Ένας Χρόνος Νέα Δημοκρατία: Η Λογοδοσία ως Κοινοτοπία

Όπως και να το δει κανείς, ο πρώτος χρόνος διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας μετα τη νίκη της στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 επισκιάζεται από την πανδημία. Κάθε απόπειρα αξιολόγησης του κυβερνητικού έργου ορίζεται από μια σύνθηκη τόσο πρωτόγνωρη που μοιάζει σαν να χώρισε τον χρόνο στα δύο: προ κορωνοϊού και μετά τον κορωνοϊό.

Αυτό λειτουργεί μάλλον θετικά για τη ΝΔ που όπως φαίνεται και στις δημοσκοπήσεις παίρνει, οριζοντίως του πολιτικού φάσματος, από καλό ως εξαιρετικό βαθμό στη διαχείριση της πανδημίας. Η χώρα μπήκε γρήγορα σε καραντίνα, η έξαρση δε συνέβη ποτέ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης βγήκε εντελώς μπροστά μετατρέποντας σε πολιτικό κεφάλαιο τα χαμηλά νούμερα των κρουσμάτων, το δίδυμο Σωτήρης Τσιόδρας-Νίκος Χαρδαλιάς λειτούργησε υποδειγματικά στην επικοινωνία. Φυσικά, συνέτρεξαν κι άλλοι παράγοντες: βοήθησε ότι η Ελλάδα είναι όντως «ευρωπαϊκή επαρχία» (ακόμα κι έτσι όμως παραμένει ουραγός σε θανάτους/εκατομμύριο πληθυσμού ανάμεσα στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης σύμφωνα με τον ECDC), ενώ η τρομακτική κατάσταση στην οικεία Ιταλία λειτούργησε ως έγκαιρο καμπανάκι, όχι μεγαλύτερο από τις τραγικές ελλείψεις του ΕΣΥ. Όλα αυτά διανθίζουν την κουβέντα, δεν αναιρούν ότι «η δουλειά έγινε». Μέχρι στιγμής, τουλάχιστον, που το τουριστικό άνοιγμα υπενθυμίζει ότι η οικονομία γίνεται ξανά η απόλυτη προτεραιότητα και το ενδεχόμενο δεύτερου κύματος κάνει τα νερά ακόμα πιο αχαρτογράφητα.

Το κυβερνητικό success story στην πανδημία είναι αναμφισβήτητο. Σε αντιθεση με το «οικονομικό θαύμα» που υποσχόταν η αυτοανακηρυσσόμενη ως «καλύτερη κυβέρνηση όλων των εποχών». Η ΝΔ παρέλαβε οικονομία με ρυθμό ανάπτυξης 2.8%, υποσχέθηκε να την πάει στο 4%, κι όμως γ’ και δ’ τρίμηνο του 2019 υποχώρησαν στο 2.3 κι 1.9%, αντίστοιχα (σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ). Η οικονομία δηλαδή, παρά τα ανάποδα τηλεοπτικά διαγράμματα, είχε μπει σε τροχιά ύφεσης πριν τον κορωνοϊό – ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, πάντως πανηγύριζε πριν λίγες μέρες για ύφεση «μόνο 0.9%» το πρώτο τρίμηνο του 2020.

Στο σποτ με το οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε τον δικό του απολογισμό για τον πρώτο χρόνο πρωθυπουργίας του αναφέρει: «Είναι πολλά αυτά που καταφέραμε. Μαζί. Μαζί γίναμε μια δυνατή γροθιά μόλις απειλήθηκε η εθνική μας κυριαρχία. Δείξαμε ότι η Ελλάδα δεν εκβιάζεται, προστατέψαμε τα σύνορά μας». Έχουν μεσολαβήσει πολλά είναι η αλήθεια, αλλά μάλλον θυμάστε ότι αυτό ήταν και το κυρίαρχο αφήγημα των ταραγμένων ημερών γύρω από την Καθαρή Δευτέρα. Τότε που η χώρα έπαιξε για λίγα 24ωρα «πόλεμο» με την κυβέρνηση να μιλά για «εισβολή», τα μίντια να συναγωνίζονται σε πατριωτικές κορώνες και fake news και μερικούς συμπατριώτες μας να παίρνουν τα όπλα φτιάχνοντας πολιτοφυλακές στον Έβρο. Ήταν ο τρόπος της κυβέρνησης να σπινάρει επικοινωνιακά το «μεταναστευτικό» που εξελισσόταν σε αγκάθι μιας και ήταν πρακτικά αδύνατο να εφαρμόσει τις εθνικιστικές προεκλογικές της υποσχέσεις που όλοι είδαμε τι ένταση δημιούργησαν στα νησιά – θυμηθείτε την απόβαση της ΕΛ.ΑΣ. στη Λέσβο που κατέληξε σε άτακτη φυγή. Τις παλινωδίες στο μεταναστευτικό ενίσχυσαν η ανεξήγητη κατάργηση του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής (μέχρι να επανασυσταθεί εσπευσμένα) και η ψήφιση νομοσχεδίου που ξεσήκωσε το σύνολο των ανθρωπιστικών οργανώσεων. Η κυβέρνηση έπαιξε στα όρια της ακροδεξιάς σε αυτό το τερέν, άλλωστε στο εσωτερικό υπάρχουν πάντα πρόθυμοι αγωγοί και δέκτες (κι ο ΣΥΡΙΖΑ πρόθυμα υιοθέτησε κομμάτι της πατριωτικής ατζέντας). Στο εξωτερικό, όμως, οι Financial Times ήρθαν αυτήν την εβδομάδα να προστεθούν στα μέσα υψηλής εγκυρότητας που μετέδωσαν με την ένδειξη «υψηλή πιθανότητα» ότι «Έλληνες στρατιώτες σκότωσαν Σύρο άνδρα στα σύνορα με την Τουρκία», ενώ πριν λίγα 24ωρα στην Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου οι υπουργοί Χρυσοχοϊδης, Μηταράκης και Κουμουτσάκος δέχθηκαν αμίλητοι τα πυρά από Ευρωπαίους συναδέλφους τους για τα ελληνικά πεπραγμένα στον Έβρο.

Ο Ερντογάν εργαλειοποιεί συνεχώς τα ελληνοτουρκικά για δική του εσωτερική κατανάλωση και είναι μάλλον ευτυχές ότι υπουργός Εξωτερικών είναι ένας μετριοπαθής πολιτικός σαν τον Νίκο Δένδια που βρίσκεται ψηλά στους δείκτες υπουργικής δημοφιλίας. Ο Κυριακος Πιερρακάκης παραμένει (προφανώς και λόγω χαρτοφυλακίου) το πιο άφθαρτο και υπερκομματικό πρόσωπο της κυβέρνησης προσπαθώντας εκσυγχρονίσει το ελληνικό κράτος, η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως -πολύ συχνά μοιάζοντας με φιγούρα που αντιπροσωπεύει ήθη άλλης εποχής- μοιάζει να έχει εξαντλήσει κι εντός ΝΔ το πολιτικό της κεφάλαιο, ενώ το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο του Κωστή Χατζηδάκη για το περιβάλλον δέχθηκε πολύ μεγάλες επικρίσεις. Η μεγαλύτερη προσφορά του Άδωνι Γεωργιάδη στο υπουργείο Ανάπτυξης είναι μέχρι στιγμής το διαρκές σπάσιμο του προσωπικού του ρεκόρ σε ραδιοτηλεοπτικές εμφανίσεις, οι προτεραιότητες του Γιάννη Βρούτση στο Εργασίας μεγαλώνουν την ανησυχία για τη διαχείριση της επόμενης μέρας, στον αθλητισμό ήταν περίπου σίγουρο ότι ο Λευτέρης Αυγενάκης θα ήταν μέρος του ντεκόρ στις συγκρούσεις των big 4, ενώ ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης παραδοσιακά διχάζει: ικανοποιεί όσους ηδονίζονται με το δόγμα «Νόμος και Τάξη», προκαλεί αποστροφή σε εκείνους που βλέπουν μια ΕΛ.ΑΣ. «λυτή» σε έξαρση αστυνομικής αθαιρεσίας ενώ περνά ένα το λιγότερο συζητήσιμο (για την σκοπιμότητα και την εφαρμοστικότητά του) νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις.

Με όλα αυτά κάποιος μπορεί να συμφωνεί μερικώς, να διαφωνεί πλήρως, να βρίσκει σημεία για μια καλή κουβέντα ή μια γερή αντιπαράθεση. Οι γνώμες…ξέρετε. Έτσι κι αλλιώς, η πραγματικότητα που διαμορφώνει η πανδημία είναι πιο επείγουσα από κάθε είδους κυβερνητικό «έλεγχο». Όμως, ακριβώς αυτό το κόνσεπτ, ο «έλεγχος» (ή μάλλον η απουσία του) είναι που νομίζω ότι αποτελεί την πιο σοβαρή παρακαταθήκη του «ενός χρόνου Νέα Δημοκρατία»…

Δεν είναι μια πολύ διαδεδομένη προσέγγιση στην ελληνική πολιτική κουλτούρα, αλλά μπορεί κανείς να δει κι έτσι το περσινό εκλογικό αποτέλεσμα (…και κάθε εκλογικό αποτέλεσμα): οι Έλληνες ψηφοφόροι με το εντυπωσιακό 39.85% επέλεξαν τη ΝΔ να λογοδοτεί σε εκείνους έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, κρίνοντας τη δεδομένη συγκυρία ικανότερο το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη (και τον ίδιο) να κυβερνήσει. Δεν της χάρισαν κάποιο «ακαταλόγιστο», ούτε την τοποθέτησαν σε κάποιο «απυρόβλητο». Σε ένα κλίμα διαρκούς κι αρρωστημένης πόλωσης, οι νικητές διάβασαν τη λαϊκή επιταγή με ένα απλό «θα κάνουμε ό,τι γουστάρουμε». Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτήν την ανάγνωση ο σχεδόν καθολικός έλεγχος των μίντια. Το έδειξε η «λίστα Πέτσα», τα προσχήματα δε φαίνεται να απασχολούν ιδιαίτερα κανέναν…


[2-3 πράγματα ακόμα για την «λίστα Πέτσα»:
α) Υποτιμούμε τη νοημοσύνη μας με το να αποκαλούμε το «Μένουμε Σπίτι/ Ασφαλείς» καμπάνια ενημέρωσης. Είναι μάλλον πιο εύστοχο να μιλάμε για καμπάνια επένδυσης της κυβέρνησης για την ενίσχυση της επιρροής της ή/και καμπάνια ανταμοιβής για το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των δημοφιλέστερων καναλιών, ραδιοφωνικών σταθμών, εφημερίδων και ιστοσελίδων την υπερασπίζονται κόντρα σε οτιδήποτε διαταράσσει την κυριαρχία της. Ακόμα και σε ευτελή σκάνδαλα όπως το «σκοιλ_ελικικου», ποιος μπορεί να ξεχασει τα μυθικά αρθρα τηλεαστερων που το δικαιολογούσαν μεχρι να αλλάξει η κυβερνητική γραμμή;
β) Δεν είναι απορίας άξιον που ένα κόμμα όπως η ΝΔ για να γίνει κυβέρνηση ξόδεψε το τρίτο μεγαλύτερο ποσό στην Ευρώπη (ακολουθώντας μεγέθη όπως οι Τόρηδες και οι Εργατικοί) στην Google, αλλά τώρα που ήθελε να ενημερώσει δεν έκρινε σκόπιμο να τις συμπεριλάβει στο μείγμα της καμπάνιας «Μένουμε Σπίτι/Ασφαλείς», στο οποίο βρέθηκαν π.χ. υπηρεσίες outdoor ενώ ήμασταν κλεισμένοι σπίτι;
γ) Ξεψαχνίζοντας τη λίστα βρισκει κανείς τα μικρά και μεγάλα τέρατα που έχουν επισημανθεί τις τελευταίες μέρες, η απουσία οποιουδήποτε κριτηρίου -πλην του πολιτικού- βγάζει μάτι, ενώ είναι μεγαλύτερης απορίας άξιον πως το κράτος (μεταφέροντας πονηρά τη ευθύνη/βρώμικη δουλειά στο media shop Initiative) μοιράζει χρήμα χωρίς να ελέγξει φορολογικές/ασφαλιστικές ενημερότητες εκείνων που το παίρνουν; Είναι κοινό μυστικό, φυσικά, ότι στις υψηλές θέσεις της λίστας βρίσκονται μέσα που κι αδρά ενισχύθηκαν, και σε μειώσεις μισθών ή απολύσεις προχώρησαν, και το σκληρό ρεπορτάζ για το κούρεμα του κυρίου Πέτσα ή τις ενδυματολογικές επιλογές της συζύγου του πρωθυπουργού συνέχισαν.

Για όσους εργαζόμαστε στα μίντια δύο λέξεις υπάρχουν μόνο για να περιγράψουν τη λίστα Πέτσα: αθέμιτος ανταγωνισμός]

Η λογοδοσία, το περίφημο “accountability” που αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατίας και βασική αποστολή του Τύπου τείνει λοιπόν να εκλείψει. Γίνεται κάτι μπανάλ, μια κοινοτοπία. Το έχουμε δει να επαναλαμβάνεται κατά κόρον αυτόν τον ένα χρόνο: Αποκαλύπτεται από τα 2.5 ΜΜΕ που έχουν πρόθεση να ελέγξουν την κυβέρνηση μια υπόθεση διαφθοράς ή διασπάθισης δημοσίου χρήματος, τα σόσιαλ μίντια μεγεθύνουν τη φασαρία κι εκεί έρχεται η κυβέρνηση, συνήθως ο ίδιος ο πρωθυπουργός με μια «σιμουλτανέ κίνηση Μωυσή» να «το πάρει πάνω του» και να το διορθώσει. Ξαφνικά, σύσσωμα τα ΜΜΕ που αγνόησαν πρωτογενώς την είδηση, έρχονται να υπερθεματισουν πάνω στην παρεμβαση υμνώντας την «αποφασιστικότητα  του ηγέτη». Το είδαμε να συμβαίνει στο «σκόιλ_ελικικου», στην παραίτηση του ελληνικού δημοσίου από την αναίρεση των αποζημιώσεων για τη Marfin (…που συνέβη μόλις τις παραμονές της ανέγερσης του μνημείου), στο νομοσχέδιο για το περιβάλλον που ο υπουργός μας λέγε ότι κανείς δεν το προστατεύει περισσότερο από εκείνον, στην κριτική για τα (μη) μέτρα στον πολιτισμό που ο κύριος Πέτσας απάντησε με ένα «εμάς ψήφισε πέρυσι ο λαός», στην πλήρη διαστρέβλωση των made in USA εξελίξεων στην υπόθεση Novartis κτλ. Μόνο που αυτό δεν είναι λογοδοσία, είναι μια κωμωδία σε συνέχειες που εξαφανίζει την έννοια του πολιτικού κόστους. 

Είναι αυτή η κυβέρνηση καλύτερη από την προηγούμενη; Θα αποδειχθεί πιο διεφθαρμένη από την επόμενη; Αυτά δεν κρίνονται σε πραγματικό χρόνο, πόσω μάλλον ανάμεσα στην Σκύλλα των «μαγαζιών του Νίκου Παππά» και την Χάρυβδη «μαστροπών πρώην υπουργών». Σε ένα υπερτοξικό περιβάλλον υποκλοπών, πρακτόρων, αφανών εταιρειών, παραδικαστικών κυκλωμάτων που επιβεβαιώνει την αιμομεικτική σχέση εξουσίας και διαφθοράς πέρα από «ηθικά πλεονεκτήματα» κι «αριστείες». Αλλό όμως αυτή η παραδοχή κι άλλο το «αφού μας ψηφίσατε, δε θα δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν»…

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος