Δεν είναι κάτι πρωτότυπο, είναι πια η καθολικά παραδεκτή κοινοτοπία της μετεκλογικής ανάλυσης. Οι εκλογές-εξπρές του 2015 είχαν στο κέντρο τους το φόβο, τον κίνδυνο καλύτερα.
Από τη μία η ακατάσχετη, ανηλεής (και, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, αστοιχείωτη) κινδυνολογία της συγκυβέρνησης και των mainstream media. Πλήρως αποτυχημένη, το παραδέχτηκαν πριν καν έρθει η Κυριακή ακόμα και τα βαριά στελέχη όπως ο Βαγγέλης Μεϊμάρακης. Κι εκ του αποτελέσματος αστεία, όταν π.χ. στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας συγκεντρώνεις με το ζόρι 168. Not even close, δηλαδή. [Αναγκαία υποσημείωση: εκεί ψήφιζαν οι βουλευτές. Τους οποίους είχε φροντίσει να μαντρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ ποτίζοντας εξαρχής, όχι και τόσο διακριτικά, με δηλητήριο τη διαδικασία, υπονοώντας με υπολογισμένα μισόλογα ότι όποιος ανεξάρτητος ψηφίσει Δήμα (μπορεί και να) «τα έχει πάρει»].
Από την άλλη είχαμε την άγνοια κινδύνου του ΣΥΡΙΖΑ. Εκπεφρασμένη από την παραδοσιακή πολυγλωσσία, γαρνιρισμένη από τη δεδομένη κυβερνητική απειρία και φουντωμένη από την αναπόφευκτη παροχολογία. Η Νέα Δημοκρατία δεν σπεκούλαρε αρκετά πάνω σε αυτό. Ίσως γιατί παρασύρθηκε από το βασικότερο χαρακτηριστικό της διακυβέρνησης Σαμαρά. Την μπρουτάλ πυγμή. Ο Αντώνης Σαμαράς που δεν πήγαινε στη Βουλή γιατί δεν του άρεσε το κλίμα, που πόζαρε δίπλα στο φράχτη ποντάροντας μέχρι και το Charlie Hebdo στο πόκερ του μίσους, που αποστράτευσε –μέσω Δένδια- τους δημοκράτες αξιωματικούς συμβάλλοντας στον πλήρη εκφασισμό των σωμάτων ασφαλείας, που έχασε το όποιο δίκιο κλείνοντας αυταρχικά την ΕΡΤ, που κυβέρνησε με τη βοήθεια του Θεού και των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, που δεν ήξερε τι έκανε ο Μπαλτάκος, που, που, που… που πνίγηκε τελικά στο ίδιο του το δηλητήριο. Την ώρα που τα τηλεοπτικά σποτ της ΝΔ έλεγαν ότι κάποια στιγμή, ενώ κατεβάζουμε τα κοντομάνικα, θα μείνουμε από πετρέλαιο και ρεύμα, στον ΣΥΡΙΖΑ θυμήθηκαν την χίπικη πλευρά τους. Ελπίδα. Απ’ ότι φαίνεται πούλησε, κέρδισε τον φόβο.
Η Νέα Δημοκρατία δεν σπεκούλαρε αρκετά πάνω στην άγνοια κινδύνου του ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως γιατί παρασύρθηκε από το βασικότερο χαρακτηριστικό της διακυβέρνησης Σαμαρά. Την μπρουτάλ πυγμή.
Όμως, για ελάτε να μιλήσουμε λίγο για φόβο, Για ελάτε να μιλήσουμε λίγο για φόβο στην Ελλάδα του 2015 που μπουσουλάει στον πέμπτο χρόνο Κρίσης. Ποιος φοβάται πια; Όχι, ποιος πρέπει να φοβάται, αλλά ποιος έχει κι άλλο απόθεμα φόβου; Ας πάρουμε τους νέους. Ποιοι να φοβηθούν; Η «γενιά των μαλθακών 30ρηδων» που πήγαν, είδαν, σπούδασαν, γύρισαν και με τις σταδιακές μειώσεις μισθών δουλεύουν –στην καλύτερη- για 6-7 κατοστάρικα, αδυνατώντας να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους και κάνοντας σεξ στο -διπλανό από τους γονείς τους- δωμάτιο; Οι jobbies που παλεύουν ως ευέλικτοι μεταξύ εργασίας και χόμπι, περιμένοντας την ανάκαμψη μπας και ποτέ πληρωθούν; Οι ακόμα νεότεροι που ξέρουν ότι έχουν, με 50% νεανική ανεργία, ελάχιστες ευκαιρίες να μπουν στην αγορά εργασίας κι αν παρ’ ελπίδα το καταφέρουν θα πληρώνονται με μισθούς υποανάπτυκτων Βαλκανίων (ή ακόμα και με κουπόνια) την ώρα που το κόστος ζωής δεν πέφτει με τίποτα; Μήπως οι 40ρηδες που απολύθηκαν από τη δουλειά και παραιτήθηκαν σιγά σιγά από τη ζωή μη βρίσκοντας τη θέση τους σε ένα επιχειρηματικό μοντέλο γιαουρτάδικων, σουβλατζίδικων και «ενός μπαρ σε κάθε γωνιά»; Για να μην πάμε στις πιο δραματικές περιπτώσεις, των, μεγαλύτερων σε ηλικία, οικογενειαρχών που είδαν κυριολεκτικά τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια τους, ενώ τρέχει ο ΕΝΦΙΑ. Ή μήπως πιάνει ο φόβος σε όσους είναι όντως σε καλύτερη κατάσταση από τους παραπάνω, αλλά είδαν μια κοινωνία να αγριοποιείται και το σύνθημα να το δίνουν ο πρωθυπουργός και οι στενοί του σύμβουλοι; Η μεσαία τάξη που τσακίστηκε από τη φορολογία, τι άλλο δηλαδή να φοβηθεί;; Ή μήπως πιάνει ο φόβος στους 100.000 18ρηδες που αποκλείστηκαν από τη διαδικασία, ενώ χρειαζόταν μια απλή διοικητική πράξη για να ασκήσουν για πρώτη φορά το εκλογικό τους δικαίωμα; Οι 200.000 που έφυγαν ή έμειναν στο εξωτερικό, απλά φοβήθηκαν νωρίς.
Η ιστορία όμως επέβαλλε τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι αξιακά, αλλά νομοτελειακά. Όπως επέβαλλε το ’81 την Αλλαγή, και σε μικρότερη κλίμακα το ’89 την Κάθαρση και το ’96 τον Εκσυγχρονισμό. Να το πούμε απλά: Το μαγαζί φούνταρε κι έπρεπε να αλλάξει χέρια. Γιατί; Γιατί έτσι γίνεται.
Όσοι κάνουν την στοιχειώδη κοινωνική παρατήρηση, γνωρίζουν ότι το συντριπτικά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας έχει πάθει ανοσία στο φόβο. Προφανώς όχι δημιουργική, ούτε έλλογη. Και η σταθερά πια τρίτη δύναμη Χρυση Αυγή είναι η πιο καραμπίνατη συνέπεια αυτής της παρανοικής απελπισίας. Γιατί ένα μεγάλο κομμάτι του λαού πια κάνει πεισματικά το αντίθετο από αυτό που του λέει η κατεστημένη πολιτική και μιντιακή ελίτ. (Κι) Εκεί κρύβεται το μυστικό της εκτόξευσης τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της Χρυσής Αυγής.
Από το Καστελόριζο και μετά, και κυρίως από τις διπλές εκλογές του 2012 κι έπειτα, αυτό που συμβαίνει είναι ένα ντέρμπι με την Ιστορία. Οι συνεταιροι της Μεταπολίτευσης, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, προσπαθούσαν να αποσοβήσουν (στην πραγματικότητα να καθυστερήσουν με κάθε μέσο) την αναπόφευκτη διαδοχή τους. Η ιστορία όμως επέβαλλε τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι αξιακά, αλλά νομοτελειακά. Όπως επέβαλλε το ’81 την Αλλαγή, και σε μικρότερη κλίμακα το ’89 την Κάθαρση και το ’96 τον Εκσυγχρονισμό. Να το πούμε απλά: Το μαγαζί φούνταρε κι έπρεπε να αλλάξει χέρια. Γιατί; Γιατί έτσι γίνεται. Αν είναι για καλό ή για κακό, εδώ είμαστε και θα το δούμε. Μπορεί σήμερα να έχουν βγει τα αρστερόμετρα και να κάνουν αδόκιμες συγκρίσεις με το παρελθόν (στη λογική του «συγκρίνεται μωρέ ο Καραγκούνης με τον Δομάζο;»), αλλά δίπλα στις επιφυλάξεις για το τι θα κάνει ο Τσίπρας, υπάρχει κι άλλη μια αλήθεια. Ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, όσοι πιστεύουν στην ελευθερία, την ισότητα και τα ανθρώπινα δικαίωματα, πιθανώς μεγαλωμένοι με τους αγώνες και τους αποκλεισμούς των παππούδων τους που λέει κι ο Βορίδης, έχουν κάθε λόγο να απολαμβάνουν κάθε τεταρτημόριο αυτής της μικρής κουκιδας της Ιστορίας που αντιπροσωπεύει το περίφημο «Πρώτη Φορά Αριστερά». Είναι οι ίδιοι που αν σήμερα είχαν ένα σπρέι κι έναν άδειο τοίχο (ήδη φαίνονται οι επιρροές του Στάθη Δρογώση), θα έγραφαν με έναν κάποιο προειδοποιητικό σκεπτικισμό: «Η δική μας Αριστερά δεν ψεκάζεται».