Τελικά, το νταούλι το κρατάει ο Πάνος Καμμένος…

Ακριβώς δύο χρόνια πριν. Νοέμβριος προς Δεκέμβριο του 2014. Σχεδόν προεκλογική περίοδος, άλλωστε όλοι το περίμεναν ότι οι διαδικασίες για την ανάδειξη του ΠτΔ στις κάλπες θα οδηγούσαν. Ο Αλέξης Τσίπρας κάνει, λοιπόν, σχεδόν προεκλογική περιοδεία και με την κάψα του πρωθυπουργού εν αναμονή που ακόμα πιστεύει ότι η ελπίδα έρχεται, άρα πεθαίνει τελευταία (και όχι πρώτη μετα από ένα 17ωρο Eurogroup). Έχει βρει ένα ωραίο ρεφρέν. «Εμείς θα βαράμε τα νταούλια και θα χορεύουν οι αγορές» λέει στις 28/11 στη Λαμία. Το σύνθημα είναι ομολογουμένως πιασάρικο, γραφεί καλά τόσο στα σόσιαλ μίντια όσο και στα παραδοσιακά μέσα, συνοδεύεται από το πλατύ χαμόγελο του φιλόδοξου νεαρού πολιτικού που ξεχειλίζει από την αυτοπεποίθηση του ιδανικού timing. Αναπόφευκτα, το ρεφρέν επαναλαμβάνεται. Δύο εβδομάδες αργότερα στο Ηράκλειο της Κρήτης. Με τις απαραίτητες προσαρμογές. Το νταούλι έγινε λύρα και οι αγορές κλήθηκαν να λικνιστούν σε πεντοζάλη.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο φιλόδοξος νεαρός πολιτικός έγινε επιτέλους πρωθυπουργός, το χαμόγελο έγινε έρπης, οι πόζες του πια βγάζουν περισσότερο αμηχανία και λιγότερο αποφασιστικότητα μετά τη σύγκρουση με την πραγματικότητα της «μη εναλλακτικής».

Το νταούλι όμως εξακολουθεί να υπάρχει. Το κρατάει ο Πάνος Καμμένος. Και στους εθνικιστικούς ρυθμούς του χορεύει η κυβέρνηση, όπως είδαμε και στην πρόσφατη ντροπιαστική φωτογραφία από το Καστελόριζο.

Θα μπορούσε να επιστρατεύσει κανείς όλον τον πολιτικό πραγματισμό του και τη μέγιστη διαθέσιμη καλή προαίρεση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και να πει ότι η τερατογένεση της συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ ήταν ο μόνος ασφαλής δρόμος του για την εξουσία. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν το πρώτο ακροδεξιό δεκανίκι για να σταθεί στα πόδια της κυβέρνηση στην εποχή της Κρίσης. Ας θυμηθούμε τις ένδοξες ημέρες της τριμερούς ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ.

Θα μπορούσε, μάλιστα, να διαβάσει κυνικά τα πράγματα και να αποκωδικοποιήσει αυτήν την αταίριαστη κυβερνητική συνύπαρξη ως αξής: Οι ΑΝΕΛ διατηρούν τη συντηρητική τους ατζέντα και δεν ψηφίζουν σύμφωνα συμβίωσης και λοιπές «αριστερίλες», ασκούν επιρροή σε κρίσιμους χώρους όπως ο στρατός και η εκκλησία, προκαλούν για το θεαθήναι μίνι κρίσεις όπως με τον Μουζάλα και τη Μακεδονία. Κι επειδή όλοι καταλαβαίνουμε ότι τα τελευταία δύο χρόνια είναι το «πάρτυ της ζωής» του Πάνου Καμμένου, κάποιος (είπαμε με τη μέγιστη δυνατή καλή προαίρεση) θα μπορούσε να δικαιολογήσει ως «αναγκαίο κακό» κάτι κιτς παραληρήματα σε παρελάσεις κι εθνικές εορτές με μαχητικά να πετούν χαμηλά και παραδοσιακές φορεσιές να βγαίνουν από τις ντουλάπες.

Σε αυτό το πλαίσιο, αν και η πολιτική ανεκτικότητα ήδη βρίσκεται στα κόκκινα, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι και η φωτογραφία στο Καστελόριζο ήταν αναπόφευκτη. Δε διαλέγουμε πάντα με ποιους είμαστε στο κάδρο, μερικές φορές οι δημόσιες εμφανίσεις προκαλούν συγχρωτισμούς δυσφορίας.

Όμως, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Η καλή προαίρεση σταματά εδώ. Στη φωτογραφία του Καστελόριζου. Εδώ που γινονται τα πράγματα επικίνδυνα (ή ντροπιαστικά, εξαρτάται πόσο «αριστερά» βλεπεις τα πράγματα). Εδώ που ο Πάνος Καμμένος αποφασίζει και διατάσσει με το έτσι θέλω ότι θα μεταφέρει την έδρα της Επιτροπής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής στο ακριτικό νησί, αψηφώντας τον πρόεδρό της Επιτροπής, βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστα Δουζίνα. Που πολύ λογικά είχε πει ότι δεν είναι καιρός αυτός να διαγωνιζόμαστε με τον Ερντογάν ποιος την έχει μεγαλύτερη. Την πρόκληση. Αψηφώντας και τα υπόλοιπα τρία κόμματα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Το Ποτάμι) που πολύ καλά έκαναν και δεν πήγαν. Πήγαν όμως βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, κάποτε ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος αν θυμάστε, όπως ο κ. Βίτσας και η κ. Αυλωνίτου και χωρίς κανέναν δισταγμό φωτογραφήθηκαν μαζί με τον Ράμπο ΥΠΕΘΑ και τους Κασιδιάρη-Παππά της Χρυσής Αυγής, μιας νεοναζιστικής οργάνωσης που εδρεύει στο κοινοβούλιο και κατηγορείται στα δικαστήρια.

Το πιο αποκρουστικό της υπόθεσης δεν είναι (μόνο) το ξέπλυμα, όπως λέγεται παντού. Έτσι κι αλλιώς όποιος δε θέλει να τους ξεπλύνει, δε θα το κάνει με ένα κλικ. Το αποκρουστικό είναι το υπόρρητο των φωτογραφιών. Ο αυτοπροσδιορισμός όσων ήταν εκεί ως «πατριδοφύλακες». Κυβέρνηση και φασίστες – ΣΥΡΙΖΑ μαζί με ΑΝΕΛ, μαζί με Χρυσή Αυγή. Κι αν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ «παρασύρθηκαν» ή «δεν ήξεραν», αφενός μεν «γιατί δεν ρώταγαν» κι αφετέρου δε γιατί δεν τους ανακάλεσε στην τάξη η πλατεία Κουμουνδούρου; Γιατί σιωπά εκκωφαντικά, όπως κάθε φορά που ο Πάνος Καμμένος έχει μια καινούρια φανταστική ιδέα (ή κάθε φορά που ο κάθε Κατσίκης ξεσπά σε ομοφοβικό παραλήρημα και τα έδρανα του ΣΥΡΙΖΑ πετάνε χαρταετό, πλην του πάντα συνεπούς Χρήστου Καραγιαννίδη);

Ο ΣΥΡΙΖΑ δούλεψε καλά με τους συμβολισμούς. Ως αντιπολίτευση και στις πρώτες του μέρες ως κυβέρνηση. Πια, κι ενώ η κανονική πολιτική τρέχει με τις χλιαρά θετικές εξελίξεις από το Eurogroup, οι συμβολισμοί θετικού προσήμου έχουν σωθεί. Μένουν εκείνοι που προκαλουν αρνητική εικόνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδεικτικά αδιαφορεί γι’ αυτούς, με κάθε τρόπο φωνάζει ότι τον ενδιαφέρει μόνο η διατήρηση και η άσκηση της εξουσίας. Μεγάλωσε; Ωρίμασε; Έμαθε άραγε ότι το αντίτιμο της εξουσίας που επέλεξε είναι να γίνει το μπαλέτο του Πάνου Καμμένου;

Παναγιώτης Μένεγος