Αν ο DJ ήταν Jukebox, δε θα Δούλευε με Κέρμα;

Υπάρχει αυτό το ανέκδοτο των παλιών DJs (που έρχονται από μια εποχή χωρίς λαπτοπ, ψηφιακούς μείκτες με κουμπάκι sync και κακά MP3s στα 96kbps) που αφηγείται τον διάλογο ανάμεσα στον δισκοθέτη και την μερακλίδικη ροκ παρέα που ζητάει Santana. Ζητάει μία, ζητάει δύο, την τρίτη ο ταλαίπωρος μεροκαματιάρης της νύχτας δεν αντέχει και τους λέει «παιδιά, εδώ και μισή ώρα το cd του Santana παίζει».

Δεν ξεκίνησα έτσι για να γελάσετε. Αλλά για να δείτε τι καταστάσεις καλείται να διαχειριστεί ο άνθρωπος που έχει τη μουσική επιμέλεια της βραδιάς. Από το προσωπικό μου νυχτολόγιο, έχω άπειρα περιστατικά – μόνο που είναι πέρα για πέρα αληθινά, όχι ανέκδοτα.

Τι να πρωτοθυμηθώ; Εκείνο το γλυκό κορίτσι που σε «σπιτικό πάρτυ» πολλά χρόνια πριν κι ενώ είμαι άρτι αφιχθείς από την Αγγλία, γεμάτος ιδέες για να ξεδιπλώσω ολοκαινούρια, ζεματιστή μουσική, πλησιάζει, μου χαμογελάει και πριν ανταποδώσω με γειώνει: «θα βάλεις κανένα 80s να γουστάρουμε;» (εκείνη τη βραδιά αποκρυσταλλώθηκε το μίσος μου για το “Electricity”).

Ένα καλοκαίρι στην Ανάφη, Madres bar, ξέφρενο «Μ Άντρες» πάρτυ και Τον Βλέπω Να Έρχεται. «Θα βάλεις Pixies;». Καθόλου δεν κόλλαγε, αλλά προχωρημένη η ώρα, τι στο διάολο, διακοπές είμαστε, του βάζω. Με επιβραβεύει με ένα νεύμα κι ένα χαμόγελο, ξαναπλησιάζει. Δίνει συγχαρητήρια. Και την αμέσως επόμενη στιγμή: «Ωραία και τώρα ένα Jesus and Mary Chain, κι αμέσως μετά Sonic Youth». Χωρις ερωτηματικό. Καθαρή εντολή. Σειρά μου να του κάνω νεύμα, αν θελει να περάσει πίσω από το μπαρ και να αναλάβει. Ευτυχώς επενέβησαν οι ψυχραιμότεροι.

Μα είναι κι άλλα πιο βαθιά που με λερώνουν. Είναι η φίλη μου που συστήνει μέσα από το blog της μόνο νέα συγκροτήματα, αλλά αν δεν βάζω στα dj sets Hot Chip ή κάτι σε«electropop με λογάκια» (ή έστω Pulp) παραπονιέται για «τα άγνωστα που παίζεις». Είναι οι δύο 20ρηδες ένα βράδυ στο Key bar που μου ζήτησαν Rihanna, πολύ ευγενικά είπα «δεν έχω» (guess what? δεν είχα) κι έχασαν 30 λεπτά από τη ζωή τους στημένοι ακριβώς μπροστά μου επαναλαμβάνοντας την «παραγγελιά» μέχρι να φτάσουμε στο σημείο που δεν υπήρχαν ψυχραιμότεροι για να επέμβουν.

Είναι επίσης εκείνος ο θαυμάσιος τύπος, εκείνο το εκτυφλωτικό είδωλο που σε ένα πρόσφατο Diskotekken (μια βραδιά με έναν συγκεκριμένο κι επιτυχημένα επικοινωνημένο μουσικό χαρακτήρα) μου ζήτησε Depeche Mode, του είπα «μα έβαλα πριν» (είχα βάλει), δεν κώλωσε «ναι, αλλά ήθελα άλλο», εγώ ευγενικός «ποιο;» – κι εκείνος αρχίζει να τραγουδά «εκείνο που πάει ραρα ναραρα». Eκεί χαιρέτησα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Είναι ο άλλος ο μεγιστάνας 20χρονος που ένα βράδυ στο Κ44, είχε ανέβει στην σκηνή και με ρώτησε «πόσα θέλεις για να βάλεις το τάδε;» (δεν θυμάμαι καν τι ήταν, μόλις του είπα «500 ευρώ» αποχώρησε). Είναι και μια άλλη μου φίλη, διανοοούμενη, που όταν βάζω καινούρια παραπονιέται ότι είναι «βλακείες» κι όταν βάζω παλιά ότι «κάνω μνημόσυνο». Είναι κι εκείνος ο μαγαζάτορας Τετάρτη βράδυ στο μπαρ που όλοι είναι καθιστοί, ήρεμοι και γαλήνιοι, έρχεται και σου λέει «παίξε κάτι πιο πάρτυ». Ή ο άλλος ο μαγαζάτορας που ήρθε μια φορά και ρώτησε «τώρα, γιατί έβαλες αυτό το τραγούδι;» – χωρίς να διευκρινίσει αν ήθελε γραπτά την απάντησή μου.

Για να φτάσουμε σε κάτι άλλες, αγαπημένες μου κι αυτές, φίλες που συχνά πυκνά μου λένε το απόλυτα εξοργιστικό «σήμερα, μη μας μορφώσεις», υποννοώντας «βάλε γνωστά», χωρίς όμως να το διατυπώνουν με θάρρος και σωστότερα, δηλαδή «βάλε αυτά που ξέρουμε». Τα οποία έχουν ημερομηνία λήξης: όταν παντρεύτηκαν, προήχθησαν, έκαναν παιδιά κτλ. Όταν σταμάτησαν τέλος πάντων, για τους χι ψι λόγους, να ακούνε μουσική.

Σήμερα, το ξέρετε, όλοι όσοι έχουν ένα laptop – καμιά φορά και χωρίς να είναι γεμάτο με κομμάτια, αρκεί να υπάρχει μια καλή σύνδεση για να παίζουν από you tube – είναι εν δυνάμει DJs. Fine by me, δεν έχω κανένα σκοπό να παραστήσω τον αστυνόμο της κονσόλας (αν κι ομολογώ ότι το κόνσεπτ you tube DJs είναι πιο αστείο κι από τις εκλογές της ΝΔ). Έτσι κι αλλιώς, υπάρχουν δύο είδη δισκοθετών. Υπάρχουν oι «κανονικοί» δισκοκαβαλάρηδες – αυτοί που μιξάρουν, σκρατσάρουν, «φτύνουν τις αλλαγές», χειρίζονται σαν ταχυδακτυλουργοί κάθε knob του μείκτη και παράγουν συνήθως ένα άθροισμα μεγαλύτερο των 30, 40, 50 κομματιών που βάζουν στη σειρά, προορισμένοι να παίζουν σε περιβάλλον club. Υπάρχουμε και οι selectors, πιθανότατα δεν είμαστε άρτιοι τεχνικά, καμιά φορά οι αλλαγές ακούγονται σαν χλιμιντρίσματα αλόγατων σε οίστρο, όμως να μας συμπαθάτε γιατί είμαστε προορισμένοι να επιβιώσουμε στην άγρια ζούγκλα των μπαρ. Εκεί που τα ηχοσυστήματα είναι κατά κανόνα άθλια, εκεί που άλλοι θελουν να κάτσουν στο μπαρ με ησυχία να τα πιουν, εκεί που άλλοι γκομενίζουν, εκεί που αλλοι κάνουν τα γενέθλιά τους, εκεί που άλλοι θέλουν να ξεσαλώσουν, εκεί που μερικοί DJs παίζουν post industrial σαν να έχουν βγει ραντεβού με τον εαυτό τους στο σαλόνι τους, εκεί που μερικοί DJs παίζουν «μόνο επιτυχίες» σαν να είμαστε σε σκυλάδικο.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΟΛΟΙ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΨΗ, ΑΛΛΑ ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ ΕΧΟΥΝ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΥΤΙΑ.

Ανοιχτά αυτιά να βγουν λίγο από το comfort zone και να ακούσουν και κάτι που δεν ξέρουν ρε αδερφέ, κάτι που θα τους κάνει να shazamαρουν ή να έρθουν να σε ρωτήσουν «τι είναι αυτό;». Να αφήσουν και τον δύσμοιρο που κάνει την επιλογή να πει την ιστορία του. Να δικαιολογήσει την ύπαρξή του (και τα λεφτάκια που θα πάρει στο τέλος της βραδιάς). Διαφορετικά, γιατί να μην παίζει μια λίστα και να πατάει play ένα bot κάπου στη Ζανζιβάρη;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μόνο με τη μουσική γίνεται αυτό. Έχετε πάει ποτέ στον μπάρμαν και του έχετε πει τι να βάλει στο κοκτέιλ (εδώ σε αυτούς πια ντρεπόμαστε να παραγγείλουμε); Έχετε πάει στην κουζίνα του σεφ να συνδράμετε στη συνταγή, «πιστεύω λίγο σέλερι θα ταίριαζε εδώ»; Έχετε πάει στον γιατρό και προσφέρατε τη διάγνωσή σας (κακό παράδειγμα, γιατί το έχετε κάνει σίγουρα); Τότε γιατί δε δείχνετε εμπιστοσύνη στον καημένο τον DJ που, κατά κανόνα, έχει ξοδέψει περισσότερο χρόνο και χρήμα από σας πάνω στο κόνσεπτ «μουσική»; Αν είναι καλός, θα τα λάβει όλα υπ’ όψιν του: και ότι βγήκατε να ξεσκάσετε, και ότι θέλετε να αισθανθείτε οικεία, και θα σας βάλει και δουλειά να εξερευνήσετε στο σπίτι – τουλάχιστον οι δικοί μου αγαπημένοι τζόκεϊς στην πόλη αυτά κάνουν. Αν πάλι δεν τα κάνει, θα του δώσετε μια, δύο ευκαιρίες και δε θα τον ξαναπροτιμήσετε. Fair enough και η ζωή θα συνεχιστεί.

Music’s not for everyone. Σόρι για το ντελίριο σνομπισμού, αλλά δεν το λέω εγώ, το λένε και δύο αξιοσέβαστοι κύριοι (ο Andrew Weatherall έχει βαφτίσει έτσι την εκπομπή του και ο Ian Svenonius τον δίσκο της παραπάνω φωτογραφίας). Ή τέλος πάντων, δεν προσεγγίζουμε όλοι τη μουσική με τον ίδιο τρόπο, επειδή πια έχουμε τόσο μεγάλη πρόσβαση και Spotify. Αφήστε λοιπόν τον καλό κύριο με τα ακουστικά να κάνει τη δουλειά, μπορεί και «να σας μορφώσει», μπορεί και «να σας σώσει τη ζωή». Αν συμβεί το τελευταίο, θα είναι γιατί εκείνο το βράδυ δεν του τα πρήξατε…

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος