Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν είναι απλά εκείνη η περίπτωση του μετανάστη που δεν είχε στον ήλιο μοίρα και ξεκινώντας διστακτικά από τα γήπεδα των Σεπολίων και του Ζωγράφου έφτασε να παίζει με τους καλύτερους στον κόσμο βγάζοντας τα προς το ευ ζειν στα γήπεδα του ΝΒΑ.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι το παιδί των φαναριών που δεν είχε εξασφαλισμένο κάθε μέρα φαγητό στο πιάτο του, δεν είχε χαρτιά μέχρι να ενηλικιωθεί, δεν έπαιξε ποτέ στον Παναθηναϊκό ή τον Ολυμπιακό κι αυτήν την στιγμή είναι ο, κατα το ισχυρό τεκμήριο του βραβείου MVP (που είναι εξαιρετικά πιθανό να ξαναπάρει φέτος), ο Καλύτερος Μπασκετμπολίστας στον Κόσμο. Είδωλο εκατομμυρίων μικρών και μεγάλων παιδιών, μήλον της έριδος για δεκάδες brands με παγκόσμια ή εγχώρια απήχηση, αθλητής που έχει λανσάρει δική του γραμμή signature παπουτσιού, (αναπόφευκτα) spokesperson της Black Lives Matter συνθήκης, ένας επαγγελματίας που ετοιμάζεται το επόμενο καλοκαίρι να βάλει την υπογραφή του σε συμβόλαιο 250 εκατομμυρίων δολαρίων.
Το μέγεθός του είναι πια ασήκωτο, η λάμψη του εκτυφλωτική. Όσο κι αν είναι εντελώς αδόκιμο να συγκρίνουμε την πορεία ενός ανθρώπου με εκείνη των πολιτών ενός κράτους, ο Γιάννης καθημερινά καλείται να γεμίσει τα παπούτσια ενός σταρ απλησίαστου βεληνεκούς κι εμείς να επιβιώσουμε είτε μέσα στην πραγματικότητα μιας νέας οικονομικής κρίσης, είτε σε φθηνές αντιπαραθέσεις για ελικόπτερα και πρωθυπουργικά αεροσκάφη στα σόσιαλ μίντια. Κοινώς, χωρίς να προκύπτει από κάπου ότι έχει (ή ότι θέλει να) ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, ο Γιάννης κινείται σε μια στρατόσφαιρα που πια «δε μας βλέπει». Κανείς δεν αμφισβητεί ότι το αξίζει. Είναι όμως αυτο το κοντράστ της δικής του ασύλληπτης προόδου με τη δική μας συντηρητική στασιμότητα που μας εμποδίζει να τον «χρησιμοποιήσουμε» ως το σύμβολο που θα πάει την κοινωνία μας λίγο πιο μπροστά. Ή, έστω μας εμποδίζει να το κάνουμε στο μέγιστο βαθμό, όπως δείχνει η παραφιλολογία των τελευταίων ημερών μετά το μίνι ντοκιμαντέρ του Bleacher Report (το οποίο μάλιστα έχει κατέβει προσθέτοντας λίγη αύρα συνωμοσιολογίας στις «ελληνικές» αντιδράσεις).
Δύο είναι λοιπόν οι κύριες στερεότυπες αντιδράσεις της ελληνικής κοινής γνώμης στην «υπόθεση Αντετοκούνμπο». Και οι δύο (όχι μόνο η προφανής μία) λάθος, κατά τη γνώμη μου.
Πρώτα, είναι αυτό το «ο Γιάννης δε μας αξίζει» που πατάει γερά στη βάση του ελληνικού επαρχιωτισμού. Βάζει τον Αντετοκούνμπο σε ένα απυρόβλητο, τον «εξωτικοποιεί» επικίνδυνα (αν προσθέσουμε και τη φυλετική διάσταση), μετατρέπει τις μεταδόσεις όταν παίζει από ενθουσιώδεις σε γραφικές, δεν επισημαίνει τα δικά του επικοινωνιακά λάθη (π.χ. ο τρόπος που χειρίστηκε την αποχώρηση από την Εθνική το καλοκαίρι του 2017), καμιά φορά τον απαλλάσσει από την αγωνιστική κριτική σε αποτυχίες σαν την περσινή στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα που για πολλούς «έφταιγαν όλοι οι άλλοι εκτός από τον Γιάννη». Συμφωνώ, όλα αυτά αναφέρονται κατά βάση στο μπάσκετ και είναι δικαίως δευτερεύοντα. Κοινος τους τόπος είναι όμως ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ως «κοινό κτήμα», ως «εθνικό αγαθό». Μόνο που ο Γιάννης δεν είναι προϊόν καμιάς εθνικής αθλητικής παραγωγικής διαδικασίας, ήταν για 18 χρόνια ένας άνθρωπος αόρατος. Και θα ήταν τέτοιος ακόμα, αν ήταν 30 πόντους πιο κοντός.
Μετά είναι αυτό που μας απασχολεί τα τελευταία 24ωρα: το «στην υγειά του αχάριστου Giannis», μια διασκευή που στηρίζεται στον -κάνουμε μονίμως πως δεν τον βλέπουμε- ελληνικό ρατσισμό. Τι είπε ο Γιάννης (κι ο αδερφός του Θανάσης) στο ντοκιμαντέρ και δεν ισχύει; Μήπως δεν είναι η Ελλάδα «μια χώρα λευκών»; Μήπως τον διευκόλυνε καθόλου η χώρα στην οποία γεννήθηκε που του στερούσε την ιθαγένεια, δηλαδή την αξιοπρέπεια, μέχρι να φανεί η προοπτική του; Μήπως υπήρξαν πολλοί που τον στήριξαν όσο ο πρώτος του προπονητής η ο καφετζής που του έδινε «ένα σάντουιτς και μια πορτοκαλάδα» παρά τα σχόλια της γειτονιάς;
Τον πρωτόγονο λούμπεν εθνικισμό τον έχουμε δει, δυστυχώς, από την πολύ ανάποδη στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία. Ως ψήφο που έβαλε τους ναζί στη Βουλή, ως φωτιά που καίει δομές προσφύγων, ως μαχαίρι που σφάζει μετανάστη, ως δήθεν «αντισυστημικότητα». Τον έχουμε δει να στρέφεται εναντίον του ανώνυμου, του αδύναμου, του αβοήθητου, όπως λίγο πολύ συμβαίνει αυτά τα χρόνια σε όλον τον κόσμο. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι όμως επώνυμος, αξιοσέβαστος, πανίσχυρος. Και γι’ αυτό τριγκάρει, κι απελευθερώνει πια, τον εθνικισμό της γραβάτας και του πτυχίου. Με κορωνίδες το πολυσυζητημένο ανιστόρητο άρθρο και τον απίθανο χούλιγκαν/εκπαιδευτή προσφύγων Καλέμη η κασέτα είναι κοινή: «Γιάννη, τίποτα δηλαδή δεν χρωστάς στην Ελλάδα;», «Γιάννη, είναι καλύτερα δηλαδή στην Αμερική που πρώτα σε σκοτώνουν και μετά ρωτάνε το ονομά σου;», «Γιάννη, αληθεια δεν έχεις δει μαύρους να οδηγάνε αμαξι στην Ελλάδα;». Λες και τα αδέρφια Αντετοκούνμπο (είτε για λόγους μάρκετινγκ, είτε από την καρδιά τους) δεν έχουν τονίσει επανειλλημμένα πόσο σημαντικό ήταν γι’ αυτούς (και τον μπαμπά τους) ότι πήγαν σχολείο στην Ελλάδα, λες κι έχει νόημα η φράση «λίγο ρατσιστής», λες και το το -έστω αφελές- παράδειγμα με τους οδηγούς αυτοκινήτων ήταν πιο σημαντικό από όσα είπαν τα αδέρφια στην καμέρα του doc σε σχέση με τον καθημερινό τρόμο της απέλασης των γονιών τους ή τη σειρά προτεραιότητας στο πολύ συχνά ανεπαρκές οικογενειακό τραπέζι.
«Το δίκαιο φτιάχνεται από την ηθική της εποχής», λέει σε κάποια στιγμή της παραπάνω συζήτησης η οικονομολόγος Ειρήνη Νιαμουάια Οντούλ. Θέμα της «9 Αφροέλληνες Συζητούν: Τι Σημαίνει Δεν Μπορώ να Αναπνεύσω στην Ελλάδα;» – με 25.000 προβολές σε λιγότερο από ένα πενθήμερο μάλλον θα έχει πέσει στην αντίληψή σας. Το 45λεπτό έχει μερικές συγκλονιστικές στιγμές, οι προτροπές αν είστε γονιός «να το δείξετε στα παιδιά σας» ή αν είστε δάσκαλος «να το παίξετε στην τάξη σας» ειναι κάτι παραπάνω από δικαιολογημένες. Πιο απλά, δείτε το.
Γιατί αν υπάρχει και στην Ελλάδα ενδημικός/συστημικός ρατσισμός δε χρειάζεται να το εξετάσουμε σε αντιπαραβολή με τη Μινεσότα των ΗΠΑ που δολοφονήθηκε ο Τζορτζ Φλόιντ. Δε χρειάζεται καν να πάμε μέχρι τη Μανωλάδα της Ηλείας. Ας ακούσουμε την Τζέσικα (που μιλάει και θες να την πάρεις χίλιες αγκαλιές) από τις γειτονιές της Αθήνας να εξηγεί με δάκρυα στα μάτια πώς κόπηκαν τα όνειρά της στον στίβο ή πώς αγγελίες για δουλειά ή διαμέρισμα είναι ανοιχτές στο τηλέφωνο αλλά παύουν να ισχύουν όταν την βλέπουν από κοντά (όπως και την Ελένη). Ή την Σολάσε να θυμάται τότε που Χρυσαυγίτες χτύπησαν τον αδερφό της. Ή τον Μανώλη να περιγράφει τον γραφειοκρατικό λαβύρινθο να αποδεικνύεις συνεχώς ότι υπάρχεις. Ή, ευτυχώς, τον Τζερόμ να εξηγεί πόσο πρωτόγνωρο ήταν που έπαιξε πρόσφατα σε ένα σίριαλ κι επιτέλους δεν του ζήτησαν να μιλήσει σπαστά ελληνικά.
Δυστυχώς, το πολιτικό ήθος της εποχής επιτρέπει να τους αποκαλείς «Ακενοτούμπο» και να μην σε αποβάλλει το πολιτικό σύστημα, να αγνοείς επιδεικτικά την ύπαρξη τους σαν στρουθοκάμηλος που κρύβει το κεφάλι του στην άμμο των σόσιαλ μίντια, να διορίζεις και να διατηρείς Καλέμηδες σε θέσεις με αυξημένη ανθρωπιστική ευθύνη. Με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, όμως, δύσκολα μπορεί να τα βάλει κανείς τους. Είναι εκεί εκπροσωπώντας το καλύτερο που μπορούμε να γίνουμε, υπενθυμίζοντας το χειρότερο που έχουμε υπάρξει (ή ακόμα είμαστε).
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην αξιοποιήσουμε τις ασίστ πάσες του.