Το Σάββατο 28 Δεκεμβρίου εφαρμόστηκε στην Αθήνα η πρωτοβουλία-διοργάνωση της «Λευκής Νύχτας», που περιελάμβανε ανοιχτά μαγαζιά μέχρι τις 23:00 στο κέντρο και «πλήθος πολιτιστικών εκδηλώσεων». Η κίνηση αυτή βέβαια δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. “White nights”, “Nuit Blanche” “La noche en blanco” ή “Night of the Arts” οι «Λευκές Νύχτες» είναι αρκετά διαδεδομένες στο εξωτερικό.
Στην κυριολεξία, πρόκειται για ένα φυσικό φαινόμενο που παρατηρείται κατά τη διάρκεια του Καλοκαιριού (θερινό ηλιοστάσιο) στις περιοχές που άπτονται των ορίων των αρκτικών κύκλων και κατά τη διάρκεια των οποίων, παρά τη δύση του ηλίου, ο ουρανός διατηρεί μια κάποια φωτεινότητα λόγω της χαμηλής θέσης του ήλιου στον ορίζοντα. Εκείνη την περίοδο λοιπόν, ιδίως στην Αγία Πετρούπολη όπου οι «Λευκές νύχτες» γίνονται ιδιαίτερα αισθητές, πραγματοποιούνται για ένα διάστημα διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις με αφορμή και προς τιμήν του ιδιαίτερου αυτού φαινομένου. Σε άλλες χώρες αντίστοιχα, έχοντας απλώς οικειοποιηθεί τον όρο, διοργανώνοται κατά-διάφορες-περιόδους φεστιβάλ σε μια προσπάθεια εξοικείωσης του ευρέως κοινού με την Τέχνη.
Στην ελληνική πραγματικότητα, οι «Λευκές Νύχτες» μεταφράστηκαν-κατά κόρον- στο να παραμείνουν τα εμπορικά καταστήματα του κέντρου ανοιχτά μέχρι αργά το βράδυ. Αυτό καθαυτό το γεγονός, παρουσιάστηκε σε τίτλους είτε ως «Κοσμοσυρροή στην πρώτη λευκή νύχτα της Αθήνας» και «Βούλιαξε η Αθήνα στη Λευκή Νύχτα» είτε ως «Ερμού ανάδρομη» και «μαύρη νύχτα για τους εμποροϋπαλλήλους», αναλόγως τις πολιτικές τοποθετήσεις και κοινωνικές ευαισθησίες κάθε φυλλάδας και κοινωνικού δικτύου.
Διότι, μπορεί οι νύχτες να είναι εν τέλει είτε λευκές, είτε μαύρες, το άσπρο-μαύρο όμως ποτέ δεν αποτέλεσε κανόνα για τη σύλληψη των πραγμάτων από καταβολής του κόσμου.
Προκαλεί πράγματι ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε μία εποχή που (υποτίθεται πως) αναζητούμε το αληθινό πνεύμα των Χριστουγέννων και έχουμε βιώσει σε μικρότερο ή πολύ μεγαλύτερο βαθμό τις συνέπειες μιας καταναλωτικής προσέγγισης της γιορτής, αλλά και της ζωής μας της ίδιας, ο δήμος Αθηναίων θεώρησε (μάλλον) ότι οι «Λευκές Νύχτες» παραπέμπουν στο λευκό του χιονιού και άρα κατ’επέκταση συνάδει με τo κλίμα των Χριστουγέννων, το οποίο θα γίνει ακόμα πιο γιορτινό με ανοιχτά τα μαγαζιά, ξυλοπόδαρους και άλλα ευφάνταστα.
Ότι οι Αθηναίοι θα χαμογελάσουν, θα ξεχαστούν και θα ξεχάσουν την οικονομική δυσπραργία που έχουν βουλιάξει μαζί με την Αθήνα, ψωνίζοντας. Ή μάλλον γυρίζοντας στα μαγαζιά και βλέποντας αυτά που θα ‘θελαν να ψωνίσουν, αφού και σύμφωνα με τον απολογισμό των καταστηματαρχών, οι περισσότεροι επιδόθηκαν σε οφθαλμόλουτρο στις βιτρίνες παρά σε αγορές. Είναι απόλυτα κατανοητή η ανάγκη να περπατήσει κανείς σε μια φωταγωγημένη πόλη, έχοντας την (ψευδ)αίσθηση ότι είναι όπως όλες οι άλλες ευρωπαϊκές, ότι θα μπορούσε να είναι στο Μιλάνο ή στο Παρίσι, ότι είναι Χριστούγεννα και όλοι έχουμε δικαίωμα στην ξενοιασιά. Με τη διαφορά ότι εδώ όλη αυτή η προσπάθεια συνοψίζεται και στηρίζεται στα ανοιχτά καταστήματα. Αυτή η επιλογή που αποτελεί και στάση ζωής, επιβεβαιώνει απλώς την κενότητα και τις σπασμωδικές κινήσεις ενός συστήματος που γαλούχησε τις γενιές της Μεταπολίτευσης με ιδεώδες την αγοραστική τους ικανότητα και μέτρησε την αξία τους με βιτρίνες εντυπωσιασμού. Μερικοί από αυτούς βρέθηκαν και να κυβερνούν και αυτή η πεποίθηση διαπέρασε τις πολιτικές επιλογές τους.
Κανείς δε θέλει «θλιμμένους στη γιορτή του» και εμφανίζονται μίζεροι, γκρινιάρηδες και κουραστικοί όσοι δεν εστιάζουν στο…χρώμα της νύχτας, ή όσοι βλέπουν την άλλη όψη και τα (μη) δεδουλευμένα των υπαλλήλων που αναγκάστηκαν να εργαστούν ως τις 11 το βράδυ, που αναγκάζονται να συναινέσουν στην εκδούλευσή τους. Εκτός κι αν αυτοί δεν ανήκουν στον κοινωνικό ιστό που δικαιούται ανέμελες γιορτές.
Είναι βαρύ το politically correct 3 μέρες μετά τα Χριστούγεννα, είναι όμως πιο βαρύ μια κοινωνία ναρκωμένη στην αιθαλομίχλη του καταναλωτισμού.