Categories: ΚΙΟΥΡΕΪΤΟΡ

ΚΙΟΥΡΕΪΤΟΡ #1: The Comet is Coming, ένας Jazz-not-Jazz Κομήτης που ήρθε, μας πήρε και μας σήκωσε

Μέτρια ηχεία υπολογιστή, ψείρες ακουστικά, κακά MP3 (που «ισχυρίζονται» ότι είναι 320kbps, αλλά δεν είναι), δεκάδες ανοιχτά tabs στην οθόνη, βροχή οι ειδοποιήσεις στο κινητό, ψηφιακές στοίβες από άλμπουμ σε σκληρούς δίσκους, Spotify, το ξέρετε πώς πάει… Οι συνθήκες με τις οποίες ακούμε μουσική σήμερα, πολύ σπάνια χωρίς να κανουμε ο,τιδήποτε άλλο, και η τεμπελιά μεταμφιεσμένη σε meta-κυνισμό «τα έχουμε δοκιμάσει όλα» κάνουν τον ενθουσιασμό με καινούριο άλμπουμ τόσο σπάνιο όσο κεραυνοβόλο έρωτα που αντέχει μετά και το πρώτο Facebook stalking. Γι’ αυτό είναι άγρια, τόσο αυθεντική, σχεδόν παιδική, η χαρά όταν ένας δίσκος σε πιάνει στα αλήθεια από το λαιμό, σαρώνει σε απανωτά plays κάθε format που χρησιμοποιείς, σε κάνει να τον λιώνεις όπως τον παλιό καλό καιρό που τα κορίτσια ήταν αγνά, τα αγόρια έντιμα και στο δημόσιο δε γίνονταν ρουσφέτια.

The Comet is Coming

The Comet is Coming, λοιπόν! Το ντεμπούτο άλμπουμ τους, Channel the Spirits (The Leaf Label, 2016), καθώς και τα δύο προηγούμενα EPs είχαν μείνει καταχωνιασμένα σε αυτές τις στοίβες που λέγαμε πριν, παραμελημένα από το σύνδρομο διάσπασης ακρόασης. Το φετινό Trust in the Lifeforce of the Deep Mystery (Impulse) δε γίνεται όμως να αγνοηθεί. Θα είναι στα «Καλύτερα της Χρονιάς» παντού. Θα είναι, προφανώς, εντυπωσιακό live. Είναι (χωρίς θα) το αποκορύφωμα αυτής της jazz-not-jazz τάσης που «συμβαίνει τώρα» και σπρώχνει κόσμο που δεν έχει ούτε έναν Miles, ούτε έναν Coltrane στη δισκοθήκη του, στην αγκαλιά καλλιτεχνών που λέγονται Kamasi Washington ή Kamaal Williams. Εξοργίζοντας, φυσικά, τους τζαζ πιουρίστες.

Εγκέφαλος τους ο Shabaca Hutchings. Σαξοφωνίστας, κλαρινετίστας, ηγέτης και των Sons of Kemet, μορφή του new british jazz invasion, τύπος που έχει συνεργαστεί τόσο με τον Mulatu Astatke όσο και με τον Jonny Greenwood των Radiohead. Στην σκηνή απαντά στο King Shabaca, τα καλλιτεχνικά των άλλων δύο μελών του γκρουπ είναι Danalogue και Betamax. Δεν είναι καθόλου παρακινδυνευμένο λοιπόν, ακόμα κι αν δεν τους έχετε ακούσει, να στοιχηματήσετε ότι ποντάρουν (και) στην παράδοση του space rock κι ότι μοιραία όλα τα reviews σε όλον τον κόσμο κάπου κοντά τους αναφέρουν και το όνομα Sun Ra.

Όμως δεν είναι αυτές οι αφροφουτουριστικές καταβολές που κάνουν το δεύτερο άλμπουμ των Comet is Coming τόσο γοητευτικό. Ο King Shabaca και η παρέα του πετυχαίνουν κάτι ανάλογο με αυτό που κάνουν οι BADBADNOTGOOD στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού (δεν ξέρω για σας, εγώ πάντως τους είχα στην κορυφή της λίστας μου για το 2016). Όπως η παρέα από το Τορόντο ενσωματώνει τόσο οργανικά το hip hop στην jazz προτάση της, έτσι και οι Λονδρέζοι φορτώνουν τον ήχο τους με χρώματα από όλη την παλέτα του αστικού βρετανικού ήχου. Αυτή εδώ είναι η μεταλλαγμένη jazz για τα παιδιά που έχουν αφυδατωθεί σε κάποιο drum ’n’ bass πάρτυ λονδρέζικης αποθήκης, που ζητάνε από τους θείους τους κασέτες με τα «πρώιμα jungle», που ψωνίζουν χόρτο από Τζαμαϊκανούς στο νότιο Λονδίνο, που ακολουθούν τον Gilles Peterson, που τους μιλάνε τα ονόματα των Streets και του Dizzee Rascal αλλά στα ακουστικά τους έπαιζε πέρυσι ο Loyle Carner και φέτος ο Slowthai. Κι ακούγοντας το instant classic “Blood of the Past” ακούνε (είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι) την συγκλονιστική Kate Tempest να κάθεται ακόμα πιο άνετα σε μια θέση που γράφει “Patti Smith για τη Γενιά των Instagram Stories”. Ξέρω, ιεροσυλία…

Αυτό εδώ είναι το τελευταίο update στην εφαρμογή «Μουσική των Πόλεων» – βρώμικο και δεξιοτεχνικό, βαθύ και διονυσιακό. Ένα κομήτης που ήρθε, μας πήρε και μας σήκωσε…


 

Με έναν τρόπο, οι Comet is Coming αποτελούν την σύγχρονη κατάληξη ενός nu jazz νήματος που σίγουρα περιλαμβάνει τους Heliocentrics κι ακόμα πιο σίγουρα ξεκίνησε 20 χρόνια πίσω με τους Cinematic Orchestra. Ο Jason Swinscoe, λοιπόν, επιστρέφει φέτος με το τέταρτο στούντιο άλμπουμ του σχήματος (12 ολόκληρα χρόνια μετά το κάπως μέτριο Ma Fleur – θυμάστε τότε που είχαν έρθει στο Gagarin και δεν είχατε βάλει γλώσσα μέσα σας;).

Το To Believe (Ninja Tune/Domino) δεν είναι ανάλογα εκρηκτικό. Είναι ένας δίσκος ήσυχος, καταπραϋντικός. Ένας δίσκος που μπορεί να ακούγεται στο background, από αυτούς που αναζητάς την Κυριακή νωρίς το απόγευμα (αν δεν είχε μπει μόλις το καλοκαίρι, αυτό που μόλις έγραψα θα έβγαζε περισσότερο νόημα, πιστέψτε με). Οι Cinematic Orchestra μάλλον ποτέ δε θα ξαναβρούν τη φόρμα των 2 πρώτων άλμπουμ (και του Man With a Movie Camera), δεν είναι κι εύκολο άλλωστε. Ξαναβρίσκουν όμως -ανάμεσα σε άλλους εξαιρετικούς βοκαλίστες- τον Roots Manuva και το “A Caged Bird / Imitations of Life” γίνεται αυτόματα highlight του άλμπουμ, ένα από τα καλύτερα τραγούδια του 2019, ένα από τα καλύτερα του καταλόγου τους.


 

Πάνω το κολλέγιο του Μπένινγκτον στο νοτιοδυτικό Βερμόντ. Κάτω, από αριστερα προς τα δεξιά, οι συγγραφείς Τζόναθαν Λέθεμ – Μπρετ Ίστον Έλις – Ντόνα Ταρτ

Βάλτε Cinematic Orchestra, κι αν είστε από αυτούς που κάποτε λάτρεψαν τον Μπρετ Ίστον Έλις και κατάφεραν να τελειώσουν την Καρδερίνα της Ντόνα Ταρτ, ρουφήξτε το παρακάτω longread:

Λεφτά, Τρέλα, Κοκαϊνη και Λογοτεχνική Ευφυϊα; Η Μυστική Προφορική Ιστορία του Πιο Διεφθαρμένου Αμερικάνικου Κολλεγιού των 80s

 


Τη λένε Ζουλιέτ Ντεσάν, υπογράφει ως Fantastic Twins, είναι μια από τις πιο ταλαντούχες DJs και παραγωγούς εκεί έξω (τσεκάρετε εδώ το τελευταίο «άρρωστο» EP της) και μόλις έστησε δικό της label με το γλαφυρό όνομα Microdosing – το χαρακτηρίζει «ένα συλλογικό πείραμα που σκοπεύει να σας βοηθήσει να παλέψετε κόντρα στη μοντέρνα εμμονή με την ευτυχία».

Παρθενική της κυκλοφορία, και highly recommended, το Microdosing vol.1 με όλον τον καλό τον κόσμο – την αφεντιά της, τον Manfredas, τον Autarkic, τον Naum Gabo (Optimo) και τους Smagghe & Cross. Όλοι εμείς παιδιά που τα τελευταία χρόνια έχουμε κολλήσει με αυτό το leftfield παρακλάδι της χορευτικής μουσικής που ξεκινά από τον sir Andrew Weatherall, περνά από τους Red Axes και καταλήγει στους διάφορους Marvin & Guy, το ξέρετε ότι ακούμε post punk έτσι;


 

O Συνοδοιπόρος, Βιέτ Θαν Γκουγιέν
(εκδόσεις Utopia, μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης)

Το πήρα γιατί το διάβασα στις λίστες με τα καλύτερα της περασμένης χρονιάς ενός συγγραφέα που εκτιμώ, του Νίκου Μάντη. Το ξεκίνησα αμέσως γιατί η πλοκή του (ένας νοτιοβιετναμέζος λοχαγός, το μπάσταρδο τέκνο ενός Γάλλου ιερέα με μια ντόπια από τον καιρό της αποικιοκρατίας, εγκαταλείπει την πατρίδα του μετά την πτώση της Σαϊγκόν μαζί με άλλους ηττημένους συμπατριώτες του με προορισμό την, συνέταιρο στην ήττα, Αμερική κι εκεί καταλαβαίνει πώς το προσωπικό του gravitas θα τον κάνει να γυρίσει πίσω) τοποθετείται στον πόλεμο του Βιετνάμ, ένα αγαπημένο μου θέμα στο σινεμά, τη λογοτεχνία και τα ντοκιμαντέρ. Το καταβρόχθισα γιατί, νομίζω, δεν έχω ξαναδιαβάσει μυθιστόρημα που να χειρίζεται με τόσο δεξιοτεχνικό τρόπο το υπερόπλο της βιτριολικής ειρωνείας.

Ξέχασα να σας πω ότι ο κεντρικός ήρωας είναι ένας διπλός πράκτορας, ένας κατάσκοπος  των κομμουνιστών που σταδιακά εγκλωβίζεται όλο και πιο πολύ ανάμεσα στο κενό των δύο ταυτοτήτων του. Κυνικό κι αντιπολεμικό, τρομερά αστείο και βάναυσα σκληρό ταυτόχρονα, Ο Συνοδοιπόρος είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα για τη μνήμη, τον παραλογισμό του πολέμου και τα υλικά από τα οποία είμαστε φτιαγμένοι, αυτά που θεωρούμε ακλόνητα αλλά είναι πάντα υπό διαπραγμάτευση.

Με easter egg μια υποπλοκή που καταφανώς παρωδεί το Αποκάλυψη Τώρα!«Οι ταινίες, άλλωστε, είναι ο τρόπος της Αμερικής να αποδυναμώνει τον υπόλοιπο κόσμο (…) Δεν έχει σημασία τι πλοκή, τι στόρι, τι ιστορία παρακολουθούσαν οι άνθρωποι στους κινηματογράφους. Το ζήτημα είναι ότι την αμερικάνικη ιστορία έβλεπαν και αγαπούσαν, έως την ημέρα που οι ίδιοι ίσως βομβαρδίζονταν από τα αεροπλάνα που είχαν δει στις αμερικάνικες ταινίες». Μη νομίζετε πάντως ότι ο Γκουγιέν, που κέρδισε βραβείο Πούλιτζερ και είναι 1 από τους 4.000.000 Βιετναμέζους που ξεριζώθηκαν από την πατρίδα τους λόγω του πολέμου, είναι επιεικής με τους συμπατριώτες του.

Το βασικό, βασανιστικό ερώτημα του μυθιστορήματος άλλωστε είναι: «Τι κάνουν οι επαναστάτες όταν θριαμβεύσει η επανάσταση;».


 

Δεν είναι καινούριο, οι μυημένοι το ξέρουν πριν καν γίνει διάθεσιμο στην πλατφόρμα του Netflix, αλλά είναι πραγματικά απόλαυση να διαβάζεις τον Συνοδοιπόρο παρακολουθώντας ταυτόχρονα τα 10 επεισόδια (συνολικής διάρκειας 17 ωρών) του συνταρακτικού ντοκιμαντέρ The Vietnam War από τους κορυφαίους Κεν Μπερνς και Λιν Νόβικ.

Πρόκειται για ένα πρότζεκτ που πήρε στους δημιουργούς του σχεδόν μια δεκαετία για να ολοκληρωθεί: η έρευνά τους είναι κάτι παραπάνω από εξωνυχιστική, οι μαρτυρίες των ανθρώπων που πολέμησαν στη ζούγκλα της Ινδοκίνας είναι συγκλονιστικές (το ίδιο και το αρχειακό υλικό), ο τρόπος που ανατέμνει τα ταραγμένα αμερικάνικα 60s και κατά συνέπεια τον διαιρεμένο -από τον Ψυχρό Πόλεμο- πλανήτη είναι ιστορικά πολύτιμος. Χωρίς ποτέ να πέφτει στην εύκολη αντιπολεμική παγίδα της δαιμονοποίησης των βετεράνων στους οποίους φέρεται με απόλυτο σεβασμό, χωρίς όμως ούτε να κρύβει ή να δικαιολογεί οποιαδήποτε θηριωδία συνέβη στη διάρκεια μιας πολεμικής αναμέτρησης που, κάποια στιγμή, έμοιαζε ότι δε θα τελειώσει ποτέ.

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος