για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, Ορεινές Συμφωνίες, που βγαίνει τέλη Οκτώβρη.)
Στην πραγματικότητα βέβαια αυτό που υπερασπίζονται όσοι αντιδρούν στο ίδιο το γεγονός της ταινίας του Γαβρά (χωρίς φυσικά να την έχουν δει) είναι το μονοπώλιο στη διαμόρφωση της ιστορίας. Φωτογραφίες από ΑΤΜ στη Νότια Αφρική, ρεπόρτερ που ανακαλύπτουν επεισόδια σε σιωπηλές ουρές σε τράπεζες, ματαιωμένα τσάμικα στο Σύνταγμα, ο ανταποκριτής του CNN να πανηγυρίζει σε αντίστροφη μέτρηση τη χρεοκοπία και «ο Βαρουφάκης που μας κόστισε -insert random number – δισεκατομμύρια ευρώ». Γιατί να θυμόμαστε διαφορετικά το 2015;