Δύο ήταν τα γεγονότα που σημάδεψαν την προηγούμενη και ρίχνουν τη σκιά τους πάνω στις εξελίξεις της εβδομάδας που μόλις άρχισε. Το ένα ήταν η έκτακτη συνάντηση στις Βρυξέλες, το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Ο πρώτος προσήλθε για να παρουσιάσει το σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης για το κλείσιμο της πολυαναμενόμενης συμφωνίας με τους δανειστές. Ο δεύτερος τον αιφνιδίασε υποβάλλοντάς του το αντίστοιχο σχέδιο, στο οποίο οι διεθνείς πιστωτές μας είχαν καταλήξει λίγες μέρες νωρίτερα κατά την πενταμερή συνάντησή τους στο Βερολίνο, την προηγούμενη Δευτέρα.
Το άλλο ήταν η αιφνίδια πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού να καλέσει, την Παρασκευή 6 Ιουνίου, τους πολιτικούς αρχηγούς σε μια προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή ενόψει του διαπραγματευτικού αδιεξόδου στο οποίο είχε οδηγηθεί η συνάντησή του με τον Γιούνκερ.
Πολλοί είναι αυτοί που προβληματίζονται ακόμα για το νόημα αυτής της πρωτοβουλίας.
Απέβλεπε στη συσπείρωση των κοινοβουλευτικών ομάδων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μέσα από την αντιπαράθεση με τα κόμματα της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης λίγο πριν φθάσει η ώρα της δοκιμασίας της δηλωμένης πλειοψηφίας τους;
Ή αποσκοπούσε στην αποστολή ενός μηνύματος διακομματικής εναντίωσης στους επαχθείς όρους που πρότειναν οι πιστωτές για να κλείσει η συμφωνία επαναχρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας;
Ποιος, μετά τα όσα ειπώθηκαν στη Βουλή, θα μπορούσε να είναι σίγουρος για το αν είχε μικρύνει ή μεγαλώσει η απόσταση που μας χωρίζει από την πτώχευση;
Έγινε η συζήτηση στη Βουλή για να προθερμανθεί ένα κλίμα εθνικής συνεννόησης, ώστε να διευκολυνθεί πολιτικά η κυβέρνηση και να γίνει ευκολότερη η αποδοχή από τα συγκυβερνώντα κόμματα μιας συμφωνίας που θα απέχει παρασάγγας από τις προεκλογικές τους επαγγελίες και επιπλέον, θα προετοιμάζει το έδαφος για μια αορίστου χρόνου παραμονή της χώρας σε καθεστώς μνημονιακών δεσμεύσεων βαρέως τύπου;
Ή, αντιστρόφως, χρησιμοποιήθηκε η κοινοβουλευτική συζήτηση για να χρεωθούν οι «ανάλγητοι εταίροι» την ευθύνη ενός αδιεξόδου μπροστά στο οποίο η ελληνική κυβέρνηση θα εμφανίζονταν ως υποχρεωμένη να οδηγήσει τα πράγματα σε ρήξη και τη χώρα σε μια εντός ή εκτός ευρώ χρεοκοπία;
Ποιος, μετά τα όσα ειπώθηκαν στη Βουλή, θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι σίγουρος για το αν είχε μικρύνει ή μεγαλώσει η απόσταση που μας χωρίζει από την πτώχευση;
Και ποιος θα μπορούσε να λύσει με βεβαιότητα το αίνιγμα της παράδοξης διαβεβαίωσης του Αλέξη Τσίπρα ότι «παρά το πισωγύρισμα της διαπραγμάτευσης, είμαστε τώρα πιο κοντά από κάθε άλλη φορά στη συμφωνία»;(!)
Η αντίφαση άφηνε, προφανώς, ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα.
Ορισμένοι την ερμήνευσαν ως συμπτωματική της κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τη σύγκρουσή του με τη σκληρή πραγματικότητα.
Άλλοι τη συνέδεσαν με την προσωπική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Αλέξης Τσίπρας μετά την οριστική, πλέον, ματαίωση των προεκλογικών υποσχέσεών του.
Κάποιοι άλλοι απέδωσαν την αινιγματική συμπεριφορά του στη συνεχιζόμενη προσπάθειά του να ισορροπήσει πατώντας ταυτόχρονα στη βάρκα της παραμονής του στην εξουσία και στη βάρκα της διατήρησης της κλονιζόμενης εσωτερικής συνοχής του κόμματός του.
για να πει «το μεγάλο ναι» ο Αλέξης Τσίπρας, πρέπει να υπερβεί τον εαυτό του και τις καταβολές του, για να γίνει κάτι που δεν το έχει καν φαντασθεί
Ο Αντώνης Καρακούσης, για παράδειγμα, έγραψε στο ΒΗΜΑ της προχθεσινής Κυριακής ότι «παραμένοντας ταλαντευόμενος και δύστοκος», ο Αλέξης Τσίπρας «κινδυνεύει με τη στάση του να επιτείνει το ήδη βεβαρημένο κλίμα αβεβαιότητας».
Ο Αλέξης Παπαχελάς έγραφε ταυτόχρονα στην κυριακάτικη «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», ότι ο Αλέξης Τσίπρας φοβάται «μην μπουκάρουν οι δικοί του και του κάνουν κατάληψη, αν δουν ότι βαδίζει σ’ άλλο δρόμο απ’ αυτόν που τόσα χρόνια περπάταγαν μαζί».
Στο ίδιο φύλλο της ίδιας εφημερίδας, ο καθηγητής Στάθης Καλύβας επισήμαινε ότι για να πει «το μεγάλο ναι» ο Αλέξης Τσίπρας, «πρέπει να υπερβεί τον εαυτό του και τις καταβολές του, για να γίνει κάτι που δεν το έχει καν φαντασθεί» αλλά διαπίστωνε ότι δεν διαθέτει την παιδεία για να το επιχειρήσει.
Εξίσου απαισιόδοξος, ο Γιάννης Βούλγαρης είχε σημειώσει στα «ΝΕΑ» του περασμένου Σαββάτου ότι «το παιχνίδι των υπεκφυγών, των ψευδαισθήσεων και των ψεμάτων του ΣΥΡΙΖΑ έφθασε στο τέλος του. Τώρα μετακυλύει τα δικά του αδιέξοδα στη χώρα. Κατασκεύασε μια γενικευμένη αστάθεια για να αποφύγει τις αποφάσεις, καθώς ήταν διχασμένος και ανίκανος να τις λάβει. Ο μετεωρισμός του πήγασε από την αντιφατικότητα της φυσιογνωμίας του. Επιβιώνει καλύτερα σε συνθήκες αστάθειας, σύγχυσης και κρίσης, γιατί ήταν το κόμμα της κρίσης… Έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε ότι το δεύτερο σενάριο (της ρήξης με την Ευρώπη) είναι όλο και πιο πιθανό. Η δομική αδυναμία απόφασης μαζί με την αβουλία ή την αμφιθυμία της ηγεσίας Τσίπρα κατέληξαν στην ισχυροποίηση των νεοκομμουνιστικών αντανακλαστικών και ιδεοληψιών του στενού κομματικού πυρήνα του 4%. Όχι μόνο αριθμητικά, αλλά, κυρίως, πολιτικά. Η πιθανότητα της ρήξης κέρδισε έδαφος στον κομματικό του λόγο, καθώς ο κομματικός αντίλογος δείλιαζε να αντιπαρατεθεί πολιτικά και στρατηγικά».
Είναι αλήθεια ότι ο κίνδυνος ενός εσωκομματικού ρήγματος στο ΣΥΡΙΖΑ είναι υπαρκτός.
Είναι επίσης αλήθεια ότι ο κίνδυνος αυτός μεγαλώνει όσο μεγαλώνουν ταυτόχρονα τα ποσοστά των πολιτών που τάσσονται υπέρ της επιστροφής στη δραχμή ή που δεν τούς ανησυχεί μία τέτοια εξέλιξη.
Δεν υπάρχει, τέλος, αμφιβολία ότι ο κίνδυνος να καταψηφιστεί οποιαδήποτε συμφωνία θεωρηθεί ότι θα καταστήσει το σημερινό συνασπισμό εξουσίας συνέχεια και δυσμενέστερη παραλλαγή των μνημονιακών μορφών διακυβέρνησης της τελευταίας πενταετίας, δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμος και είναι γεννεσιουργός λογικών αλμάτων και επικοινωνιακών αντιφάσεων.
Ακόμα κι αν το τελικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης δε δικαιώσει τις μέχρι σήμερα τακτικές επιλογές του είναι μάλλον λογικότερο για τον Αλέξη Τσίπρα να εναποθέσει τις ελπίδες του στη διατήρηση της εξουσίας παρά στην απώλειά της.
Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει υποχρεωτικά ότι ο Πρωθυπουργός θα προτιμήσει να θυσιάσει τη θέση του, την προοπτική του καί την υστεροφημία του για να διασώσει την τιμή, τη συνέπεια και τη συνοχή της στενής εκλογικής βάσης του κόμματός του. Ιδιαίτερα αν η άρνηση του συμβιβασμού με τους δανειστές οδηγήσει σε κατάρρευση την κυβέρνησή του. Ακόμα κι αν το τελικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης δε δικαιώσει τις μέχρι σήμερα τακτικές επιλογές του είναι μάλλον λογικότερο για τον Αλέξη Τσίπρα να εναποθέσει τις ελπίδες του στη διατήρηση της εξουσίας παρά στην απώλειά της. Τουλάχιστον για όσο χρονικό διάστημα θα έχει τη δυνατότητα να αναπληρώσει τις όποιες διαρροές στην εκλογική του βάση με τη συγκέντρωση μιας νέας εκλογικής πλειοψηφίας.
Το ζήτημα, βέβαια, είναι ότι η λογική δεν ήταν πάντα αυτή με την οποία η Αριστερά στην οποία ανήκει ο Αλέξης Τσίπρας έλυνε τίς αντιφάσεις που την ταλάνιζαν διαχρονικά εξ αιτίας του δομικού ιδεολογικού διπολισμού της. Αυτού, δηλαδή, που ακολουθώντας τη μαρξιστική θεωρία αναγνώριζε στην οικονομία την πρωτοκαθεδρία της έναντι της πολιτικής, αλλά στην πράξη επέμενε να πιστεύει ότι η πολιτική ήταν αυτή που θα υπαγόρευε στην οικονομία τις επιθυμίες της έστω κι αν έρχονται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα των αναγκών και των κανόνων της ανάπτυξής της.
Μέχρι τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ αγνόησε επιδεικτικά και πεισματικά την οικονομική πραγματικότητα εξουθενώνοντας όσες παραγωγικές δυνάμεις άντεχαν ακόμα στην κρίση. Αν συνεχίσει να το κάνει, με ή χωρίς συμφωνία, η βλάβη θα γίνει ανήκεστος. Όπως υπήρξαν ανεπανόρθωτες όλες οι βλάβες που προκάλεσε η πολιτική άρνηση του οικονομικού ορθολογισμού, η υπεροχή του οποίου επιβεβαιώνονταν κάθε φορά που μια κοινωνία κατάφερνε να μειώνει το κόστος της και να αυξάνει τα οφέλη της. Όπως, για παράδειγμα, όταν επέλεγε να κάνει μεταρρυθμίσεις αντί να πληρώνει κι άλλους φόρους.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας -αναλυτής