Κάθε μέρα, η ματιά στα πρωτοσέλιδα είναι και πιο αποκαρδιωτική. Η αντιπαράθεση μεταξύ κυβερνητικού κι αντιπολιτευτικού Τύπου γίνεται όλο και πιο «ποδοσφαιρική» με μια κατά το δοκούν επίκλιση στα fake news που χρησιμοποιούν φυσικά αμφότεροι. Στην, εσχάτως, πολύ «φορμαρισμένη» Δημοκρατία ωρύονται για την «αποβολή του Παύλου Μελά» από γυμνάσιο της Θεσαλονίκης («δεν επιτράπηκε σε απόγονους των Μακεδονομάχων να το επισκεφτούν»), η Espresso τα βάζει με τον Ψινάκη αλλά κατά βάθος ζηλεύει που η Star Press πρόλαβε να βγάλει στη σέντρα τον ηθοποιό Λαέρτη Βασιλείου χρεώνοντας του δήλωση «καλά έκαναν και σκότωσαν τον Κατσίφα», ενώ φυσικά στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Ελεύθερη Ώρα που τον χαρακτηρίζει «Αλβανό κατσαπλιά». Το ότι κι ο Πύρρος Δήμας θα έμπαινε ως «χαφιές» στο στόχαστρο του Μακελειού δεν είναι δα κι έκπληξη…
Κι αν σας φαίνονται όλα αυτά ήσσονος επιρροής, κάνετε λάθος – ειδικά οι σκανδαλοθηρικές μπορεί να είναι πια και οι μόνες που προκαλούν το βλέμμα, άρα και τη συζήτηση-καλαμπούρι, στο καθημερινό τσεκάρισμα σε περίπτερα, ραδιόφωνα και ίντερνετ. Κι αν σας φαίνονται ακραίες περιθωριακές αντίδρασεις σε μια εποχή που δυστυχώς οι ελληνικές εφημερίδες έχουν πεθάνει, κάνετε πάλι λάθος – οι τίτλοι είναι απόλυτα ενταγμένοι στην εθνικιστική ατζέντα των τελευταίων τριών εβδομάδων. Από την οποία, δυστυχώς, ελάχιστοι απέκλιναν σε έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.
Ο θάνατος Κατσίφα προβλήθηκε (δηλαδή εμπορεύθηκε) ούτε λίγο ούτε πολύ ως «απειλή στην εθνική κυριαρχία». Από τα ίδια μέσα που είδαν ως «προκλητικότητα» την απαγόρευση εισόδου σε αλβανικό έδαφος στα μπουμπούκια που ταξίδεψαν εκεί για να κάνουν την κηδεία ένα φεστιβάλ εθνοτραμπουκισμού. Απεσταλμένοι ελληνικών μίντια μετέδιδαν λυρικούς Θούρειους για την «καταπιεσμένη ελληνική ταυτότητα στα χωριά της Βορείου Ηπείρου» (χωρίς να μας πουν πώς θα την βοηθήσουν να απελευθερωθεί τα καλάζνικοφ), ο Φουρθιώτης έστειλε την κάμερα να κάνει κοντινό στην «χαροκαμμένη μανα», τα υπόλοιπα μεσημεριανάδικα ανέβηκαν πρόθυμα στο βαγόνι της αφήγησης του «οικογενειακού δράματος» ξεχνώντας το υπόλοιπο κάδρο, αθλητικά sites αναπαρήγαγαν λεπτό προς λεπτό την κάλυψη για το «θολωμένο παληκάρι» κι ένωσαν και τη δική τους οργή σε εκείνη των ειδησεογραφικών για το 1ο ΓΕΛ Γέρακα που τις ίδιες μέρες απέβαλλε τους μαθητές που τραγούδησαν το «Μακεδονία Ξακουστή» στην παρέλαση (γιια ποιο λόγο άραγε υπάρχουν τα σχολεία, αν όχι για να εξελιχθούν σε εκκολαπτήρια περήφανων λεβεντών εθνικιστών;). Την ίδια στιγμή, κάθε πρωί, ο Γιώργος Τράγκας κηρύσσει ραδιοφωνικά τον πόλεμο σε όσα γειτονικά κράτη δεν έχει προλάβει να εισβάλλει ο Φαήλος Κρανιδιώτης. Και το πιο οδυνηρό: σε τούτη την προσέγγιση πρωτοστάτησαν Τα Νέα, η εφημερίδα που αποτελούσε για δεκαετίες τον κοινό τόπο μας, κι έφτασε εν γνώσει της να δημοσιεύσει το καραμπινάτο hoax της φωτογραφίας του Έντι Ράμα με την κόκα.
Ο εθνικισμός είναι πια και με τη βούλα mainstream.
Σε όποιον αυτό φαίνεται υπερβολικό, κρίνοντας από τους φίλους του και την ιντερνετική φούσκα στην οποία εκτίθεται, συγχαρητήρια για τους φίλους και τη φούσκα του αλλά, έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Η υπόθεση Κατσίφα είναι μια χαρακτηριστική εφαρμογή ενός εθνικισμού 360 μοιρών που στο κέντρο του φυσικά βρίσκεται το πολιτικό προσωπικό. Με τον Γιώργο Κουμουτσάκο να ανοίγει μέτωπο στο Twitter με τον αρκετά ψυχραιμότερο αλβανό πρωθυπουργό και να διαβεβαιώνει (μην τυχόν και πιστέψει κανείς το αντίθετο) στο Facebook ότι δύο βουλευτές της ΝΔ παρέστησαν στην κηδεία. Και, φυσικά, με ντροπιαστικό αποκορύφωμα όλων την εισήγηση του Νικήτα Κακλαμάνη για «ενός λεπτού σιγή» την περασμένη Παρασκευή στη Βουλή. Δεν έχει σημασία αν οι βουλευτές που ήταν παρόντες δεν ήταν πάνω από 30, δεν έχει σημασία αν αιφνιδιάστηκαν, η χλιαρή αποδοκιμασία που ακολούθησε δείχνει ότι π.χ. και στον ΣΥΡΙΖΑ δεν κάηκαν να διαχωρίσουν τη θέση τους.
Μπορεί να είναι παρακινδυνευμένη η σύγκριση αλλά όλο αυτό το κλίμα κάπως θυμίζει το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90. Το Μακεδονικό νωπό, τα Ίμια καυτά, σε πρώτο πλάνο οι αγκαλιές με τον Μιλόσεβιτς και τους ορθόδοξους αδερφούς που σφάγιαζαν τα Βαλκάνια, το συλλαλητήριο για τον Οτσαλάν να ενώνει λαό και καλλιτέχνες στο Σύνταγμα (άσχετα αν σε αυτήν την υπόθεση η χώρα είχε συρθεί από «οργανώσεις που δρουν παράλληλα με το κράτος» όπως δήλωνε τότε ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης).
Μόνο που τότε, ζούσαμε το όνειρο της «ισχυρής Ελλάδας». Το Χρηματιστήριο, η Αθήνα 2004 και το ευρώ ήταν μπροστά μας κι όλος αυτός ο πολιτικός υπόκοσμος έμενε στο περιθώριο. Στην Ελλάδα του 2018, με τη νέα πολιτική/κοινωνική/οικονομική πραγματικότητα που διαμόρφωσε σχεδόν μια δεκαετία κρίσης, ετοιμαζόμαστε να κλείσουμε ένα έτος πηχτού εθνικού φανατισμού. Ξεκίνησε με τα ιλαροτραγικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, συνεχίστηκε με την επιθέση στον Μπουτάρη, κορυφώθηκε στη θυσία του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα (και) για να μη δυσαρεστηθεί ο ακροδεξιός εταίρος του Πάνος Καμμένος κι αλλάξουν οι προεκλογικές ισορροπίες. Τα ελληνικά μίντια πάντα εκεί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία αναπαράγοντας και όχι καλύπτοντας, υιοθετώντας κάθε μέρα όλο και πιο πολύ τη γλώσσα των σόσιαλ – ταγμένα με ή χωρίς τη θέλησή τους στη βιομηχανία των «ελλαδέμπορων».
Με την επικοινωνιακή προβολή του πρόσφατου deal Κράτους-Εκκλησίας και την απαράδεκτη ασέβεια Πολλάκη για τους νεκρούς στο Μάτι να συμπληρωνουν την εικόνα, θα έλεγε κανείς ότι το κλίμα είναι τόσο έτοιμο, το έδαφος είναι τόσο γόνιμο για να εμφανιστεί ένας Έλληνας, δήθεν «αντισυστημικός», Μπολσονάρο και να δρέψει τους καρπούς. Θα έλεγε κανείς ότι όλος αυτός ο συρφετός τον αναζητά απεγνωσμένα – μια extreme λύση τώρα που ο εξτρεμισμός έγινε mainstream. Φυσικά, το ελληνικό πολιτικό σύστημα ως προεδρευόμενη (κι όχι προεδρική) δημοκρατία που έχει βαθιές ρίζες σε εναν, μόνο ελαφρά, μεταλασσόμενο δικομματισμό είναι όντως (κι ευτυχώς) δύσκολο να αναδείξει μια τέτοια περίπτωση. Με τρεις κάλπες μπροστά μας όμως για το 2019, διαφορετικής βαρύτητας άρα και yolo διάθεσης, ποιος βάζει το χέρι του στη φωτιά για το τι θα βγάλουν;