Για λόγους οικονομίας της συζήτησης, και μόνο γι’ αυτούς, ας δέχθουμε την υγειονομική σκοπιμότητα της απαγόρευσης των συναθροίσεων. Ας κάνουμε πως δεν βλέπουμε όλα τα εξαρχής προβληματικά της σημεία: ότι κινείται στο (νομικά αμφιλεγόμενο) όριο καταπάτησης των συνταγματικών ελευθεριών, ότι ανακοινώνεται (δις) μέσα στην μαύρη νύχτα από την ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. χωρίς καμία διάθεση όχι δημόσιας διαβούλευσης αλλά ούτε καν πολιτικής επεξήγησης, ότι μέσα στο ζόρι του lockdown 2 μάλλον δεν έχει κανείς ανάγκη τον ολοένα κι αυξανόμενο σουρεαλισμό μερικών χιλιάδων αστυνομικών να φυλάνε τη δημόσια τάξη σε μια πόλη που οι κάτοικοί της δεν μπορούν να συγκεντρώνονται από 4 και πάνω. Τα νούμερα από τα νοσοκομεία μας εξακολουθούν να είναι ψηλά, και για να μη γίνει η απώλεια ακόμα μεγαλύτερη συνήθειά μας, οι συντριπτικά περισσότεροι είμαστε διατεθειμένοι όλα τα παραπάνω να τα βάλουμε σε δεύτερη μοίρα. Να αγιάσουμε τα μέσα για να πετύχει ο σκοπός, ακόμα κι αν μέσα μας – σε άλλους περισσότερο, σε άλλους λιγότερο – τα περισσότερα από τα παραπάνω δεν κάθονται καθόλου καλά.
Όμως αυτό που είδαμε χθες, 6 Δεκεμβρίου του 2020, στη δωδέκατη επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα, δεν αγιάζεται με τίποτα. Και δεν εντάσσεται στην παραπάνω κουβέντα υγειονομικής προτεραιότητας. Ήταν μια μαύρη μέρα για την Αθήνα, μια σπουδαία μέρα για τον αυταρχισμό, μια μέρα ντροπής για τη Δημοκρατία, μια αποθέωση της αστυνομοκρατίας.
Αν δεν το καταλάβατε, 5000 αστυνομικοί χθες φυλούσαν ένα σημείο από ένα κείμενο. Το σημείο που δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος από ένα κείμενο που υπέγραψαν μερικές εκατοντάδες Αθηναίοι καλώντας σε μια χειρονομία μνήμης – ένα λουλούδι, ας πούμε- που θα μπορούσε να γίνει ακόμα κι εντός του πλαισίου της απαγόρευσης συναθροίσεων (μιας και δεν υπήρχαν καν καλέσματα από επίσημους φορείς, ούτε οργανώθηκαν «αντάρτικα» τύπου ΠΑΜΕ όπως την Πρωτομαγιά ή την 17η Νοέμβρη).
Και με το ελικόπτερο να πετάει σταθερά από πάνω μας (ενώ δεν μπορούμε να βγούμε από τα σπίτια μας), το κοντέρ έγραψε: 374 προσαγωγές και 135 συλλήψεις, μια κρότου λάμψης σε είσοδο πολυκατοικίας στα Εξάρχεια, το περίφημο περιστατικό με τον αστυνομικό που κατέστρεψε την ανθοδέσμη στο μνημείο (για τον οποίο ** γέλια κοινού ** διατάχθηκε ΕΔΕ και θα αντιμετωπίσει πειθαρχική τιμωρία), προσαγωγές των δικηγόρων Καμπαγιάννη και Παπαδάκη (γνωστών μας από τη Δίκη της ΧΑ), απαγόρευση στον ηλικιωμένο καθηγητή του Γρηγορόπουλου, Γιώργο Θαλάσση, να αφήσει τρια ρόδια στο σημείο μαζί με τη σύζυγό του, αποτροπή αντιπροσώπων από συνδικαλιστικές οργανώσεις, νεολαίες κομμάτων κι άλλους φορείς να προσέλθουν κατά μόνας ή κατά δυάδες στην οδό Μεσολογγίου, μέχρι και καταγγελίες για ελέγχους σε ντελίβερι κοινωνικής κουζίνας έγιναν.
Κι όλα αυτά ενώ δεν υπήρξε καμία μαζική εκδήλωση, καμία διαδήλωση, ούτε ίχνος συνθήκης που θα μπορούσε να δημιουργήσει καταστάσεις υπερεξάπλωσης. Κάτι που σημαίνει ότι η μέρα θα μπορούσε να κυλήσει ήρεμα κι ομαλά, χωρίς να ξαναβρεθούμε στα κάγκελα.
Όμως ο σκοπός του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, συνεπώς και της κυβέρνησης, δεν είναι η ηρεμία. Είναι η επιβολή ατζέντας, η ενίσχυση της ηγεμονίας σε συνθήκες καραντίνας. Επικίνδυνα πράγματα αυτά, ειδικά όταν μοχλός γίνεται ο τόσο προβληματικός θεσμός των σωμάτων ασφαλείας. Η αστυνομία, και δε χρειαζόμαστε έναν μπάτσο να βαράει μιαν ανθοδέσμη για να το καταλάβουμε, είναι πλήρως αποχαλινωμένη, λειτουργεί απροκάλυπτα με όρους επιτιθέμενης «συμμορίας». Και βέβαια δεν προστατεύει από καμία πανδημία, πάλι κυκλοφορούν τόσες φωτογραφίες από χθες με τους άνδρες της είτε να συνωστίζονται μεταξύ τους είτε να μη φοράνε μάσκα [για να μη μιλήσουμε για τις συνθήκες κράτησης των προσαχθέντων στην Πέτρου Ράλλη].
Η αστυνομία αντί να προχωρά μπροστά, προς μια ωριμότητα που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε και μια διαφορετική λειτουργία της, κινείται -με τόσο διαδεδομένες τις φασιστικές ιδέες στο εσωτερικό της, θυμηθείτε τα ποσοστά της ΧΑ – ολοταχώς προς τα πίσω σε μαύρες περιόδους. Κι αντί ο υπουργός Χρυσοχοϊδης να την μαζέψει, να θυμηθεί ίσως την πολιτική του καταγωγή και να ξεκινήσει την «αυτοκάθαρση» προτού προχωρήσει στους «ανένδοτους» που υπάρχουν στο κεφάλι του, αντί να ξεκρεμάσει συμβολικά και 2-3 κράνη με ναζιστικά σύμβολα, της αφήνει τα περιθώρια να αποθρασυνθεί κι άλλο. «Η τεράστια πλειοψηφία των συμπολιτών μας δεν ασχολήθηκε καν με τη χθεσινή ημέρα», ήταν το αδιανόητο συμπέρασμα στη σημερινή του παρέμβαση . Η μνημη της δολοφονίας ενός 15χρονου από την αστυνομία δεν είναι κάτι μείζον για τον υπουργό, η καταγγελία όμως της «δήθεν αριστερής ευαισθησίας» έχει γίνει σκοπός της ζωής του…
«Εγώ δεν λέω ότι είμαστε πιο ευαίσθητοι ή πιο καλοί άνθρωποι επειδή είμαστε αριστεροί», είπε πριν λίγο καιρό στην Popaganda ο πρώην υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός. Έχει απόλυτο δίκιο. Αυτή είναι η προφανής αλήθεια, την οποία φυσικά και δεν ασπάζονται όλοι στον ΣΥΡΙΖΑ: άλλο οι ιδεολογίες, άλλο αυτοί που τις εκφράζουν. Όχι άλλη σύγχρονη ελληνική τύφλωση που βασίζεται, μεταξύ άλλων, και πάνω στο εξής σχήμα: «οι αριστεροί είναι πιο καλοί και οι δεξιοί είναι πιο ικανοί».
Κουταμάρες…
….που όμως αποτελούν εν μέρει τη βάση της τρέχουσας κυβερνητικής ιδεοληψίας. Μιας κυβέρνησης που όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει, όπως διαπιστώνουμε κάθε μέρα του δεύτερου κύματος της πανδημίας και περισσότερο, την υποτιθέμενη «αριστεία» της, αλλά αναλώνεται στην αποδόμηση συμβόλων που πια αρνείται ξεκάθαρα και παραδίδει στους απέναντι. Εργαλειοποιώντας επετείους όπως του Πολυτεχνείου και της 6ης Δεκεμβρίου, στερώντας τον συνολικό δημοκρατικό χαρακτήρα τους. Βάζοντας 5000 αστυνομικούς να προστατεύουν χθες στην Αθήνα ένα σύνδρομο πολιτικής κατωτερότητας: το ηθικό της μειονέκτημα.