Categories: ΚΙΟΥΡΕΪΤΟΡ

Διακοπές με τον κύριο Πλην

Έχει συμβεί στους περισσότερους. Ή πρόκειται αναπόφευκτα να συμβεί. Ένας/Μια από τους πιο σημαντικούς-ες πρώην, για την ακρίβεια εκείνος-η ο ένας/η μία Πιο Σημαντικός-ή, αποφασίζει να κάνει πράξη το «προχωράμε» και παντρεύεται. Έχετε κρατήσει, υποκριτικά ή αληθινά δεν έχει σημασία, καλές σχέσεις κι αυτός ο σχεσικός πολιτισμός φέρνει το προσκλητήριο στην πόρτα σας. Κι εκεί, είτε σας πέφτει ή όχι από τα χέρια «όχι δε γίνεται δεν είναι δυνατόν», ειδικά αν δεν έχετε προχωρήσει με μια ανάλογα έμπρακτη κίνηση, μπαίνει το μεγάλο δίλημμα. Πάτε στον γάμο μαγκούφηδες, ξέροντας ότι θα περάσετε μια δύσκολη βραδιά προσφέροντας τον εαυτό σας βορά στα φαρμακόγλωσσα σχόλια που εκπορεύονται από ιταλικά κοστούμια και λαμπερά ταγέρ; Ή αγνοείτε την περίσταση, προστατεύοντας την ψυχική σας ηρεμία, φυσικά… προσφέροντας τον εαυτό σας βορά στα φαρμακόγλωσσα σχόλια που εκπορεύονται από ιταλικά κοστούμια και λαμπερά ταγέρ; Κλασική περίπτωση lose-lose.

Αυτό έχει συμβεί και στον ήρωά μας, Άρθουρ Πλην (μια ευφυής μετάφραση του Arthur Less από το πρωτότυπο). Ο άνθρωπος για τον οποίο έπαιξε έναν ρόλο κάπου ανάμεσα στον μέντορα και το καταφύγιο, ο σημαντικά νεότερος πρώην σύντροφός του σε μια προσωρινή περιπέτεια που κράτησε σχεδόν μια δεκαετία, Φρέντι Πελού, πρώτα τον παράτησε και τώρα παντρεύεται. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αυτός ο γάμος συμπίπτει με κάτι εξίσου, αν όχι περισσότερο, επώδυνο. Ο Άρθουρ Πλην, ένας σύγγραφέας μέτριας απήχησης και μετριότερης αυτοεκτίμησης, ετοιμάζεται να κλείσει τα 50. Δυό γεγονότα που τον βάζουν σε μια δίνη ενδοσκόπησης κι αποτελούν την αφετηρία για να γράψει ο Άντριου Σων Γκρίερ ένα αστείο, τρυφερό και κατά τόπους αδυσώπητα μελαγχολικό μυθιστόρημα που κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ το 2018.

Πίσω στον ήρωά μας, καλά το φανταστήκατε. Δεν αποδέχεται την πρόσκληση, δε θα πάει στον γάμο. Αντ’ αυτού αποφασίζει να αποδεχθεί όλες τις προτάσεις που είχε καταχωνιάσει στο συρτάρι, να ανοίξει όλα τα μέιλ που είχε αφήσει αδιαβάστα και να αποδεχθεί κάθε πιθανή κι απίθανη πρόσκληση που απευθύνεται στη ματαιοδοξία (και όχι στο πορτοφόλι) Β ή C ή D listers συγγραφέων σαν και του λόγου του. Ξεκινάει ως άλλος λογοτεχνικός Φιλέας Φογκ έναν γύρο του κόσμου σε, μάλλον περισσότερες, από 80 μέρες. Το πρόγραμμά του: μια λογοτεχνική συνομιλία, στην οποία είναι απροκάλυπτα κομπάρσος, αντί για πρωταγωνιστής, στη Νέα Υόρκη/ ένα συμπόσιο αφιερωμένο στον έτερο μεγάλο έρωτα της ζωής του (θρυλικό ποιητή και δικό του μέντορα) στο Μεξικό/ μια απονομή βραβείων αμφίβολης αξιοπιστίας στους πρόποδες του Πεδεμοντίου στο Τορίνο/ ένα σεμινάριο, στο οποίο θα διδάξει δημιουργική γραφή για 5 εβδομάδες στο Απελευθερωμένο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου/ μια πολυτελής εξόρμηση στην έρημο της Σαχάρας στο Μαρόκο παρέα με αγνώστους/ ένα τουριστικό θέρετρο στην Ινδία, ιδανικό (;) για συγγραφείς – ξέχασα να σας πω ότι το τελευταίο μυθιστόρημα του Πλην απορρίφθηκε κι εκείνος έχει αποφασίσει να το ξαναδουλέψει, άραγε θα ακούσει τους επικριτές του που λένε ότι τα βιβλία και οι ήρωες του δεν είναι “gay enough”;/στο τέλος, η Ιαπωνία.

Πέραν της πρόζας οι «τουριστικές» περιγραφές του Γκρίερ, είναι απολαυστικές – θα φέρουν το διαβατήριο στα χέρια σας και τον υπολογιστή σας στα ψαχτήρια πτήσεων. Η αγαπημένη μου…

«Η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη οκτώ εκατομμυρίων κατοίκων, εκ των οποίων τα επτά εκατομμύρια περίπου θα θυμώσουν αν μάθουν ότι βρέθηκες στην πόλη και δεν βγήκες μαζί τους για ένα ακριβό δείπνο, τα πέντε εκατομμύρια θα θυμώσουν επειδή δεν πήγες να δεις το νεογέννητό μωρό τους, τα τρία εκατομμύρια επειδή δεν παρακολούθησες την καινούρια τους παράσταση, το ένα εκατομμύριο, επειδή δεν τηλεφώνησες για να πλαγιάσετε μαζί∙ στην πράξη, ωστόσο, μονάχα πέντε άνθρωποι είναι διαθέσιμοι να σε συναντήσουν. Είναι απολύτως λογικό να μην τηλεφωνήσεις σε κανέναν».

Ο Άρθουρ Πλην που κανείς δεν αναγνωρίζει και «κανένας που κάθεται δίπλα του στο αεροπλάνο δεν έχει διαβάσει τα βιβλία του», ένας γκέι που αναρωτιέται φορώντας ένα κίτρινο κιμονό γιατί είναι ολοφάνερη η σεξουαλική του ταυτότητα μέσα από τα βιβλία του, ένας 50ρης που απογοητευμένος αναφωνεί «μα καλά εμείς πετάγαμε πέτρες στην αστυνομία για να αποκτήσουν οι σημερινοί γκέι εμμονή με το να παντρεύονται;», ξεκινάει την περιπλάνησή του. Οι καταστάσεις που θα μπλέξει είναι ακόμα πιο ιλαροτραγικές από το πόσο κραυγαλέα irrelevant είναι οι προσκλήσεις που αποδέχεται. Θα μπλέξει σε μια σειρά σπαρταριστών παρεξηγήσεων που αποκαλύπτουν το σπάνιο ταλέντο του Γκρίερ στη φάρσα. Ισορροπεί διαρκώς ανάμεσα στην κακή τύχη να είναι σχεδόν πάντα ο λάθος άνθρωπος στη λαθος θέση την λάθος στιγμή (ας πούμε σε ένα πολύ γλυκό φλερτ στο Παρίσι, καταδικασμένο να σβήσει προτού καν ανάψει) και στην εύνοια κάποιων συμπτώσεων που στο παρά πέντε τον γλιτώνουν από τα χειρότερα. Βυθίζεται στην επόμενη πίστα ανακάλυψης του εαυτού του. Προσπαθώντας να καταλάβει πώς είναι «να είσαι γκέι και να μεγαλώνεις» (αφού πίστευε ότι κάπως το ένα αναιρεί το άλλο), θα επιχειρήσει την απάντηση σε αυτό που μας απασχολεί όλους: έχω σημασία;

Η απάντηση θα είναι άλλοτε πικρή, άλλοτε χαριτωμένη, σχεδόν πάντα ευαίσθητη, εν τέλει ανακουφιστική.

Το Πλην κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα σε μετάφραση Παλμύρας Ισμυρίδου

Ένας δίσκος που νομίζω ταιριάζει απόλυτα για να συνοδεύσετε το Πλην είναι το 8 Regards Obliques (Versatile Records, 2018) του Etienne Jaumet. Ο Γαλλος είναι από τις πολύ σεβάσμιες μορφές του γαλλικού electro, 1/2 των Zombie Zombie που δεν έκρυψαν ποτέ τις επιρροές τους από τον John Carpenter σε βαθμό να κυκλοφορήσουν όλοκληρο δίσκο με διασκευές σε θέματά του. Ο Jaumet το ξανακάνει, μόνος του, εδώ. Μόνο που οι 8 Λοξές Ματιές του δεν αφορούν την «ντίσκο του τρόμου», αλλά επανερμηνεύουν jazz μεγαθήρια. Ο Jaumet (που παίζει κι ο ίδιος σαξόφωνο) διαλέγει συνθέσεις ογκόλιθων όπως οι Ornette Coleman, Miles Davis, John Coltrane και τις περνάει μέσα από το δικό του πολύ εφευρετικό ηλεκτρονικό φίλτρο (με την συνδρομή του παιχταρά I:Cube στο μιξάρισμα). Είναι βαθύ, είναι όσο smooth απαιτεί η καλοκαιρινή σας ραστώνη, εντάσσεται αρμονικά στη σαρωτική τζαζ αντεπίθεση της εποχής κι έχει κι αυτήν την απίθανη διασκευή στους Art Ensemble of Chicago που εύλογα θα ξυπνήσει μνήμες “The Man With the Red Face”.


 

 

Αλλά, ο δίσκος για τον οποίο βασικά θέλω να σας μιλήσω σήμερα είναι το τρίτο αλμπουμ των Fat White Family, Serfs Up!. Αν είχα ένα ευρώ για κάθε φορά που διάβαζα μια ιστορία σαν τη δική τους στον βρετανικό μουσικό Τύπο, θα σας έγραφα αυτή την στήλη από το ιδιωτικό νησάκι του Μάρλον Μπράντο στην Ταϊτή κι όχι από το σαλόνι της οικονομικής θέσης προς Δωδεκάνησα. Πιτσιρικάδες που συγκεντρώθηκαν στο Πέκαμ του νότιου Λονδίνου από διάφορα μέρη της Μεγάλης Βρετανίας στις αρχές των 10s (πάνω που μετακόμιζε εκεί η λονδρέζικη hipsteria), έχουν ήδη κυκλοφορήσει 3 άλμπουμ (και 2 EPs) που κολλάνε στη μέχρι τώρα δισκογραφία τους το αυτοκόλλητο «άνιση», απέκτησαν εξαιρετικά γρήγορα τη φήμη των «κακών παιδιών» λόγω των προκλητικών τους βίντεο κλιπ και της τάσης τους να ξεγυμνώνονται επί σκηνής. Κι επίσης πρόλαβαν πριν κλείσουν μια δεκαετία ως συγκρότημα να έχουν απολύσει καμιά ντουζίνα μέλη, και, φυσικά, να έχουν πέσει με τα μούτρα άλλοι στην ηρωίνη κι άλλοι στο κρακ. Ή και στα δύο, έχοντας περάσει κι από το στάδιο της αστεγίας .

Κι όμως τούτοι εδώ κάτι έχουν, δεν είναι μια ακόμα θλιβερή απομίμηση των θλιβερών Libertines. Καταρχάς, είναι πολύ πιο ενδιαφέροντες μουσικά όπως πιστοποιεί και ο φετινός τους δίσκος, το “disco album” όπως το χαρακτηρίζουν περιπαικτικά στις συνεντεύξεις τους (ηχογραφημένο στο Σέφιλντ – εκεί πήγαν για να καθαρίσουν – απηχώντας αρκετά την synthpop παράδοση της «πολης του ατσαλιού»). «Το χαμένο γουικέντ του Lee Hazlewood στη Danceteria», όπως το προσδιόρισε φανταστικά το Quietus.  Αυτό στο οποίο αρχικά απουσίαζε ο βασικός τους συνθέτης Σαούλ Ανταμζέφσκι – πολυοργανίστας, λάτρης των vintage μεταχειρισμένων κοστουμιών (…και του Lee Hazlewood) και ό,τι κοντινότερο διαθέτει η μπάντα σε μουσική ιδιοφυϊα. 

 

 

Στο Serfs Up! βγαίνουν πιο μπροστα τα αδέρφια Σαουντί, ο Νέιθαν (κιμπορντίστας, κάπως σαν η ψυχή της παρέας) και κυρίως ο frontman Λάιας Κάτσι που είναι πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση. Γιος μετανάστη από την Αλγερία και ανθρακωρύχισσας από το Γιορκ, ανοιχτά γκέι ώστε να υπονομεύει την ματσίλα της (bad) boy (indie) band, πολύ διαβασμένος ώστε να γράφει στίχους με ριψοκίνδυνες λογοτεχνικές/ιστορικές αναφορές (που ξεκινάνε από τον Γκέμπελς και το Άουσβιτς και φτάνουν ως τον Κιμ Γιονγκ Ουν, κάνοντας εξαιρετικά δύσβατο τον δρόμο τους για το βρετανικό ραδιόφωνο), με τα σωστά ακούσματα για να έχει τιτλοφορήσει κομμάτι “I Am Mark E. Smith” και με μια ταξική συνείδηση που όχι μόνο δεν αλλοιώθηκε αλλά ενισχύθηκε όταν στα 18 του γράφτηκε στο πρεστιζάτο Slade School of Fine Art. Συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορούσε ούτε να το αντέξει οικονομικά, αλλά ούτε και να συγχρωτιστεί με τα παιδιά της υψηλής λονδρέζικης κοινωνίας (τους ενθάρρυνε φυσικά να τον κερνάνε ότι είχαν ευχαρίστηση).

Είναι υπεύθυνος για το το πρώτο single “Feet”, ένα ομοερωτικό ντελίριο που φωνάζει παντού Happy Mondays/Madchester και το βίντεο κλιπ του σκηνοθέτησε η Roisin Murphy. Θυμίζει με την απαγγελία του αρκετά τον Baxter Dury, μέχρι που τον συναντά στα φωνητικά του “Tastes Good With the Money” (ένα τραγούδι με τον φοβερό στίχο “There’s ash in your latte” – αναφορά στους ηδονοβλεψίες της τραγωδίας του Grenfell Tower). Μελώνει στο “Rock Fishes” ακριβώς πριν το “When I Leave” ενισχύσει την τρύπια ατμόσφαιρα της β’ πλευράς, ενώ έχει προλάβει να υποδυθεί τον κάτι-σαν-ράπερ στο “Fringe Runner”. Κάνει στην άκρη για τις ψυχεδελικές εμμονές του Σαούλ στο “I Believe in Something Better”, ενώ κανείς δεν μπορεί να ξέρει με σιγουριά ποιος συνέλαβε την μεταλλαγμένη reggae του υπέροχου “Kim’s Sunsets” (ναι, τα ηλιοβασιλέματα του κορεάτη δικτάτορα). 

Οι διαφορές του φυσικά με τον Σαούλ είναι τεράστιες, μεγεθυμένες από την υπερκατανάλωση ουσιών έχουν ήδη οδηγήσει την μπάντα σε πολλες διαλύσεις. Πάντα κάποιος φεύγει, ασχολείται με κάποια side projects, κι επιστρέφει όταν καταλαβαίνει ότι μόνο μαζί μπορούν να τα βγάλουν πέρα στο πολύ δύσκολο περιβάλλον της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας. Οι Fat White Family συνεχίζουν να πορεύονται ως ένα ζωντανό κλισέ μιας ειρωνικής εποχής. Αλλά με την γραφικότητα αυθεντικότητα της αυτοκαταστροφής (και το ταλέντο) τους μοιάζουν, περισσότερο κι από κλισέ, με το τελευταίο παράδειγμα ενός είδους υπό εξαφάνιση

 

To Serfs Up! κυκλοφόρησε τον περασμένο Απρίλιο από την Domino

 

2.5 χρόνια πριν το Big Little Lies ολοκληρωνόταν θριαμβευτικά σε όλα τα επίπεδα. Αφήνοντας μας με ανοιχτό το στομα με την αποκάλυψη στο φινάλε που ολοκλήρωνε ένα εξαίσια δομημένο «προοδευτικό flashback» στην αφήγηση. Το debate ήταν το εξής: να γυριστεί δεύτερος κύκλος ή όχι; Ρομαντικά επιφυλακτικός ήμουν με τη δεύτερη άποψη, μη θέλοντας να δω μια σειρά που αξιοποίησε άψογα το βιβλίο της Λίαν Μοριάρτι να ξεχειλώνει (ακριβώς επειδή τελείωσε η πλοκή του). Παραδόξως, από το HBO δεν έλαβαν σοβαρά τη γνώμη μου, παρήγγειλαν δεύτερο κύκλο κι έδωσαν τα κλειδιά του στην εξαιρετική επαγγελματία Άντρεα Άρνολντ. Δε θα έφτανε αυτό, φυσικά, αν δεν πρόσθεταν στο καστ τη Μέριλ Στριπ στο ρόλο τη μητέρας του νεκρού Πέρρυ Ράιτ που μετακομίζει στο Μόντερεϊ, φαινομενικά για να ενώσει το πένθος της με εκείνο της χήρας Σελέστ (Νικόλ Κίντμαν), στην πραγματικότητα γιατί δεν μπορεί να χαλιναγωγήσει τις υποψίες της.

Η σπουδαιότερη ηθοποιός της εποχής μας απλά κλέβει την παράσταση, μετατρέποντας τον δεύτερο κύκλο σε “Meryl Streep show”. Τον σώζει από κάποιες σεναριακές αδυναμίες που θάβουν κάποιους χαρακτήρες π.χ. της Μπόνι (Ζόι Κράβιτζ), ανανεώνει το ενδιαφέρον αλλά δεν φτάνει για να σβήσει και την τελευταία εντύπωση. Ενός φινάλε που μοιάζει είτε αρκετά ηθικοπλαστικό (ως άλλη όψη στο νόμισμα του empowerment), είτε αρκετά εύκολο ως μετάβαση. Στην τρίτη σεζόν;


 

Αν είστε από από αυτούς που βλέπουν σειρές και στις διακοπές ή ακόμα περισσότερο ετοιμάζονται για Αύγουστο στην Αθήνα, το Big Little Lies βλεπεται σε μαξ δύο βράδια. Το Crashing πάλι (προβλήθηκε το 2016 στο Channel 4, διαθέσιμο πια στην πλατφόρμα του Netflix) δε χρειάζεται παραπάνω από ένα τρίωρο binge watching. Έξι επεισόδια 22-23 λεπτων που περνάνε τον, διατυπωμένο από την προηγούμενη στήλη, έρωτα με την Φοίβη Γουόλερ-Μπριτζ στο στάδιο του stalking να δεις και τι έκανε στη ζωή της πριν το Fleabag. Έγραφε πάλι κωμωδία, στο ίδιο κάφρικο στυλ, με ένα ενδιαφέρον κόνσεπτ: μια ετερόκλητη ομάδα 20somethings που συμβιώνουν επεισοδιακά ως ένοικοι-«επιστάτες» ενός εγκαταλειμμένου νοσοκομείου στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου, μέχρι να εμφανιστεί η Λούλου (την υποδύεται η Φοίβη) και να τερματίσει η δυσλειτουργία.

Αν σας μοιάζει με κάτι σαν «τα Φιλαράκια ως καταληψίες», μέσα είστε. Προφανώς χωρίς την οικουμενική απήχηση της αμερικάνικης σειράς, χωρις όμως και την ροζ φούσκα της – εδώ η Γουολερ-Μπριτζ προσπαθεί να μιλήσει και λίγο για το πόσο απάλευτη είναι πια η ζωή στο Λονδίνο των δυσθεόρατων ενοικίων και των εξουθενωτικών ρυθμών. Κατά τα άλλα, η κλασική συνταγή: ερωτικά τρίγωνα, η αγωνία της ουσιαστικής ενηλικίωσης, 1-2 ενδιαφέροντες δεύτεροι χαρακτήρες σαν τη γαλλίδα καλλιτέχνιδα και το fan να φαντάζεσαι μια αίθουσα χειρουργείου ως κρεβατοκάμαρά σου.

Το Crashing είναι διαθέσιμο στην πλατφόρμα του Netflix
Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος